Βάσει μίας νέας μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με τα “κόκκινα” δάνεια, αυτά δεν έχουν μειωθεί καθόλου με αποτέλεσμα να αποτελούν σημαντική πηγή αστάθειας. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν οριακή μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών στο τρίτο τρίμηνο του 2016, ωστόσο τα ευρήματα είναι ανησυχητικά καθώς προκύπτουν σημαντικές δυσκολίες στην αποτελεσματική διαχείρισή τους.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος που περιλαμβάνονται στην επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος στο τρίτο τρίμηνο του 2016, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 107,6 δισεκ. ευρώ και το σύνολο των ανοιγμάτων ανήλθε σε 238 δισεκ. ευρώ, με το λόγο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων να διαμορφώνεται σε 45,2%.
Στο τέλος του πρώτου εξαμήνου το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 108,4 δισεκ. ευρώ, σε σύνολο ανοιγμάτων 240,3 δισεκ. ευρώ, σημειώνοντας οριακή αύξηση κατά 0,4% σε σχέση με το τέλος του 2015.
Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων κατά τη διάρκεια του α΄εξαμήνου του 2016 παρουσιάζει αντίθετα μικρή αύξηση (45,1%, έναντι 44,2% στο τέλος του 2015), γεγονός που αποδίδεται κυρίως στη μείωση των εξυπηρετούμενων δανείων.
Συγκεκριμένα, ενώ το σύνολο των τραπεζικών πιστώσεων συρρικνώθηκε με ρυθμό μόλις 1,6% το α΄εξάμηνο του 2016, το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε σε μεγαλύτερο βαθμό κατά 3,2% σε σχέση με το τέλος του 2015.
Από την επί μέρους ανάλυση των κόκκινων δανείων προκύπτει ότι πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης (76,3%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (62,7%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (58,4%), της μεταποίησης (53,2%) και των κατασκευών (52,8%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά στους κλάδους της ενέργειας (3,7%), της δημόσιας διοίκησης (7%), των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (27%) και της ναυτιλίας (30,9%).
Επισημαίνεται ότι το 70% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά διαμορφώνεται στο 75%, τα επιχειρηματικά σε 68%, ενώ για τα καταναλωτικά στο 81%, τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου.
Τέλος, προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το 48% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών, με αυξητικές τάσεις, καθώς το εν λόγω εύρημα υποδηλώνει υψηλό βαθμό παγίωσης της κατάστασης και αναδεικνύει τις δυσκολίες αποτελεσματικής διαχείρισης τους. Παράλληλα, επισημαίνονται τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά (91%) των καταγγελμένων απαιτήσεων για τις οποίες δεν έχει γίνει κάποια μορφή οριστικού διακανονισμού.