Οι αριθμοί που αποτυπώνουν τη ρύπανση δείχνουν ότι η απεξάρτησή μας από το πλαστικό πρέπει να είναι μονόδρομος. Περισσότερα από το 80% των θαλάσσιων απορριμμάτων είναι πλαστικά.
Τα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από την καινούρια νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν το 70% των συνολικών θαλάσσιων απορριμμάτων. Εξαιτίας του αργού ρυθμού αποσύνθεσης, το πλαστικό συσσωρεύεται σε θάλασσες, ωκεανούς και παραλίες.
Τα πλαστικά υπολείμματα εντοπίζονται σε είδη, όπως οι θαλάσσιες χελώνες, οι φώκιες, οι φάλαινες, αλλά και στα πουλιά, αλλά επίσης σε ψάρια και οστρακοειδή και ως εκ τούτου στην ανθρώπινη τροφική αλυσίδα.
Η εικόνα της πλαστικής ρύπανσης στην Ελλάδα είναι απογοητευτική. Σύμφωνα με την Greenpeace, καθημερινά στην Ελλάδα σερβίρονται κατά μέσο όρο 1.000.000 πλαστικά ποτήρια μόνο για καφέ. Κάθε χρόνο χρησιμοποιούνται 4,3 δισ. πλαστικές σακούλες (πριν την εφαρμογή του περιβαλλοντικού τέλους), 2 δισ. πλαστικά μπουκάλια για νερό και αναψυκτικά και 300 εκατ. πλαστικά ποτήρια του καφέ.
Στην Ελλάδα καταναλώνονται εκτός σπιτιού κάθε χρόνο 315.000 σάκοι καφέ, που σημαίνει 1,2 δισ. καφέδες. Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, το 60% αφορά κρύο καφέ, από το οποίο το 50% είναι takeaway.
Επομένως, χρησιμοποιούνται 300 εκατομμύρια πλαστικά ποτήρια μίας χρήσης για καφέ ετησίως (σύμφωνα με στοιχεία μετρήσεων και εκτιμήσεων της Greenpeace με βάση διαθέσιμα στοιχεία της αγοράς μετρήσεις), ενώ περίπου 40 τόνοι πλαστικού καταλήγουν στο φυσικό περιβάλλον κάθε μέρα!
Στο μεταξύ, ένα άλλο είδος πλαστικού απορρίμματος με σημαντικές επιπτώσεις είναι οι μικροΐνες πλαστικού, που προέρχονται από τη διάβρωση συνθετικών υφασμάτων, πχ ρούχα από πολυεστέρα. Έχει υπολογιστεί ότι ένα μπουφάν fleece σε μία και μόνο πλύση του στο πλυντήριο απελευθερώνει 250.000 τέτοιες μικροΐνες. Το πρόβλημα είναι τόσο εκτεταμένο ώστε, σύμφωνα με μια μελέτη στο 80% των δειγμάτων πόσιμου νερού που ελέγχθηκαν παγκοσμίως βρέθηκαν μικροΐνες πλαστικού.
Για την ρύπανση της Μεσογείου από τα πλαστικά, και το WWF πραγματοποίησε μελέτη, από την οποία προκύπτει ότι στη Μεσόγειο, τα πλαστικά αποτελούν το 95% των σκουπιδιών που εντοπίζονται στις θάλασσες, τόσο στον βυθό της θάλασσας, όσο και στις ακτές. Η ρύπανση αυτή προέρχεται κυρίως από την Τουρκία και την Ισπανία, και σε δεύτερη φάση, από την Ιταλία, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και την Ελλάδα, με τους τουρίστες που επισκέπτονται την περιοχή να ευθύνονται για την ετήσια αύξηση κατά 40% των απορριμμάτων που καταλήγουν στη Μεσόγειο.
Τα μεγάλα πλαστικά κομμάτια τραυματίζουν, προκαλούν ασφυξία και συχνά θάνατο στα ζώα της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων εμβληματικών ειδών που είτε προστατεύονται από τον νόμο, είτε κινδυνεύουν με εξαφάνιση, όπως είναι οι θαλάσσιες χελώνες ή τα θαλάσσια θηλαστικά. Ωστόσο, τα μικροπλαστικά, τα μικρά δηλαδή εκείνα θραύσματα πλαστικού, είναι αυτά που βρίσκονται σε πραγματική αφθονία στη Μεσόγειο. Έχει, μάλιστα, υπολογιστεί πως εντοπίζονται 1,25 εκατομμύρια κομματάκια πλαστικού ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο στη Μεσόγειο, συγκέντρωση σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερη από αυτήν που καταγράφεται στο λεγόμενο «πλαστικό νησί», στον βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό. Όταν δε, εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα αποτελούν απειλή όχι μόνο για έναν μεγάλο αριθμό ειδών, αλλά και για την ανθρώπινη υγεία.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη του WWF, εκτιμάται πως σχεδόν 100 εκατομμύρια τόνοι πλαστικών απορριμμάτων διαφεύγουν στο περιβάλλον κάθε χρόνο. Είναι σαν να ρίχνουμε στη θάλασσα σχεδόν 23.000 αεροπλάνα Boeing747 κάθε χρόνο. Οι περισσότερες από αυτές τις ποσότητες είναι σχεδόν αδύνατο να ανακτηθούν και θα παραμείνουν στη θάλασσα ρυπαίνοντάς την. Επιπλέον, άλλες έρευνες εκτιμούν πως η πλαστική ρύπανση στα χερσαία οικοσυστήματα είναι τουλάχιστον 4 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τη θαλάσσια.
Η Ελλάδα κάθε χρόνο εξάγει 30-50.000 τόνους πλαστικών αποβλήτων, με τη συντριπτική πλειονότητα αυτής της ποσότητας να πηγαίνει στην Κίνα (στοιχεία από βάση δεδομένων του ΟΗΕ. Σύμφωνα με αυτήν οι βασικότερες χώρες προορισμού των πλαστικών αποβλήτων της Ελλάδας για την περίοδο 2010-2016 είναι: Κίνα (35,1%), Βουλγαρία (24,5%), Χονκ Κονγκ (16,6%), Τουρκία (3,1%), Ινδονησία (2,9%), Βιετνάμ (1,7%) .