Γράφει η Πηνελόπη Μητρούλια
«Είναι αδιανόητο τις αυξήσεις να τις καθορίζουν οι ανεξάρτητες αρχές. Δεν είναι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας που θα καθορίζει τις τελικές τιμές είτε των πωλητών, είτε των επιχειρήσεων. Είναι θέμα μείζον που συνδέεται με την πορεία της χώρας. Χρειάζεται να υπάρχει πολιτική ευθύνη και αυτή, την έχει η κυβέρνηση».
Πίσω από αυτές τις φράσεις του υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Παναγιώτη Λαφαζάνη κρύβεται η βαθύτερη ουσία του «πολέμου» που έχει ξεσπάσει από την περασμένη Παρασκευή γύρω από την αύξηση του τέλους υπέρ των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, που αποφασίστηκε στο τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου από τη ΡΑΕ και γνωστοποιήθηκε μόλις στις αρχές Μαρτίου.
Την πρώτη βολή που πυροδότησε τον «πόλεμο» έριξε ο ίδιος ο κ. Λαφαζάνης μιλώντας για απαράδεκτη μνημονιακή απόφαση, για μακιαβελικές πρακτικές και για συμπαιγνία της ΡΑΕ με την προηγούμενη κυβέρνηση σε ότι αφορά τη δημοσιοποίηση της με στόχο να προκληθούν δυσμενείς εντυπώσεις σε βάρος της νέας κυβέρνησης.
Ακολούθησε σειρά ανακοινώσεων από ΝΔ, τη ΡΑΕ, τη ΔΕΗ, τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά και το βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Λοβέρδο που κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή εστιάζοντας στην ουσία της υπόθεσης και ζητώντας από τον κ. Λαφαζάνη να πάρει θέση όσον αφορά το ρόλο της ΡΑΕ.
Όμως, ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης έχει ήδη πάρει θέση επί του θέματος αφού από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντα του, αλλά και στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, είχε ξεκαθαρίσει ότι σκοπεύει να αναλάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες για τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ. Ο ίδιος μάλιστα έκλεισε χθες τον κύκλο της αντιπαράθεσης επιβάλλοντας στη ΡΑΕ να επανεξετάσει και να αναθεωρήσει την απόφαση της. Και πράγματι η ολομέλεια της ανεξάρτητης αρχής, θα συνεδριάσει ζητώντας από τους εμπλεκόμενους νέα στοιχεία, ή με απλά λόγια αναζητώντας το «τυπικό περιτύλιγμα» της απόσυρσης της προηγούμενης απόφασης της.
Ο πόλεμος λοιπόν είναι ιδεολογικός και το ερώτημα που τίθεται είναι διαχρονικό: «Ποιος κυβερνά επιτέλους αυτόν τον τόπο;» Οι πολιτικοί που διαθέτουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση και ασκούν την εξουσία στο όνομα της πλειοψηφίας των πολιτών που τους εξέλεξαν; ή μήπως, οι ανεξάρτητες αρχές που συγκροτούνται από διορισμένα στελέχη και ενίοτε λογοδοτούν σε υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού καλούνται να εφαρμόσουν την ευρωπαϊκή νομοθεσία;
Η περίπτωση της ΡΑΕ είναι πολύ χαρακτηριστική. Άλλωστε ο απερχόμενος πρόεδρος της Αρχής, Νίκος Βασιλάκος, το 2012 είχε απευθυνθεί στον τότε Επίτροπο Ενέργειας Γκίντερ Έτινγκερ, ζητώντας την παρέμβαση του για να εξαιρεθεί η ΡΑΕ από τους μνημονιακούς περιορισμούς στους μισθούς και το καθεστώς προσλήψεων του προσωπικού της. Και ο κ. Έτινγκερ έσπευσε να στείλει επιστολή στον τότε υπουργό Ενέργειας Γιώργο Παπακωνσταντίνου καλώντας τον να προχωρήσει σε «κατάλληλη τροποποίηση του Ενεργειακού Νόμου ή οποιαδήποτε άλλη νομοθετική ρύθμιση θεωρηθεί καταλληλότερη, το συντομότερο δυνατό» ώστε η ΡΑΕ «να χρησιμοποιεί τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό της όπως αυτή θεωρεί σκόπιμο, θέτοντας τους δικούς της εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας» προκειμένου να είναι σε θέσει να εφαρμόσει το λεγόμενο Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο.
Είναι απολύτως σαφές ότι ο κ. Λαφαζάνης δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί κάτι τέτοιο.
Το ερώτημα είναι εάν και σε ποιο βαθμό, θέλει και μπορεί να ανατρέψει το οικοδόμημα της αγοράς ενέργειας, που χτίζεται αργά αλλά σταθερά την τελευταία εικοσαετία από την ΕΕ;