Στην εποχή του «μετα-Πανεπιστημίου», την οποία διανύει η ανώτατη εκπαίδευση κατά τον Charles M. Vest, πρόεδρο του ΜΙΤ, οι φοιτητές βρίσκονται στο επίκεντρο της γνώσης, χάρη στη διάχυσή της μέσω του διαδικτύου, μαθαίνοντας ταυτόχρονα να διερευνούν το αντικείμενό τους, να συνεργάζονται και να παράγουν δημιουργικές ιδέες με τη φιλοδοξία αυτές να ανταποκρίνονται σε ένα ανταγωνιστικό στο διεθνές περιβάλλον παραγωγικό μοντέλο. Οι καθηγητές που ξεχωρίζουν και κερδίζουν σε όρους αναγνωρισιμότητας είναι εκείνοι οι οποίοι θέλουν να ξέρουν να μαθαίνουν. Μια τέτοιου τύπου ακέραιη και υγιής στάση απέναντι στη γνωστική διαδικασία επικοινωνείται στους πανεπιστημιακούς χώρους σε κράτη που, με βάση διαφορετικά κριτήρια κάθε φορά, διακρίνονται στις διεθνείς αξιολογήσεις.
Το ελληνικό Πανεπιστήμιο όμως επί ξυρού ίσταται ακμής. Ούτε οι διεθνείς εξελίξεις, ούτε η κρίση δεν λειτουργούν ως ευκαιρία αναμόρφωσής του. Οι καλύτεροι των καλύτερων φοιτητών και καθηγητών δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν τους αντίστοιχους των ξένων Πανεπιστημίων. Αποτελούν όμως μεμονωμένες περιπτώσεις που ξεχωρίζουν σε ατομικό επίπεδο, χάρη δηλαδή στη σοβαρότητα και το πείσμα της προσπάθειάς τους να αντιστέκονται στη μαλθακότητα και διαφθορά των αντανακλαστικών του αντιδραστικού συντηρητισμού. Ως εκδοχή του ελληνικού παράδοξου τα ως άνω χαρακτηριστικά έχουν αποκτήσει μια ενδογένεια, που συντηρεί την άθλια γοητεία της, είτε μέσα από μικρόψυχες, είτε μουδιασμένες, είτε βίαιες συλλογικότητες που σε καμία περίπτωση δεν συναρτώνται με τον πυρήνα της έννοιας του δημόσιου πανεπιστημίου.
Οι φιλόδοξες προσπάθειες μεταρρύθμισης (Ν. 4009/2011) προσκρούουν διαρκώς σε αντιστάσεις οργανωμένων συμφερόντων που έχουν συνηθίσει να κερδοσκοπούν μέσα από την απαξίωση και τη φθορά του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Το ενδιαφέρον εντείνεται για την επικείμενη Συνταγματική αναθεώρηση, χωρίς όμως να έχει ξεκαθαριστεί το προς τα που, πως και με ποιους. Προτάσεις μοντέλων πολλαπλών ταχυτήτων (πανεπιστήμιο αριστείας) προσκρούουν σε σκληροπυρηνικές αρνήσεις που αντιμάχονται την επιβράβευση των αρίστων. Η επιθυμητή απενοχοποίηση της σχέσης ΑΕΙ-παραγωγικού μοντέλου δεν συντελείται, καθιστώντας πιθανότερη τη διασύνδεση του Πανεπιστημίου με τα UFO παρά με την αγορά εργασίας και τέλος –και με τις δυσμενέστερες επενέργειες διάχυσης- η εφαρμογή του νόμου παραμένει ταμπού. Ούτε λόγος για προσέλκυση διδασκόντων και φοιτητών από τη δεξαμενή των Ελλήνων του εξωτερικού (“reverse brain drain”).
Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν. Η όποια προσπάθεια παραμένει σε ατομικό επίπεδο.