Με καινούρια δεδομένα θα κινηθούν οι τράπεζες την επόμενη χρονιά μιας και θα ισχύσουν τα δεδομένα της Βασιλεία IV από 1 Ιανουαρίου 2025.
Το 2025 ωστόσο θα αποτελέσει και χρονιά stress tests για τις τράπεζες οι οποίες θα πρέπει να έχουν προετοιμαστεί- ήδη το κάνουν- για τις απαιτήσεις που προβλέπουν οι κανονισμοί της καινούριας Βασιλείας.
Και μπορεί ασφαλώς η άσκηση να γίνει με στοιχεία που θα αφορούν το τέλος του 2024, θα καταγράψει ωστόσο ελλείψεις και κενά που τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να καλύψουν. Οι εκτιμήσεις μάλιστα δηλαδή τα σενάρια της άσκησης θα λάβουν και αυτά υπόψη νέα δεδομένα όπως για παράδειγμα τη μείωση των επιτοκίων και το κόστος που προοπτικά θα έχει αυτό στα έσοδα των τραπεζών.
Οι αλλαγές που επέφερε η Βασιλεία III εστίασαν κυρίως στην ενδυνάμωση της ποιότητας και της ποσότητας του εποπτικού κεφαλαίου των τραπεζών, δηλαδή τον αριθμητή του δείκτη εποπτικών κεφαλαίων.
Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται στη Βασιλεία IV προωθούν αλλαγές στον τρόπο που οι τράπεζες υπολογίζουν και ποσοτικοποιούν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού (risk weighted assets), δηλαδή με πιο απλά λόγια τον παρονομαστή του δείκτη εποπτικών κεφαλαίων.
Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού καλύπτουν διάφορα είδη κινδύνων (πιστωτικό, αγοράς, λειτουργικό, αντισυμβαλλόμενου, επιτοκιακό) και θεωρούνται θεωρούνται ασφαλώς ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό των εποπτικών κεφαλαίων.
Τρεις τομείς με σοβαρές αλλαγές
Οι προτεινόμενες αλλαγές μέσα από την Βασιλεία IV καθιστούν την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού κινδύνων περισσότερο ευαίσθητη σε διάφορους κινδύνους και επιπλέον επιβάλλουν περιορισμούς στη χρήση των εσωτερικών μοντέλων υπολογισμού των κινδύνων.
Οι αλλαγές της Βασιλεία IV εστιάζουν κυρίως α. στον υπολογισμό του κινδύνου αγοράς (πως επιδρούν για παράδειγμα τα ομόλογα στους ισολογισμούς των τραπεζών) β. σε στοιχεία εκτός ισολογισμού (πως δηλαδή οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν αχρησιμοποίητα μέχρι στιγμής όρια που έχουν στη διάθεσή τους ) και τέλος ο τρόπος με τον οποίον οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τις συμμετοχές.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να σημειωθεί πως βρίσκονται στον άμεσο ορίζοντα των τραπεζών οι οποίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προετοιμάζουν τους σχεδιασμούς τους.
Η προετοιμασία των τραπεζών
Για παράδειγμα οι τράπεζες εξετάζουν ενδελεχώς ή ήδη πραγματοποιούν κινήσεις συμμετοχών σε άλλες εταιρίες ή και σε άλλες τράπεζες του εξωτερικού μιας και κάτι τέτοιο από του χρόνου θα είναι τεχνικά πολύ πιο δύσκολο. Έτσι κινήσεις όπως αυτές στις οποίες προχώρησαν η Εθνική αλλά εκτιμάται πως θα λάβουν χώρα και από άλλες τράπεζες (συμμετοχή σε τρίτες εταιρίες) αποτελούν μια καλή επενδυτική διέξοδο για την υπερβάλλουσα ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων με λιγότερες διατυπώσεις από εκείνες που θα χρειαστούν σε δεύτερη φάση (το 2025 και μετά).
Ο κίνδυνος αγοράς είναι κάτι για το οποίο οι εποπτικές αρχές κάνουν πολύ λόγο σε ότι αφορά τις ελληνικές τράπεζες μιας και το ενεργητικό των τραπεζών φέρει πολλές εκδόσεις του Ελληνικού Δημοσίου. Σε ότι αφορά τα αχρησιμοποίητα όρια υπενθυμίζεται η πρόσφατη απόφαση της εποπτικής αρχής για τον τρόπο με τον οποίον θα πρέπει οι τράπεζες να χορηγούν στεγαστικά δάνεια (συσχέτιση με το εισόδημα κλπ).
Οι πρόνοιες
Το νέο εποπτικό πλαίσιο λοιπόν προβλέπει αύξηση των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για κάποιες κατηγορίες ανοιγμάτων, περιορισμό της χρήσης εσωτερικών μοντέλων στάθμισης κινδύνων που μέχρι σήμερα οδηγούσε σε χαμηλότερους συντελεστές στάθμισης σε σύγκριση με τους αντίστοιχους συντελεστές της τυποποιημένης μεθόδου, υποχρεωτική τήρηση δείκτη μόχλευσης και υιοθέτηση νέων κριτηρίων ρευστότητας.
Η αύξηση στα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού θα εξαρτηθεί από τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου δανείων (επιχειρηματικά, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, νοικοκυριά, στεγαστικά, καταναλωτικά), τα συνολικά ανοίγματα στις διάφορες κατηγορίες δανείων και το βαθμό χρήσης εσωτερικών μοντέλων στάθμισης κινδύνων. Οι όποιες ανάγκες επιπρόσθετων κεφαλαίων επέλθουν θα μπορούν να καλυφθούν είτε από τη συσσώρευση κερδών είτε από την άντληση ιδιωτικών κεφαλαίων.
Οι τράπεζες επανεξετάζουν ήδη το μοντέλο λειτουργίας τους
Σε ότι αφορά τη διάθεση πιστώσεων και υπηρεσιών προς την ευρωπαϊκή οικονομία ειδικά σε ότι αφορά τις ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές μιας και τα δάνεια που χορηγούν οι τράπεζες μετά την οικονομική κρίση που διήλθε η χώρα είναι υποπολλαπλάσια της καταθετικής τους βάσης.
Το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης περνά στην πραγματική οικονομία και έτσι μειώνεται η προσφορά δανείων προς τις επιχειρήσεις.
Όλα τα παραπάνω θα αποτελέσουν μια δύσκολη άσκηση για τις τράπεζες οι οποίες έχουν ήδη προχωρήσει σε αυτοματοποίηση των εργασιών τους μειώνοντας το κόστος λειτουργίας τους ώστε να αντιμετωπίσουν τα νέα αυξημένα εποπτικά φορτία.
Ειρήνη Σακελλάρη
Πηγή naftemporiki.gr