Σαράντα χρόνια μετά την 3η Σεπτέμβρη του 1974, η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να επηρεάζει την πολιτική κουλτούρα και την πορεία της χώρας. Στα δημοσιεύματα από το αποκαλυπτικό του βιβλίο «Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΝΩΡΙΣ» (Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ) που δημοσιεύσαμε τις προηγούμενες ημέρες, ο στενός συνεργάτης του Αντρέα Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός, περιέγραφε μια από τις σοβαρότερες καταθλιπτικές κρίσεις του αλλά και το πως η «αυλή» του Παπανδρέου υπονόμευε την οργάνωση του ΠΑΣΟΚ. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του κόμματος ωστόσο ήταν η ίδρυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Όπως περιγράφει ο Αυγερινός, βέβαια, το ΕΣΥ πολεμήθηκε πολύ, πριν εφαρμοστεί.
«Η εφαρμογή ενός συστήματος υγείας, πολύ περισσότερο ενός Εθνικού συστήματος υγείας, συγκρούεται αναπόφευκτα με εγκατεστημένα συμφέροντα που αποτρέπουν, ή παρακωλύουν, ή και εκτρέπουν ριζικές και ριζοσπαστικές παρεμβάσεις. Πάντα έτσι συμβαίνει, οι αλλαγές ενοχλούν και τρομάζουν, και όσο περισσότερο νεοτερικός και ανθρωποκεντρικός είναι ο νόμος που προτείνεται τόσο εντονότερες θα είναι οι αντιδράσεις. Επόμενο ήταν λοιπόν κάθε προσπάθεια για εθνικό σύστημα υγείας να είναι δύσκολη», αναφέρει ο Αυγερινός.
Η καθυστέρηση, όμως, της ίδρυσης ενός συστήματος υγείας στην χώρα δημιούργησε «μεγάλο κοινωνικό έλλειμμα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της κατάστασης ήταν η εμπορευματοποίηση της υγείας και η κυριαρχία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ενώ μεγάλο πρόβλημα παρέμενε η άνιση κατανομή των υπηρεσιών υγείας που ευνοούσε το κέντρο σε βάρος της περιφέρειας, τους ισχυρούς σε βάρος των αδυνάτων. Όλα αυτά και ιδιαίτερα η χαμηλή αποδοτικότητα του συστήματος και η στασιμότητα στην εξέλιξη των υπηρεσιών, οδήγησαν τον πολίτη στην αμφισβήτηση και την απόρριψη των αξιών του χώρου της υγείας, του γιατρού, του νοσοκομείου, του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, η οποία εκδηλώθηκε με τη μορφή μαζικής μετανάστευσης των ασθενών στο εξωτερικό, μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη. Η κατάσταση το 1981 ήταν απαράδεκτη. Μόνον εκείνη τη χρονιά ο αριθμός των νοσηλευθέντων σε ξένες χώρες με δαπάνες του δημοσίου και των μεγαλύτερων ασφαλιστικών οργανισμών ανήλθε στους 3.555 έναντι 476 το 1974, αύξηση 650%. Ο αριθμός όμως όσων κατέφυγαν στο εξωτερικό για νοσηλεία φτάνει τους 30.000. […] Στη Μόσχα καραβάνια καθημερινά οι Έλληνες. Πρώτοι από τους ξένους οι Έλληνες, δεύτεροι οι Μογγόλοι και τρίτοι οι Σύριοι».
Μια προσπάθεια σύστασης ενός Συστήματος Υγείας ήταν από τον υπουργό Σπύρο Δοξιάδη το 1980. Όμως τότε πολεμήθηκε πολύ από τον τομέα Υγείας της Νέας Δημοκρατίας – το κυβερνών τότε κόμμα. Η επόμενη προσπάθεια έγινε επί υπουργίας Αυγερινού το 1981-83. Τότε δέχθηκε τα πυρά τόσο της ΝΔ ως αντιπολίτευσης αλλά πολεμήθηκα και από «τους Ιατρικούς Συλλόγους, τα οργανωμένα συμφέροντα, πολλούς βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και το περιβάλλον του Πρωθυπουργού, με στήριζε όμως το κόμμα». Περιγράφει επ’ αυτού ο Π. Αυγερινός:
«Τον Νοέμβρη του ’82, το σχέδιο νόμου για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) είχε ολοκληρωθεί και δόθηκε στους βουλευτές και τους ενδιαφερόμενους φορείς προκειμένου να εκφράσουν τις απόψεις τους.
Μόνη και αναγκαία λύση στο αδιέξοδο εκείνης της εποχής ήταν η άμεση και ριζική αλλαγή των θεσμών στην παροχή των υπηρεσιών υγείας, αφού το πρόβλημα ήταν κύρια θεσμικό. Η δημιουργία εθνικού συστήματος για την υγεία αποτελούσε ιστορική και πολιτική ανάγκη και, βέβαια, δεν είχα αυταπάτες, γνώριζα ότι το μέγεθος της επιτυχίας του θα εξαρτιόταν από την προσαρμοστική του ικανότητα. Τα χαρακτηριστικά του συστήματος όριζαν η αποκέντρωση, ο ενιαίος φορέας, η ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και ο θεσμός του γιατρού πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
[…] Με την έναρξη του καινούργιου χρόνου1983 άρχισαν, όχι μόνο να πυκνώνουν οι αντιδράσεις, αλλά και να αποκτούν δυναμικό χαρακτήρα. Είχε περάσει αρκετός χρόνος από τον Οκτώβρη του ’81 και είχαν οργανωθεί οι αντιστάσεις, αντιστάσεις που είχαν περάσει τις απόψεις τους σε βουλευτές, σε πολλά κυβερνητικά στελέχη, μέχρι την κορυφή. Είχαν καταφέρει να στελεχώσουν ακόμη και το γραφείο του πρωθυπουργού με «ειδικά εντεταλμένους» συμβούλους αρνητικά τοποθετημένους σε κάθε αλλαγή στο χώρο της υγείας.
Το θέμα όμως ήταν γενικότερο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες βρέθηκε αντιμέτωπη με τις αντιστάσεις του κοινωνικού συντηρητισμού που είχε επηρεάσει πολλά στελέχη του επίσημου-κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Οργανωμένες ομάδες αντιστέκονταν στη δημιουργία εθνικού συστήματος για την υγεία. Οι αντιδράσεις στη μεταρρύθμιση του συστήματος προβάλλονταν, όπως και στην προσπάθεια Δοξιάδη, από τους λειτουργούς του συστήματος και κυρίως από τον ιατρικό κόσμο, με τα συνηθισμένα επιχειρήματα, ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και υποβαθμίζεται η ποιότητα παροχής υπηρεσιών υγείας, καθώς και από το οικονομικό-ασφαλιστικό σύμπλεγμα, το οποίο υποστήριζε ότι παραβιάζεται το ελεύθερο της παροχής υπηρεσιών των ασφαλιστικών οργανισμών.
Οι αντιδράσεις στον θεσμικό τομέα αναφέρονταν: α) στον κοινωνικό έλεγχο, β) στο θεσμό του γιατρού πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, γ) στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και δ) στον ενιαίο φορέα υγείας. Στο λειτουργικό μέρος έλεγαν τα ίδια στερεότυπα, πού θα βρείτε τα λεφτά, είναι νωρίς για τέτοια ανοίγματα, θα φύγουν οι καλοί γιατροί, θα υποβαθμιστεί η ιατρική κ.ά. Τα ίδια μ’ αυτά που έλεγαν οι Νεοδημοκράτες γιατροί στον Σπύρο Δοξιάδη».
«Οι σχέσεις μου με το γραφείο του Πρωθυπουργού δεν ήταν από την αρχή καλές. Δεν είχαν περάσει δυο μήνες στην κυβέρνηση, στις 3 Γενάρη 1982, και προέκυψε το πρώτο κρίσιμο θέμα παραμονής μου, όταν πληροφορήθηκα ότι με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών Μένιου Κουτσόγιωργα καταργούνται οι θέσεις των διευθυντών στο δημόσιο. Αυτό σήμαινε ότι έφευγαν όλοι οι διευθυντές κλινικών των νοσοκομείων, ότι δεν θα λειτουργήσουν τα νοσοκομεία. Στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων δήλωσα ότι αυτό δεν μπορεί να αφορά τα νοσοκομεία και θα ζητήσω αμέσως να μην ισχύσει αυτή η απόφαση για το χώρο της υγείας. Όταν ανακοινώθηκε η δήλωσή μου ο Μένιος, χωρίς να επικοινωνήσει μαζί μου, με κατήγγειλε στον Πρωθυπουργό ως διασπαστή της κυβερνητικής συνοχής. […]
Σκέπτομαι τώρα πόσο φουριόζικο ήταν το ξεκίνημά μας και πόσο γρήγορα μας κούρασε. Σταματήσαμε νωρίς, σταματήσαμε όταν δεν έπρεπε, γιατί προχωρούσαμε απρογραμμάτιστα. Το ενδιαφέρον μας άρχισε να προσανατολίζεται στη διατήρηση της εξουσίας κι αυτό μας υποχρέωνε σε κάθε μας βήμα να υπολογίζουμε το πολιτικό κόστος, να υποχωρούμε και να εγκαταλείπουμε τις προγραμματικές μας εξαγγελίες. Ο Μένιος Κουτσόγιωργας αποφάσισε, πριν συζητηθεί το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο, πριν καν επικοινωνήσει με τους συναρμόδιους Υπουργούς και χωρίς να μελετηθούν οι συνέπειες της κατάργησης των θέσεων διευθυντών, να το ανακοινώσει μόνος. […] Τελικά η απόφαση για τους γιατρούς δεν ίσχυσε, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε. Με την κατάργηση όμως των Γενικών Διευθυντών πολιτικοποιήσαμε τη Δημόσια Διοίκηση. Ήταν λάθος».
«Στις 14 Φεβρουαρίου 1983 ζήτησε ο Πρόεδρος να τον ενημερώσω για το νομοσχέδιο της υγείας. Η συζήτηση ήταν σύντομη. Δεν νομίζω πως έδειχνε πολύ ενδιαφέρον, οι ερωτήσεις του ελάχιστες, δε μου έλεγε τι τελικά θέλει. Όταν τελειώσαμε η απάντησή του το έδειξε, «θα το ξανασυζητήσουμε», που σήμαινε δεν τελειώσαμε. Λίγο-πολύ καταλάβαινα τι εννοούσε, το κλίμα στις σχέσεις μας είχε αλλάξει. Γνώριζα ότι δέχεται καταγγελίες από πολλούς και ιδιαίτερα από το στενό του περιβάλλον, τους συμβούλους του, για το νόμο και για μένα προσωπικά. Οι πιέσεις που δεχόταν ήταν συνεχείς, του ζητούσαν να μην κατατεθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο που ετοίμασε το Υπουργείο για την υγεία και βέβαια να αλλάξει τον Υπουργό. Έβλεπα και τη συμπεριφορά των βουλευτών, δε δέχονταν εξωκοινοβουλευτικούς Υπουργούς. Δε μου μένει αμφιβολία ότι ο Πρόεδρος ήταν σ’ αυτή τη λογική, ότι είχε αποδεχτεί τα αιτήματα του περιβάλλοντός του.
[… Τον Απρίλιο του 1983] στο Καστρί την ώρα που έφευγα, στις σκάλες, μου είπε, «δεν είναι κατάλληλη εποχή για το ΕΣΥ τώρα, άστο ας καθυστερήσει λίγο». Του ψέλλισα ότι «το περιμένει ο κόσμος, το υποσχεθήκαμε, θα είμαστε αναξιόπιστοι, αν δε γίνει τώρα πότε θα γίνει;» Γύρισε οργισμένος και μου είπε «εγώ θα ορίσω τι θα γίνει». Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Είναι δυνατόν ο Αντρέας που από την 3η του Σεπτέμβρη ’74 και από τις προεκλογικές εξαγγελίες συνεχώς επαναλάμβανε ότι η υγεία θα είναι η πρώτη προτεραιότητα της κυβερνητικής του πολιτικής, να λέει, ή μάλλον να τον έχουν πείσει, ν’ αφήσουμε γι’ αργότερα το νόμο για την υγεία;».
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Ανδρέας παγιδεύτηκε σε επιχειρηματολογίες του τύπου «οι γιατροί, οι πανεπιστημιακοί, οι φαρμακοποιοί και οι φαρμακοβιομήχανοι θα εγκαταλείψουν το ΠΑΣΟΚ», όπως μου έλεγε κορυφαίος Υπουργός μας «μ’ αυτά που κάνεις θα χάσουμε τους γιατρούς».Επικοινώνησα με το δημοσιογράφο στο «ΒΗΜΑ» και του είπα να γράψει ότι το Υπουργείο του δήλωσε πως το Ν/Σ θα ψηφιστεί όπως είναι, χωρίς ακρωτηριασμούς. Οι συνεργάτες μου δε συμφωνούσαν, μου είπαν ότι αυτό σημαίνει σύγκρουση και δε χρειάζεται να την προκαλέσω εγώ τώρα. Δεν τους άκουσα γιατί ήμουν βέβαιος ότι αυτά δεν τα έδινε ο Ανδρέας, ήταν πρωτοβουλίες του περιβάλλοντός του που λειτουργούσε χωρίς να τον ενημερώνει. […]Πριν φύγει για τη Γαλλία ο Πρόεδρος, στη συνεδρίαση του Ε.Γ. στο Καστρί, μου είπε «..όταν γυρίσω θα σε ειδοποιήσω με το Λιβάνη, πρέπει να συζητήσουμε». Δε με κάλεσε. Τότε, στο Καστρί, μου είπε η Βάσω ότι διαδίδεται πως εκβιάζω τον Πρωθυπουργό με απεργία γιατρών..!! Είναι τρομερό, μέχρι τώρα ήταν κακοί, τώρα γίνονται και άθλιοι».
«Αυτός ο μηχανισμός των μυστικοσυμβούλων μπορεί και παρεμβαίνει στη λήψη των αποφάσεων. Ιστορικά το συναντάμε αυτό το παρεμβατικό πρότυπο να παραμένει και να παρεμβαίνει οσάκις επιχειρήθηκε να δρομολογηθούν μεταρρυθμιστικές αλλαγές. Λειτουργούν και στοχεύουν σε δικές τους επιλογές, ή είναι εκφραστές συμφερόντων. Καταφέρνουν να χωθούν στα γραφεία Πρωθυπουργών και Υπουργών και φτάνουν να μπορούν να επηρεάζουν αποφάσεις».
«Στις 10 Αυγούστου πρωί-πρωί μου τηλεφώνησε ο Αντώνης Λιβάνης «..όλη τη νύχτα Παρασκευά είχαμε φασαρίες, υπήρξε μεγάλο θέμα, δεν το υπέγραφε ο Υπουργός Οικονομικών Δημήτρης Κουλουριάνος». Πρώτη φορά άκουγα για τις αντιδράσεις του Κουλουριάνου. Το μεσημέρι στις 12:15ϳ κατατέθηκε στη Βουλή και το απόγευμα με κάλεσε ο Πρόεδρος στο Καστρί να το ανακοινώσουμε μαζί. Είμαστε στον κήπο, βαδίσαμε λίγο και χωρίς να με κοιτάζει, με διαφορετικό τόνο φωνής μου είπε, «..δεν το υπέγραφε, έμεινα ξενύχτης, είχα αποφασίσει να φύγει, το πρωί θα άλλαζα Υπουργό. Μήπως κάναμε και τίποτα άλλο; Έπρεπε να τελειώνουμε, είναι το μεγαλύτερο νομοσχέδιο που φτιάξαμε, δεν ξέρω αν θα κάνουμε κάτι μεγαλύτερο». Δεν πίστευα αυτά που άκουγα, μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ειλικρινής, ήταν ο Ανδρέας που γνώριζα, ο ίδιος ο Ανδρέας και όχι κάποιος από τους αντ’ αυτού. Είχαν βέβαια σιγήσει εδώ και λίγες μέρες οι σύμβουλοί του, με είχαν αφήσει ήσυχο. Μεγάλη μέρα, θα ’θελα να τα ξεχάσω όλα».
«Το ΕΣΥ έγινε νόμος του κράτους και, για μεγάλο μέρος του λαού θεωρήθηκε σύμβολο της αλλαγής. Το ζητούσε ο κόσμος, δεν το ήθελαν όμως τα πολλά και μεγάλα διαμορφωμένα συμφέροντα στο χώρο της υγείας, τα οποία επηρέασαν τον πολιτικό φορέα που το επαγγέλθηκε με αποτέλεσμα να το αρνηθεί. Είχαν καταφέρει να κάνουν πολέμιους του ΕΣΥ το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ και αρκετούς βουλευτές του».
«Μετά την ψήφιση του ΕΣΥ τελειώνει και η δικιά μου παρουσία στο Υπουργείο. Και πολύ κράτησε, το περίμενα μέρα με τη μέρα. Έπρεπε να αναλάβει άλλος την εφαρμογή του νόμου, δεν ήμουν εγώ πια Υπουργός της εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού. Κι αυτό ήταν το σωστό, με το κλίμα που είχε δημιουργηθεί δεν έπρεπε να μείνω. Βιάστηκα, για όσο θα ’μενα ακόμη, να ζητήσω από τα νοσοκομεία της επαρχίας τους νέους κανονισμούς λειτουργίας τους για να προκηρυχθούν οι θέσεις ιατρικού προσωπικού. Θεωρούσα ότι έπρεπε να συμπληρωθούν πρώτα τα επαρχιακά νοσοκομεία, η Αθήνα έπρεπε να μείνει ανοιχτή, θα ακολουθούσε μετά. Αυτό ξεσήκωσε τους γιατρούς της Αθήνας και δυστυχώς τους νέους γιατρούς, που ήθελαν να μείνουν όλοι στη Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, κηρύσσοντας απεργία. Αυτό ευκόλυνε τον Πρωθυπουργό να απαλλαγεί από μένα, ήταν και η αφορμή που έπρεπε να υπάρξει για να φύγω και στις 16 Γενάρη του ’84 το μεσημέρι, στις 2:00΄, ο Μιχάλης Ζιάγκας μου έφερε το γράμμα της απόλυσης, αντικατάσταση την ονόμαζε. Ανακουφίστηκα, τόσους μήνες την περίμενα. Έβγαλα τη θηλιά από το λαιμό μου, ήταν η πιο καλή μέρα της πολιτικής μου ζωής».