Γράφει ο Γιώργος Αργυρόπουλος*
Το ζήτημα των καιρών που απασχολεί το δημόσιο διάλογο είναι η ανάγκη μεταρρυθμίσεων και το πώς θα γίνουν αυτές. Η κυρίαρχη λογική από την κυβέρνηση είναι μεταρρυθμίσεις με πυγμή και χωρίς υπολογισμό του πολιτικού και κοινωνικού κόστους. Η ρητορική των οπαδών των μεταρρυθμίσεων εξπρές είναι η εξής: Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ζοφερή στιγμή που θα καθορίσει το μέλλον της: ευημερία με συμμετοχή σε μια δυναμική ευρωπαϊκή οικονομία ή ζοφερή φτώχεια και απομόνωση για δεκαετίες; Από την άλλη οι αρνητές εκφράζουν μία καθολική άρνηση αντιδρώντας σε οποιαδήποτε αλλαγή και εκθειάζουν την υφιστάμενη κατάσταση σαν την καλύτερη δυνατή.
Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορούμε να θεωρήσουμε την ΕΡΤ όπου από τη μία είχαμε τους ακραιφνείς υποστηρικτές της κατάργησής της και της επανίδρυσής της και από την άλλη τους διαφωνούντες με οποιαδήποτε κίνηση αλλαγής της πραγματικότητας που υπήρχε στο ραδιομέγαρο. Αντίστοιχα παραδείγματα βρίσκουμε και στις περιπτώσεις των αποκρατικοποιήσεων. Αυτό όμως είναι το δίλημμα στις μεταρρυθμίσεις; Πλήρης διάλυση ή καμία αλλαγή; Είναι γνωστό τοις πάσι ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα πάσχει. Ότι ο πολίτης δυσανασχετεί σε μια καθημερινή επίσκεψη σε μία δημόσια υπηρεσία. Επιθυμεί την αλλαγή της. Πώς όμως θα γίνει αυτό;
Η απάντηση στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων είναι ναι, με συγκεκριμένους όρους. Οι μεταρρυθμίσεις δεν προωθούνται με τη βία. Χρειάζεται τρόπος, μία μέθοδος και κυρίως καλή συνεννόηση μεταξύ όσων την αποφασίζουν. Η επικοινωνιακή διαχείριση μιας μεταρρύθμισης είναι αναγκαία για να αποκτήσει το απαραίτητο λαϊκό έρεισμα που θα την κάνει ευρέως αποδεκτή. Και αυτό θα γίνει όταν μια μεταρρύθμιση θα γίνει κατανοητό ότι είναι απολύτως αναγκαία. Ένας σύγχρονος και αποτελεσματικός δημόσιος τομέας είναι το σημερινό ζητούμενο αλλά δεν παρουσιάζεται στη σωστή του βάση. Αντί να δίνεται έμφαση στην εξυπηρέτηση του πολίτη δίνεται έμφαση στον εργαζόμενο και τη θεωρούμενη ως δεδομένη παρουσία του στη θέση του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου. Ενώ οι κρατούντες ψάχνουν με μόνο γνώμονα τις απολύσεις να λύσουν το πρόβλημα. Και οι δύο πλευρές δε δίνουν λύση στο πρόβλημα. Η αναξιοκρατία και η πελατειακή λογική που ίσχυε για χρόνια στο δημόσιο τομέα μπορεί με στοχευμένες παρεμβάσεις να αλλάξει αφού ελέγξουμε για παράδειγμα όσους έχουν διοριστεί εκτός Ασέπ από τότε που υπήρχε ο Ασέπ , τους επίορκους και τους κοπανατζήδες ή αλλιώς υπαλλήλους-φαντάσματα.
Οι ισχυρισμοί περί μεταρρυθμίσεων που γίνονται από τις πολιτικές ηγεσίες, με το φόβο να τις εγκαλέσουν ότι δεν έκαναν τίποτε ουσιώδες, είναι σαθροί πάντοτε. Δεν κάνεις μεταρρύθμιση όταν εφαρμόζεις τη λογική ‘’πονάει χέρι, κόβω χέρι’’. Έτσι δημιουργείται η διαστρέβλωση και βαφτίζεται μεταρρύθμιση ό,τι γίνεται βίαια και αδιάκριτα. Η διάλυση των εργασιακών σχέσεων, η υψηλή ανεργία και η ύφεση προφανώς και δεν είναι μεταρρύθμιση. Οι σύγχρονες αλλαγές θέλουν ευρεία συνεργασία και αποδοχή από ένα κοινωνικό σώμα που είναι έτοιμο και ώριμο για αυτές. Αυτό δε φαίνεται στον προσεχή ορίζοντα όταν επικρατούν διασπαστικές λογικές και όταν ο εξορθολογισμός του δημοσίου τομέα εμφανίζεται ως νεοφιλελεύθερη συνταγή που μας έρχεται άνωθεν.
Χρειάζονται αξιολογήσεις ολόκληρων δομών με δημοκρατικές μεθόδους για να έχουμε αξιόλογες μεταρρυθμίσεις. Η αντίληψη γύρω από τις αλλαγές και ποια κατεύθυνση θα έχουν είναι που θα κρίνει την τύχη τους και θα εξυψώσει ή θα αφανίσει τους εισηγητές τους.
* Ο Γιώργος Αργυρόπουλος είναι ασκούμενος δικηγόρος, μεταπτυχιακός φοιτητής Δημοσίου Δικαίου Νομικής Δ.Π.Θ.