Επισημαίνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος
Οι εκλογές που καταφθάνουν θεμελιώνονται σε μια νέα αρχή πολιτικής νομιμοποίησης με σημαίνον όχι ακριβώς το τρίτο μνημόνιο, όπως θα περίμενε κάποιος ρεαλιστής, αλλά το «μη χείρον» για αποφυγή του Grexit, που σημαίνει «τρίτο μνημόνιο»! Άρα το τρίτο μνημόνιο δεν είναι το σημαίνον, όπως θα περίμεναν δεξιοί και αριστεροί ρεαλιστές, αλλά το σημαινόμενο που ορίζει μια «νέα» ηγεμονική σχέση στην Ελλάδα και μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της στην ΕΕ.
Σε αυτές τις εκλογές το σημαίνον είναι το «το μη χείρον βέλτιστον», δηλαδή το δίλημμα αποδοχή ή ανοχή της μνημονιακής πολιτικής, ώστε να αποφευχθεί το Grexit, το οποίο εμφανίζεται πλέον να αποτελεί – σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκλογές – τουλάχιστον την πρόθεση του κακού Σόϊμπλε!
Στις προηγούμενες εκλογές η πολιτική νομιμοποίηση εδράζετο στην παραδοχή πως οι εταίροι της Ελλάδας στην ευρωζώνη δεν θα τολμούσαν να ρισκάρουν έναGrexit, ενώ σε αυτές που έρχονται, στην πεποίθηση πως αυτή είναι η πρόθεσή τους, στην οποία η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να αντιδράσει πάση θυσία, κάνοντας ό, τι περνάει από το χέρι της για να μην πραγματοποιηθεί. Η διαφορά είναι σημαντική. Στις προηγούμενες εκλογές ήταν το μνημόνιο που σήμαινε αποφυγή του Grexit, ενώ σε αυτές που έρχονται είναι η αποφυγή του Grexit που σημαίνει μνημόνιο. Και πρόκειται για αντιστροφή του ιδίου διπόλου που ορίζει την ίδια και την αυτή μορφή ηγεμονίας.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ των λεγόμενων «μνημονιακών κομμάτων» από την «αντιμνημονιακή μας κυβέρνηση» ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ως προς το ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης δια του «το μη χείρον βέλτιστον»; Τα πρώτα αποδέχονται την μνημονιακή πολιτική ως μία αναγκαία ή γενικά αρνητική με κάμποσα θετικά στοιχεία κατάσταση, με το επιχείρημα ότι αποφεύγουμε κάτι που θα μπορούσε να είναι εντελώς επιζήμιο: το Grexit. Αντίθετα, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ανέχεται, μη έχουσα, όπως ισχυρίζεται άλλη επιλογή, την μνημονιακή πολιτική ως ανεπίτρεπτη και βλαπτική για το κοινωνικό και εθνικό συμφέρον διαδικασία, με το επιχείρημα ότι αποφεύγουμε κάτι που θα μπορούσε να είναι εντελώς επιζήμιο: το Grexit. Συνεπώς και στις δύο περιπτώσεις το σημαίνον της πολιτικής νομιμοποίησης είναι το αναφερόμενο ως εντελώς επιζήμιο, το Grexit. Και το σημαινόμενο, η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής της τρόικας, στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο που ορίζεται από την συγκεκριμένη πολιτική μεθοδολογία και πολιτική οικονομία, που θεσπίστηκαν με τον «ατομικό μηχανισμό διάσωσης και προσαρμογής της Ελλάδας στην ευρωζώνη», δηλαδή της αυταρχικώς νεοφιλελεύθερης προσέγγισης «σοκ και δέος» της τρόικας. Αυτή η σχέση σημαίνοντος-σημαινομένου ορίζει και την πραγματική διάσταση της ηγεμονίας που αφορά στο εσωτερικό της Ελλάδας και που ορίζει την θέση της στην ΕΕ και το παγκόσμιο σύστημα, όπως και την σχέση της με τους εταίρους της στην ευρωζώνη και στην ΕΕ.
Με άλλα λόγια, η πολιτική νομιμοποίηση της κυβέρνησης Τσίπρα, που μεθοδεύεται να αντληθεί στη βάση μιας πολιτικής πρακτικής που αρνείται ιδεολογικοπολιτικώς τα μνημόνια, τα οποία αυτή συνομολογεί με τους δανειστές της χώρας, ενώ ταυτόχρονα συναινεί να τους προσδώσει νομοθετική και διοικητική ισχύ, ορίζει με όμοιο τρόπο σε σχέση με τις προηγούμενες κεντροδεξιές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις, το ηγεμονικό καθεστώς που αφορά στην Ελλάδα και το οποίο ζήτησε και θα ξαναζητήσει την ψήφο του ελληνικού λαού για να ανατρέψει. Με ποιο τρόπο; Προφανώς δια του «εισοδισμού sui generis», που προϋποθέτει την μεταμφίεση της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς σε ριζοσπαστικό κέντρο (όπως το έδειξα σε προηγούμενο άρθρο μου) μέχρι να εδραιωθεί στο ηγεμονικό καθεστώς της ευρωζώνης παράλληλα με το ηγεμονικό καθεστώς της διαπλοκής στην Ελλάδα, έτσι ώστε να ανατρέψει και τα δύο από θέση ισχύος, που ασφαλώς θα νομιμοποιηθεί πολιτικώς με την επαναληπτική ψήφο του ελληνικού λαού.
Ασφαλώς όλα αυτά έχουν περισσότερη σχέση με τον «τροτσκισμό» παρά με την πολιτική πρακτική της ευρωπαϊκής αριστεράς, αλλά δεν είναι αυτό το κρίσιμο. Αυτό το οποίο θα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα ο Αλέξης Τσίπρας είναι πως αν δεν φροντίσει από αύριο κιόλας να μεταβάλει ριζικά την στρατηγική πολιτικής επικοινωνίας στην οποία τον έχει παγιδεύσει ο «κυβερνητικός του κύκλος», θα βρεθεί σε πολύ λίγο ο ίδιος και όχι τα μνημόνια, να αποτελεί ένα «floating or emptysignifier», μία σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα με τόσα σημαινόμενα που τελικώς δεν θα σημαίνει τίποτα. Εάν συνεχίσει ο κ. Τσίπρας να δομεί την πολιτική του ταυτότητα ενώπιον των εκλογών πάνω στην «πάση θυσία αποφυγή του Grexit» με παράλληλη άρνηση της τεχνοοικονομικής σκοπιμότητας και πολιτικής οντολογίας της μνημονιακής στρατηγικής της τρόικας, θα καταλήξει να ορίζει την πολιτική του προσωπικότητα στο πλαίσιο μίας σημειωτικής κενής περιεχομένου. Μιας σημειωτικής, με άλλα λόγια, κατά την οποία κάθε σημείο αναφοράς του που αφορά στην δημοκρατία και στην οικονομία της Ελλάδας με όρους παραγωγικής ανασυγκρότησης, θα μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε. Και σε κάθε περίπτωση, η σημασία των όσων λέει και διακηρύσσει ενώπιον των εκλογών ο κ. Τσίπρας θα διαμορφώνεται στο πλαίσιο των ηγεμονικών σχέσεων που ορίζονται από το τρίτο μνημόνιο σε αρμονική συνέχεια των δύο προηγούμενων.
Ως «floating or empty signifier» πλέον, ο κ. Τσίπρας για να επαναπροσδιορίσει προεκλογικώς την πολιτική του ταυτότητα, δεν θα έχει καμία άλλη επιλογή παρά να το πράξει αποκλειστικά τοποθετώντας τον εαυτό του σε ένα απολιτικό πλαίσιο απαλλαγμένο απολύτως από ιδεολογικές αναφορές, για να έρθει σε αντίθεση με τους κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς αντιπάλους του στην πολιτική αρένα της Ελλάδας, δομώντας την διαφορά από αυτούς στην βάση των «ισοδύναμων μέτρων». Άρα, η νέα αρχή πολιτικής νομιμοποίησης στην Ελλάδα και η «νέα» ηγεμονία σε αυτήν θα συνδέει το σημαίνον «πάση θυσία αποφυγή του Grexit» με το σημαινόμενο «μνημόνια» δια της επίκλησης των «ισοδυνάμων μέτρων» τα οποία θα εμφανίζονται ως οι καταλύτες της στρατηγικής της τρόικας. Ο κ. Τσίπρας ως εξ ορισμού αριστερός (που δεν δέχεται πως υπάρχουν πιο αριστεροί από αυτόν!) θα μπορούσε να υποσχεθεί «ισοδύναμα μέτρα» για την αντιμετώπιση των υφεσιακών και αντικοινωνικών προνοιών του «νέου» μνημονιακού προγράμματος, τα οποία θα εμφανίζονται ελκυστικότερα αυτών των κεντρώων αντιπάλων του και έτσι να κερδίσει το …κέντρο. Δηλαδή να οικειοποιηθεί έτσι το «όλον ΠΑΣΟΚ».
Είναι εφικτός αυτός ο στόχος; Ναι, θα μπορούσε να είναι, εάν ενισχύετο από την διαπλοκή στην Ελλάδα. Το ζήτημα είναι αν αυτός ο στόχος και η πολιτικάντικη τακτική που προϋποτίθεται για την επίτευξή του, ταιριάζει στο όραμα και στις φιλοδοξίες του ίδιου του κ. Τσίπρα και ασφαλώς αν αυτό συμφέρει για την πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας. Όχι, αυτό δεν είναι προοδευτική πολιτική! Είναι έκφραση νεοσυντηρητισμού. Και είναι επιλογή του κ. Τσίπρα να ακολουθήσει τον ένα δρόμο ή τον άλλο. Αν και σε αυτό μετεκλογικώς πει πως «δεν είχα άλλη επιλογή», τότε το κενό του σημαίνοντος θα καταστεί η μαύρη τρύπα που θα καταπιεί οποιοδήποτε σημαινόμενο που αφορά στην δημοκρατική ανάπτυξη της Ελλάδας και θα είναι κρίμα για τον ίδιο! Θέλω να παραμείνω αισιόδοξος, όπως αισιόδοξος εμφανίστηκε τις προάλλες ο Μανώλης Γλέζος: Ίσως οι λίγες μέρες ξεκούρασης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να του έδωσαν την ευκαιρία να αναστοχαστεί την πολιτική παγίδα στην οποία τον σπρώχνει το περιβάλλον του, προσφέροντάς του δήθεν διαφυγή. Τώρα έχει ακόμα επιλογή. Μετά τις εκλογές δεν θα έχει!