Η επί μήνες συνεχιζόμενη «διελκυστίνδα» μεταξύ ΤΧΣ και σχήματος επενδυτών για την ιδιωτικοποίηση της Τράπεζας Αττικής, μας δίνει κίνητρο για να ξαναδούμε τη χρησιμότητα αυτού του θεσμού και τις υπερεκτιμημένες ή και υποτιμημένες δυνατότητές του να παρέμβει και να επηρεάσει αποτελεσματικά τη λειτουργία της τραπεζικής αγοράς.
ΗΛΙΑΣ ΠΕΝΤΑΖΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΙΣΠΟΣ *
Η επι μήνες συνεχιζόμενη “διελκυνστίδα” μεταξύ ΤΧΣ (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) και σχήματος επενδυτών για την ιδιωτικοποίηση της Τράπεζας Αττικής, μας δίνει κίνητρο για να ξαναδούμε την χρησιμότητα αυτού του θεσμού και τις υπερεκτιμημένες ή και υποτιμημένες δυνατότητες του να παρέμβει και να επηρεάσει αποτελεσματικά την λειτουργία της τραπεζικής αγοράς.
Για να συνδεθούμε με το χθές, το Ταμείο ιδρύθηκε ως ΝΠΙΔ, (Ν.3864/10) με αρχικό σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. Με άλλα λόγια ενα “μαξιλάρι” μεταξύ κράτους και τραπεζών, που να εξασφαλίζει οτι η όποια κεφαλαιακή ενίσχυση θα είναι σύννομη με τους ευρωπαικούς κανόνες, θα περιορίζει τον έλεγχο του κράτους επι των τραπεζών και επιπλέον θα ξασφαλίζει τα συμφέροντα των θεσμικών οργάνων που λειτουργούν ως δανειστές.
Απο το 2015, ο σκοπός επεκτάθηκε οχι μόνο στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος αλλά και στη προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Με αλεπάλληλες δε προσθήκες μέχρι και το 2022, το Ταμείο επέκτεινε τα “δικαιώματα” του στα τραπεζικά ιδρύματα (εννοείται σε οσα έχει συμμετοχή) και ασκεί ισχυρή επιρροή στις εξελίξεις τους (λεπτομέρειες στις κατα καιρούς τροποποιητικές αποφάσεις του αρχικού νόμου). Το Ταμείο κατέχει σήμερα στη Τρ. Αττικής το 62,9 %, στην ΕΤΕ 40,4 %, στη Πειραιώς 27,0 %, στην ALPHA 9,0 % και στη Eurobank 1,4 %.
Το Ταμείο είναι μεν μέτοχος στις τράπεζες (για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου) αλλά διαθέτει σχετική αυτονομία αφού παράλληλα λειτουργεί και ως εγγυητής υπέρ του ESM, αποτρέποντας βλαπτικές ενέργειες του Ελληνικού Δημοσίου εναντίον του. Επίσης, λόγω αρμοδιοτήτων, μπορεί περιοδικά να υπάρχει και διαφοροποίηση με το Υπ/γείο Οικονομικών ή την Τράπεζα της Ελλάδος, λόγω διαφορετικής οπτικής ή ιεράρχησης σε επίκαιρα θέματα, όπως η διαδικασία ΑΜΚ ή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή η εταιρική διακυβέρνηση.
Γενικά το ΤΧΣ εχει δεχθεί αρκετή κριτική ως ενας αρκετά αμφιλεγόμενος οργανισμός. Ο εκ γενετής πολλαπλός χαρακτήρας του ως μέτοχος και επόπτης και ρυθμιστής, η προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ Δημοσίου, τραπεζών και θεσμών αλλά και η ασάφεια κάποιων αρμοδιοτήτων του, δημιούργησαν κλίμα δυσπιστίας και αντιπαλότητας, το οποίο τελικά επιβράδυνε την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης και συγκεκριμένης στρατηγικής, με επίπτωση στην αποτελεσματικότητα του.
Αξίζει να σημειωθεί οτι στη τροποποίηση του 2015, ο υπερβάλλων ζήλος των θεσμών επέβαλλε στο ΤΧΣ αλλά και στις τράπεζες, ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης που κατ’ αυτούς είχε ανάγκη το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Πλήν όμως το πλαίσιο ήταν μακράν απο τις διεθνώς, ισχύουσες πρακτικές, αγνόησε τις εγχώριες τραπεζικές ιδιαιτερότητες, με αποτέλεσμα την απώλεια της “ελληνικότητας” του τραπεζικού συστήματος συν την επιβολή προσώπων και “στρατηγικών”, όπου συμφέροντα και φιλοδοξίες βρήκαν πρόσφορο έδαφος και οδήγησαν σε φαινόμενα αλαζονείας ή και κακοδιαχείρισης.
Είναι κοινό μυστικό, χωρίς να παραγνωρίζεται η σημαντική τεχνογνωσία του (η αξιοποίηση της οποίας παραμένει ζητούμενο), ότι το Ταμείο είναι πλέον ένας δύσκαμπτος, γραφειοκρατικός και κοστοβόρος οργανισμός (σε αμοιβές και υπηρεσίες) όπου το ισοζύγιο κόστους-οφέλους δεν φαίνεται να είναι θετικό.
Έχοντας υπόψιν τα παραπάνω, αβίαστα προκύπτουν ερωτήματα, όπως “τί προσφέρει η ύπαρξη του ΤΧΣ στη σημερινή του μορφή”, “τι μέλλον έχει στις συνθήκες που διαμορφώνονται σήμερα στην τραπεζική αγορά”, “θέλει άραγε το Δημόσιο να συμμετέχει ως μέτοχος ή επενδυτής στίς τράπεζες”; Αν η απάντηση στο τελευταίο είναι οχι, η οριστική λήξη του ΤΧΣ στο τέλος του 2025 είναι δεδομένη. Αν η απάντηση όμως είναι ναι, τι ρόλο θα έχει ο φορέας αυτός; Διευρυμένος ή περιορισμένος; Το κράτος οφείλει να αποφασίσει οριστικά αν έχει την διάθεσή να συμμετάσχει στο τραπεζικό γίγνεσθαι οχι απλά και μόνο με όρους κεφαλαιακής συμμετοχής αλλά και με την χάραξη μιας μακροπρόθεσμης χρηματοπιστωτικής πολιτικής, με συγκεκριμένους αναπτυξιακούς στόχους (αφού μελετήσει και αποφύγει τις στρεβλώσεις του παρελθόντος).
Περάσαμε πλέον στη μεταμνημονιακή εποχή και ερμαφρόδιτα σχήματα που δημιουργήθηκαν στις τότε συνθήκες, έχουν ελάχιστη προστιθέμενη αξία σήμερα. Η ρεαλιστική λύση θα ήταν, η υποκατάστασή του από το ίδιο το Δημόσιο μέσω ΥΠΟΙΚ ή εναν άλλον σύγχρονο φορέα, τύπου ΟΔΔΗΧ, με σαφώς προσδιορισμένους στόχους και αρμοδιότητες, που θα αξιολογούνται συνεχώς από το αρμόδιο Υπουργείο και γιατί οχι και από τη Βουλή (αυτονόητο, με νομοθετική ρύθμιση και προηγούμενη ενημέρωση των θεσμών).
* Ο κ. Ηλίας Πεντάζος είναι χρηματοοικονομικός σύμβουλος, τ. γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής, τ. πρόεδρος ΟΔΔΗΧ.
** Ο κ. Δημήτρης Γρίσπος είναι χρηματοοικονομικός σύμβουλος, ACCA, MBA.