Γράφει η Ευτυχία Αλικάκου
Είναι λάθος να ισχυριστούμε ότι η παλαβομάρα της περιόδου που διανύουμε γεννήθηκε τέλη Ιανουαρίου με το περιβόητο «πρώτη φορά αριστερά» και τη νίκη της λαϊκίστικης ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται για νεογέννητο φαινόμενο. Πρόκειται για ένα σώμα που πήρε σάρκα και οστά δεκαετίες τώρα, απλώς έκανε τα πρώτα γερά του βήματα από το 2009 και μετά. Το Μάιο 2010 η χώρα χρεοκόπησε καθώς αδυνατούσε να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Άξαφνα, αλλά πλήρως αναμενόμενα, η ελληνική κοινωνία έπεσε απότομα από τα απατηλά ψηλά στα ελώδη χαμηλά. Πτώση που δεν επέφερε μόνο την αλλαγή του βιοτικού επιπέδου αλλά μύρια κακά όμοια με αυτά του μυθικού κουτιού της Πανδώρας. Το τελευταίο, άνοιξε διάπλατα και απελευθέρωσε αβεβαιότητα, καχυποψία απέναντι σε όλους και σε όλα, τρομολαγνεία, ψέμα, υποκρισία και κυρίως γενικευμένη παράκρουση. Χάρη στα social media έλαβε δημόσιο βήμα ο ημιμαθής θρασύς της πλατειάς και η φλογερή αναγνώστρια παραλίας της Δημουλίδου. Προς αποφυγήν σχολίων, προφανέστατα έχουμε δημοκρατία, καμία αντίρρηση επί αυτού. Η λήψη όμως αυτού του βήματος εκ των προαναφερθέντων ειδών αναλυτών οδήγησε στη κατάχρηση του και τελικά στο «βιασμό» της κοινής λογικής.
Και κάπως έτσι οι γνωστοί άγνωστοι των news feed αποκάλυψαν τους δράστες των πυρκαγιών της 17ης Ιουλίου: Τα εκτεταμένα πύρινα μέτωπα στη Νεάπολη Λακωνίας, στον Καρέα, στη Μαλακάσα ακόμα και η αναγκαστική προσγείωση των δυο πιλότων Καναντέρ, φάντασαν για μια ακόμη φορά στα μυαλά αυτής της μιντιακής ψευτοελίτ του πληκτρολογίου «συντονισμένη προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από το μνημόνιο 3 και τα επώδυνα μέτρα» ή «υπονόμευση της κυβερνητικής προσπάθειας» όπως υποστήριξε η περιφερειάρχης Ρένα Δούρου. Τι κι αν στο σχολείο διδαχτήκαμε την αναγκαιότητα της απόδειξης ως επαλήθευση της θεωρίας. Κάποιοι φαίνεται προτιμούσαν τη κοπάνα και τα ραβασάκια κάτω από τα θρανιάκια. Άρχισαν λοιπόν να αναρωτιούνται οι πεφωτισμένοι: Ποια ξένα κέντρα δυνάμεων μας πολεμούν; Πότε πρόλαβαν οι Ευρωπαίοι να βάλουν φωτιά σε τόσα σημεία και παρόλα αυτά να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της κυβέρνησης για βοήθεια; Για το τελευταίο ερώτημα μάλιστα η τετραπέρατη σχολιάστρια πασίγνωστης σελίδας στο fb κέντησε βελονάκι βελονάκι: «Την καλούλα την Ε.Ε. πρώτα ήρθαν έβαλαν τις φωτιές (γιατί μόνο τυχαίες δεν ήταν) και μετά στέλνουν αεροπλάνα να μας το παίξουν καλοί. Καλουλα μου Ε.Ε».
Πέρα από το καλαμπούρι όμως, ας μιλήσω σοβαρά: είχα τη τύχη να σπουδάσω στο τμήμα πολίτικης επιστήμης του πανεπιστήμιου Αθηνών. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φράση του καθηγητή κυρίου Π. σε μια από τις πρώτες παραδόσεις του μαθήματος Πολιτική επιστήμη 1: «Να απορρίπτετε τη συνωμοσιολογία και την εικοτολογία γιατί θα καταλήξετε να μπουρδολογείτε. Στην επιστήμη μας, οι θεωρίες περί συνομωσίας δεν ευσταθούν». Εν ολίγοις αν δεν μπορείς να βασισθείς σε απτά στοιχεία προκειμένου να κατηγορήσεις ή έστω να ισχυριστείς μια θεωρία καλύτερα να αρκεστείς στα χόμπι σου και να μην κάνεις «πολιτική» με… υποψίες.
Αν διατείνεσαι ότι κυβέρνηση, αντιπολίτευση ή η Ε.Ε ευθύνονται για τους εμπρηστικούς μηχανισμούς και τις πυρκαγιές με τα επιχειρήματα που προαναφέρθηκαν, λυπάμαι αλλά στη κλίμακα του παραλόγου από 1-10 σκοράρεις γύρω στο 12. Γιατί; Γιατί δεν μπορείς να το αποδείξεις. Αντίθετα, η ταλάντωση των ηλεκτροφόρων καλωδίων της ΔΕΗ λόγω μποφόρ που οδηγεί πολύ συχνά σε πυρκαγιές μέσω σπινθήρων ευσταθεί ως αιτία. Και γιατί; Γιατί βασίζεται στους νόμους της φυσικής. Στις 17 Ιουλίου όπως θα ξέρεις οι άνεμοι έπνεαν ισχυροί εντάσεως 6-7 μποφόρ ενώ όπως δήλωσαν αρμόδιοι η ανεξέλεγκτη φωτιά στη Λακωνία ξέσπασε από το βουνό του Φαρακλού όπου βρίσκονται κολώνες της ΔΕΗ και κεραίες τηλεπικοινωνιών.
Κάνω μια ακόμα σκέψη: Η προσπάθεια εξήγησης των φυσικών καταστροφών δίχως το υπόβαθρο της απόδειξης, θυμίζει λίγο τη περίπτωση των θρησκειών. Ότι αισθάνεται ο άνθρωπος ότι ξεπερνά τον ίδιο και τη πραγματικότητα μη μπορώντας να το εξηγήσει εμπεριστατωμένα, έχει ανάγκη να το επιρρίπτει σε «άλλους». Είτε αυτό λέγεται «θεός» είτε «σύστημα» είτε «συνωμότες», είτε «παρακράτος-κατάσκοποι». Αναμφίβολα στη δημοκρατία ο καθείς δύναται να ισχυρίζεται ότι θέλει και είναι αλήθεια ότι τα όρια στην άποψη είναι ισχνά. Είναι όμως αναγκαίο για να μη γιγαντωθεί άλλο η παλαβομάρα των ημερών, να περνά στο εξής η κάθε κουβέντα μας από το πιο σημαντικό κόσκινο: αυτό της λογικής και του επιχειρήματος.
Για το τέλος ας μου επιτρέψει ο Αντρέ Μπρετόν μια ταπεινή παράφραση του γνωστού αποφθέγματος του: «Ό άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση». Στους καιρούς που διανύουμε «Η λογική είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση».