Η δημοσίευση φωτογραφιών με την πλήρη εικόνα του ψηφιδωτού αναμένεται την Πέμπτη ή την Παρασκευή, αναλόγως του προγράμματος που ορίζει το ΥΠΠΟ και οι ανασκαφείς. Ως τότε όμως, τα άγνωστα πρόσωπα του Τύμβου Καστά, η ταυτότητα των οποίων αναζητείται με μεγάλο ενδιαφέρον και ανυπομονησία, πολλαπλασιάζονται.
Εκτός από τον άνθρωπο που παράγγειλε και χρηματοδότησε το μνημείο, τον ή τους νεκρούς στους οποίους αφιερώθηκε, εκτός από τον αρχιτέκτονα που ανέλαβε να σχεδιάσει και να επιβλέψει την κατασκευή του γιγαντιαίου Τύμβου, υπάρχει πλέον και ο καλλιτέχνης στον οποίον οφείλεται το εκπληκτικής τέχνης και τεχνικής ψηφιδωτό του δεύτερου θαλάμου.
Μολονότι αποτελούσε μάλλον εξαίρεση, παρά κανόνα, τα ψηφιδωτά περιελάμβαναν ενίοτε την υπογραφή του δημιουργού τους. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του «αυτογράφου», είναι η επιγραφή «Ηφαιστίων Εποίει» η οποία διακρίνεται σε ψηφιδωτό του β’ τετάρτου του 2ου π.Χ. αιώνα. Βρέθηκε πολύ μακριά από την Αμφίπολη, στο Πέργαμον της Μικράς Ασίας και φυσικά αναφέρεται σε έναν ψηφοθέτη (τεχνίτη) Ηφαιστίωνα και όχι στον επιστήθιο συνοδοιπόρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο, η συνωνυμία μοιάζει με ειρωνία της ιστορίας, εφόσον μία από τις πιο εύλογες υποθέσεις για τον νεκρό του Τύμβου Καστά είναι ο Ηφαιστίων.
Η ομότιμη καθηγήτρια Αρχαιολογίας κα Γιώτα Ατζακά, στο βιβλίο της «Το Επάγγελμα του Ψηφοθέτη» (εκδ. Άγρα) αναρωτιέται γιατί «η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοθετών παραμένει ανώνυμη, γεγονός που δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτεί με βεβαιότητα. Θεωρούνταν η τέχνη της ψήφωσης ελάσσονος καλλιτεχνικής σημασίας, και επομένως οι δημιουργοί της αντιμετωπίζονταν κατά κανόνα ως απλοί τεχνίτες, ως χειρώνακτες και όχι ως καλλιτέχνες; Συνέτρεχαν άλλοι λόγοι, που σχετίζονταν με τη βούληση του πελάτη-παραγγελιοδότη, με τη ‘γραμμή’ του εργαστηρίου ή ακόμη και με την επιθυμία του ίδιου του ψηφοθέτη;»
Το ότι το ψηφιδωτό της Αμφίπολης είναι φτιαγμένο από βότσαλα, λίγο-πολύ στο φυσικό τους σχήμα, οδήγησε στη διάχυτη και σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι χρονολογείται περί το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα. Παρόλ’ αυτά, η κα Ατζακά στο σύγγραμμά της «Ψηφιδωτά Δάπεδα» (εκδ. University Studio Press) δεν είναι τόσο κάθετη ως προς την περιοδολόγηση, σημειώνοντας ότι «η τεχνική της κομμένης ψηφίδας εμφανίζεται διαδεδομένη στο χώρο της Μεσογείου μέσα στον 2ο και το πρώτο μισό του 1ου αιώνα π.Χ. Η χρήση της στη συνέχεια γενικεύτηκε και παρέμεινε σε πλήρη ακμή, σε μια συνέχεια χωρίς και κενά και διακοπές, έως το τέλος της όψιμης αρχαιότητας. Το βότσαλο, ως υλικό κατασκευής ψηφιδωτών δαπέδων, δεν εξαφανίστηκε εντελώς μετά από την επικράτηση της νέας τεχνικής».
Οπως εξηγεί η κα Ατζακά, για αυτή την παράταση ζωής του βοτσαλωτού ψηφιδωτού, οι λόγοι ήταν κυρίως πρακτικοί: «Ως αποκλειστικό υλικό ή σε συνδυασμό με τεχνητές ψηφίδες, το βότσαλο συναντάται σε όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου και της όψιμης αρχαιότητας, πολύ σποραδικά και κυρίως σε περιοχές που το διέθεταν άφθονο λόγω της θέσης τους δίπλα σε θάλασσα ή σε ποτάμια. Στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται ασφαλώς για επιλογή που οφείλεται σε συγκεκριμένους αισθητικούς ή άλλους λόγους, αλλά για μια εύκολη και ανέξοδη λύση».
Η Αμφίπολη ήταν, ακριβώς, δίπλα σε ένα μεγάλο ποτάμι όπου η αφθονία βοτσάλων είναι δεδομένη. Εξίσου δεδομένη όμως είναι και η διάθεση εκείνου που παράγγειλε την ανέγερση του Τύμβου να επιδείξει τον πλούτο του και άρα μοιάζει απίθανο να επελέγη η βοτσαλωτή τεχνική για το μεγαλειώδες ψηφιδωτό προκειμένου να περιοριστεί το κόστος. Επομένως, η εκτίμηση για τη χρονολόγηση του μνημείου στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, δεν φαίνεται να αντικρούεται από την δυναμική επέλαση του ψυχοπομπού Ερμή και του άρματος με τον ημι-αποκεκαλυμμένο προς το παρόν γενειοφόρο άντρα.