Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει ήδη επωμιστεί δυσανάλογο βάρος καταπολεμώντας τα οικονομικά προβλήματα της ηπείρου, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κατάσταση όπου ό,τι και να κάνει θα βγει χαμένη.
Κατά τη σημερινή συνεδρίαση στη Φρανκφούρτη, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα δεχτούν δικαιολογημένες επικρίσεις ασχέτως του τι θα αποφασίσουν να κάνουν με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο περιλαμβάνει αγορές περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, αυτή η ατυχής κατάσταση αφορά λιγότερο την ανεπάρκεια της ΕΚΤ και πολύ περισσότερο την επίμονη και χρόνια αποτυχία των πολιτικών στην Ευρώπη να ανταποκριθούν με συνολική και αποτελεσματική πολιτική απάντηση στην κρίση.
Η Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί σε τέσσερις τομείς, τους οποίους οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν σημαντικούς στην προσπάθεια της ηπείρου να ξεφύγει από το ανησυχητικό μείγμα χαμηλής ανάπτυξης, υψηλής ανεργίας και μειούμενου αναπτυξιακού δυναμικού.
Πρώτον, οι ηγέτες σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία μπορούν να πράξουν περισσότερα ώστε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγή και την ανάπτυξη. Δεύτερον, μεμονωμένες χώρες όπως η Γερμανία μπορούν να πράξουν περισσότερα ώστε να ενισχύσουν το επίπεδο και τη σύνθεση της ζήτησης, περιλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων σε έργα υποδομής.
Τρίτον, απαιτείται πιο αποφασιστική δράση ώστε να αντιμετωπιστούν περιπτώσεις υπερβολικού χρέους σε χώρες όπως η Ελλάδα. Τέλος, όλοι αυτοί καλά θα κάνουν να συνεργαστούν αποτελεσματικότερα ώστε να ενισχύσουν τη νομισματική ένωση με ακόμη στενότερη δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ενοποίηση.
Η στασιμότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, ο πολλαπλασιασμός των αποπληθωριστικών απειλών και το υψηλό επίπεδο ανεργίας οφείλονται σε επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις σε κάθε έναν από αυτούς τους τομείς. Μέχρι σήμερα η ΕΚΤ έχει καταφέρει, στο πλαίσιο της δέσμευσής της ότι θα κάνει «ό,τι χρειαστεί», να καθησυχάσει τις αγορές, να ανακόψει τη δυσλειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα και σταδιακά να αποκαταστήσει αποτελεσματικότερη ροή κεφαλαίων προς την πραγματική οικονομία. Στην πορεία εξασφάλισε σημαντικό χρόνο στους πολιτικούς προκειμένου να οργανωθούν. Οι κεντρικοί τραπεζίτες τόσο δημοσίως όσο και πίσω από κλειστές πόρτες έχουν αναλάβει ηγετικό ρόλο περιγράφοντας ποιες θα πρέπει να είναι οι αλλαγές στην ακολουθούμενη πολιτική.
Ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ, έχει αναλάβει σημαντικά πολιτικά ρίσκα σε αρκετές περιπτώσεις, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να υπάρξει δημοσιονομική ευελιξία και να εφαρμοστούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΚΤ βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να αποτελεί τη μοναδική λύση. Σήμερα το διοικητικό της συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίσει αν θα τηρήσει στάση αναμονής ή αν θα διευρύνει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων, κάτι που θα μείωνε ακόμη περισσότερο τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ενώ θα αύξανε την αξία περιουσιακών στοιχείων που κρύβουν ρίσκο.
Αν η ΕΚΤ δεν προχωρήσει περισσότερο με την αντισυμβατική νομισματική πολιτική της, θα κατηγορηθεί ότι δεν κάνει ό,τι πρέπει ώστε να γλιτώσει την Ευρώπη από μια χαμένη δεκαετία. Στο κάτω κάτω είναι ο μοναδικός θεσμικός οργανισμός της Ευρώπης που διαθέτει σημαντική επιχειρησιακή λειτουργία και πολιτική αυτονομία. Αν όμως η ΕΚΤ επεκτείνει την ποσοτική χαλάρωση, θα θεωρηθεί ότι καταφεύγει στη χρήση ενός εργαλείου που είναι αναποτελεσματικό σε μεγάλο βαθμό και του οποίου οι παράπλευρες απώλειες μπορεί να είναι σημαντικότερες από τα οικονομικά πλεονεκτήματα που θα προσφέρει.
Ενώ λοιπόν η ΕΚΤ βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτό το δίλημμα, μόνο οι πολιτικοί μπορούν να προσφέρουν μόνιμη λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στους τέσσερις τομείς που προαναφέραμε. Οσο περισσότερο χρόνο χρειαστούν να το κάνουν, τόσο θα περιορίζεται η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της ΕΚΤ. Στοιχείο που με τη σειρά του θα οδηγήσει την Ευρώπη σε ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό, χρηματοπιστωτικό και κοινωνικό αδιέξοδο.