Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Λόγω δουλειάς, δεν «ακούω» τις ομιλίες στη ΔΕΘ. Τι εννοώ: όταν «κρατάς» σημειώσεις, ακούγοντας έναν πολιτικό αρχηγό σε real time, δεν καταλαβαίνεις πραγματικά τι είναι αυτό που εννοεί. Έκατσα, λοιπόν, και ξαναδιάβασα την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως έκανα το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και με αυτή του Αλέξη Τσίπρα.
Είναι σίγουρο ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς κόσμους. Με δύο διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις, ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης, διαφορετικό επίπεδο κατάρτισης και εξοικείωσης με διάφορα ζητήματα και στο τέλος με διαφορετική πολιτική κουλτούρα. Κι όμως, είναι πολλοί συμπολίτες μας που, απογοητευμένοι από την αχανή μνημονιακή περιπλάνηση, κατά την οποία κατερρίφθη κάθε προηγούμενη βεβαιότητα στη χώρα, σκέφτονται πλέον ως ιδανική εναλλακτική την αποχή, γιατί τίποτε δεν τους κάνει ιδιαίτερη διαφορά
Στις εκλογές, όμως, θα αντιπαρατεθούν δύο ευκρινώς διαφορετικά μοντέλα. Δεν είμαι σε καμία περίπτωση της άποψης ότι αυτά που λένε Τσίπρας και Μητσοτάκης είναι τα ίδια. Είναι προδήλως διαφορετικά. Είναι δύο διαφορετικά μοντέλα οικονομικής πολιτικής, δύο διαφορετικά μοντέλα διακυβέρνησης, δύο εντελώς διαφορετικά οράματα.
Κι όμως, ενώ οι διαφορές αυτές είναι για μένα ιδιαίτερα εμφανείς, μου είναι επίσης σαφές ότι οι επόμενες εκλογές θα πρέπει να είναι ένα ορόσημο, προκειμένου να χτιστούν νέες γέφυρες, όχι να βαθύνει τα χαρακώματα του διχασμού που ανοίγεται.
Όσο κάποιοι πολώνουν με όρους ασύμμετρους, τρεφόμενοι από την ένταση, τόσο «χάνουμε» κόσμο. Τόσο πολίτες αισθάνονται ότι όλη αυτή η συζήτηση που γίνεται δεν τους αφορά. Ότι ακούνε μόνο φωνές και κραυγές, αλλά καμία λύση στα πολλά και συσσωρευόμενα προβλήματά τους. Ακόμα και η επιχείρηση πόλωσης ως στρατηγική για να συγκρατήσει ένα κόμμα την εκλογική του δύναμη, ανοίγει βαθιές πληγές στο σώμα της καραβοτσακισμένης Δημοκρατίας και καταρρακώνει την (όποια) εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς και πολιτειακούς θεσμούς.
Στις επόμενες εκλογές, συνεπώς, πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά για το μέλλον της χώρας. Να αποφασίσουμε, επιτέλους, τι χώρα θέλουμε να είμαστε. Τα Μνημόνια, το εθνικό μας φύλλο συκής, τελειώνουν τύποις, αφήνοντας, βέβαια, πίσω ένα αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο. Και τώρα, τι θα κάνουμε; Πώς θα πορευτεί η χώρα, αν δεν γίνει μια σοβαρή συζήτηση για το πώς πρέπει να λειτουργεί η χώρα; Πώς πρέπει να λειτουργεί η οικονομία; Οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, το δημόσιο; Τι θεσμούς θέλουμε; Τι μοντέλο διακυβέρνησης θέλουμε; Όχι πρόσωπα, νοοτροπία διοίκησης!
Η Ελλάδα της επόμενης μέρας, λοιπόν, πρέπει να διαπνέεται από σοβαρότητα. Ακούγεται κλισέ, ακούγεται αυτονόητο, αλλά δεν είναι, ιδίως με όσα έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Πρέπει να τίθενται σαφείς στόχοι και να ξέρουμε πώς μπορούμε να τους πετύχουμε. Πρέπει οι παραγωγικές δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας, αυτές που συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί νέος πλούτος, να αφεθούν ελεύθερες. Οι πολίτες να πάρουν ανάσα, αλλά, παράλληλα, να μην μείνουν μόνοι τους και όσοι στα χρόνια της κρίσης έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η μικρή Ελλάδα κάθεται και κοιτά αμήχανη το τρένο της προόδου να περνά.
Όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν. Δεν αλλάζουν ετσιθελικά, αλλά με σχέδιο. Ξαναδιαβάστε τα κείμενα Τσίπρα και Μητσοτάκη, υπάρχουν εκεί αρκετές απαντήσεις. Καλά τα ευφυολογήματα, οι θεωρίες, τα τσιτάτα και οι εύκολες ατάκες για την αντιπαράθεση στα παράθυρα. Χρειαζόμαστε μια γέφυρα στο μέλλον και μια γέφυρα μεταξύ πολιτών και πολιτικής. Και χρειαζόμαστε, επιτέλους, έναν σοβαρό άνθρωπο στον πρωθυπουργικό θώκο που δεν θα εκπληρώνει απλά μνημονιακά προαπαιτούμενα για να πάρει μια ακόμα ανάσα, αλλά θα έχει ένα συγκροτημένο, στρατηγικό σχέδιο, για να πάρει ξανά μπροστά η μηχανή της παραγωγικής Ελλάδας.
Και αυτό δεν μπορεί να περιμένει άλλο.