Με ένα άρθρο “φωτιά” στο περιοδικό Politico, ο δημοσιογράφος Megan Green, υποστηρίζει ότι η συμφωνία είναι στην πραγματικότητα μια σειρά από τιμωρητικές και ταπεινωτικές υποδείξεις στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα να μην την πετάξουν έξω από την Ευρώπη.
Όμως, παρά το ό,τι υπήρξε αυτή η συμφωνία, το σοβαρό ενδεχόμενο αποτυχίας της, θα κάνει το Grexit να επανέλθει δριμύτερο -και σχεδόν αναπόφευκτο- σε βάθος χρόνου.
Όπως εξηγεί ο δημοσιογράφος, «η συμφωνία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε ύφεση για τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμα. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον ελληνικό λαό να αποδεχθεί μια τέτοια προσαρμογή μετά από πέντε χρόνια ύφεσης. Το φάρμακο θα είναι ιδιαίτερα πικρό για το λαό να το πιεί μετά και από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ποιός αλήθεια πιστεύει ότι ένα πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, για τις οποίες η κυβέρνηση δεν έχει καμία πολιτική εντολή, που έχει απορριφθεί στο δημοψήφισμα, που έχει υιοθετηθεί μετά από καθαρό πολιτικό εκβιασμό, μπορεί τελικά να εφαρμοστεί;»
Και συνεχίζει το δημοσίευμα στο Politico: «Όμως ούτε και οι Γερμανοί κέρδισαν κάτι από την συμφωνία με την Ελλάδα. Η πρόταση του Σόϊμπλε για πενταετή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ απορρίφθηκε. Η πρόταση όμως κρατήθηκε στα συμπεράσματα του Eurogroup, έστω και σε παρένθεση. Το ό,τι η Μέρκελ και οι άλλοι ηγέτες συζητούσαν πλέον ανοιχτά το Grexit δείχνει ότι δεν υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη ότι η ίδια είναι αποφασισμένη να κρατήσει ενωμένη την Ευρωζώνη.
«Όμως, και στην Ελλάδα υπάρχει η κατάρρευση της πολιτικής σκηνής. Στη διάρκεια των τελευταίων 48 ωρών ο Τσίπρας αναγκάστηκε να σπάσει κάθε μεγάλη προεκλογική υπόσχεση που έδωσε. Ένας συνασπισμός εθνικής ενότητας με επικεφαλής τον Τσίπρα είναι πιθανόν να προκύψει μέχρι το τέλος τις εβδομάδας με νέες εκλογές το φθινόπωρο. Η πολιτική αστάθεια θα έρθει να προστεθεί σε μία αναστάτωση που θα προκαλέσουν τα αντιδημοφιλή και δύσκολα μέτρα. Είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε πως μια κυβέρνηση με κορμό την κόντρα στην λιτότητα θα μπορέσει να εφαρμόσει ακόμα πιο σκληρά μέτρα, εκεί που απέτυχαν προηγούμενες κυβερνήσεις που ήταν πιο δεκτικές σε τέτοιες πολιτικές».
Και ο δημοσιογράφος του Politico παραθέτει δύο σημαντικούς προβληματισμούς: «Πρώτον: για να υπάρξει πρωτογενές πλοεόνασμα, η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει τα φορολογικά της έσοδα. Πίσω στο 2010 είναι αλήθεια ότι υπήρχαν πολλοί Έλληνες που δεν κατέβαλαν φόρους, ώστε θα ήταν πολύ εύκολο ο στόχος να καλυφθεί από την αυστηρότερη φορολογία. Έχοντας πλέον χάσει το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της, έχει φθάσει σ’ ένα σημείο που η περαιτέρω αύξηση των φόρων θα είναι πλήρως αντιπαραγωγική. Το θέμα δεν είναι ότι οι Έλληνες δεν θα πληρώνουν πλέον φόρους. Αλλά ότι δεν θα μπορούν να τους πληρώσουν. Άρα, πολύ σύντομα θα γνωρίζουμε αν η αύξηση του ΦΠΑ και οι νέες αυξήσεις στην φορολογία θα έχουν κάποια θετική επίδραση στην αύξηση των εσόδων.
«Δεύτερον: μέρος της χρηματοδότησης για ένα τρίτο σχέδιο διάσωσης θα βγει από το ταμείο των 50 δισ. ευρώ από τις πωλήσεις ελληνικών περιουσιακών στοιχείων. Όμως είναι σχεδόν σίγουρο ότι το ταμείο αυτό δεν θα βρει τα χρήματα για να πληρώσει πίσω τον ESM για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών. Οι ιδιωτικοποιήσεις υπήρξαν ένα ακανθώδες ζήτημα για την ελληνική κυβέρνηση. Και δεν έγιναν σημαντικές πραγματικές ιδιωτικοποιήσεις τα τελευταία χρόνια. Ακόμα και αν η Ελλάδα καταφέρει να ιδιωτικοποιήσει όλα τα περιουσιακά της στοιχεία που προορίζονται για το ταμείο, τα έσοδα είναι σίγουρο ότι είναι κάτω από το στόχο».
Και το δημοσίευμα του Politico καταλήγει: «Η ελληνική κυβέρνηση ηττήθηκε άσχημα στις Βρυξέλλες το Σαββατοκύριακο. Ακόμα και αν η Ελλάδα αποφύγει την πολιτική κατάρρευση τις επόμενες εβδομάδες, ακόμα και αν περάσουν τα νομοσχέδια που απαιτούνται για το τρίτο πρόγραμμα, είναι σχεδόν βέβαιαο ότι δεν θα πάμε πολύ μακριά μέχρι και το τρίτο πρόγραμμα φθάσει εκεί που έφθασαν και τα υπόλοιπα: εκτός τροχιάς. Το ύφος και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων του Σαββατοκύριακου δείχνει ότι είναι απλά θέμα μηνών πριν να γυρίσουμε πίσω σε άγρυπνες συνόδους κορυφής στις Βρυξέλλες. Αλλά σε αυτό το στάδιο η εμπιστοσύνη και η υπομονή προς την Ελλάδα θα είναι κατά πολύ μικρότερη απ’ ό,τι ήταν μέχρι τώρα».