«Η Μύκονος μπορεί να είναι ελληνικό νησί αλλά δεν είναι Ελλάδα», ισχυρίζεται σε σημερινό της αφιέρωμα η ιστοσελίδα politico, μέσα από τη ματιά αρθογράφου της που βρέθηκε στο νησί των ανέμων.
Ολόκληρο το άρθρο:
«Σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχει κρίση, με την ανεργία των νέων να κυμαίνεται γύρω στο 50% και πολλοί από τις μεσαίες τάξεις να αγωνίζονται να επιβιώσουν με μισθούς περίπου 400 ευρώ μηνιαίως. Στην παραλία του Nammos της Μυκόνου, ο μεγάλος κώ@@@ του μεσήλικα πλανιέται στο χώρο.
Ο άντρας (Ρώσος, υποθέτω) φορούσε μαγιό επώνυμου σχεδιαστή (και δυστυχώς σφιχτό για το νούμερό του). Στη συνέχεια, ο κώ@@@ του αρχίζει να κινείται. Αριστερά και δεξιά με το ρυθμό της μουσικής που ξεκουφαίνει από τα μεγάφωνα κατά μήκος της παραλίας . Το προσωπικό απομακρύνει τις ξαπλώστρες που συσκευάζουν την παραλία, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη γιορτή που θα ακολουθήσει σε μία παιδική χαρά για πλούσιους και διάσημους.
«Παρατηρώ ότι υπάρχει ένας ύποπτα μεγάλος αριθμός ελκυστικών γυναικών γύρω μου – αρκετές με άτομα αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας. Είναι γεμάτο με αστέρια του Χόλιγουντ, Ρώσους μεγιστάνες και πλούσιους Έλληνες – η ΣΥΡΙΖΟκρατία (Syrizastocracy) – οι οποίοι διασκεδάζουν και ξοδεύουν άσεμνα χρηματικά ποσά.Στη Μύκονο, μπορείτε να δείτε τους Κιμ Καρντάσιαν και Γιουσέιν Μπολτ και μια ολόκληρη στρατιά των μοντέλων της Βικτόρια Σίκρετ – και όλα τα Ευροσκουπίδια, που ελπίζουν ότι μπορεί κοιμηθούν με κάποιον από αυτούς. Ένας πλούσιος συγγενής με καλεί να τον συνοδεύσω στο νησί για διακοπές. Το σπίτι που έχει μισθώσει κοστίζει 600 ευρώ τη βραδιά. Είναι μια συμφωνία. Ένα αξιοπρεπές (όχι θαυμάσιο) ξενοδοχείο εδώ, θα κοστίσει τουλάχιστον 1.000 ευρώ ανά διανυκτέρευση. Το σπίτι έχει θέα στο κέντρο της κύριας πόλης, γνωστή ως Χώρα. Πρόκειται για ένα τυρβώδη λαβύρινθο από λευκά κτίρια και μικρούς δρόμους με μικροσκοπικά καταστήματα που πωλούν ένα μείγμα από τουριστικά πλεχτά και ρούχα σχεδιαστών», συνεχίζει.
Οι δρόμοι είναι γεμάτοι με αυτοκίνητα. Η Μύκονος έχει πληθυσμό μόλις 10.000 κατοίκους, αλλά είναι ο Αύγουστος και έχουν έρθει οι ορδές, έτοιμοι για οδυνηρό – και φρικιαστικά ακριβό – ηδονισμό.
Η «χρυσή» ξαπλώστρα
Φτάνοντας στην παραλία του Nammos, μας χαιρετούν δύο πανέμορφες Ελληνίδες με ταιριαστά μαύρα μπικίνι. Θα μας φτιάξουν τις ξαπλώστρες. Χρειαζόμαστε τρεις: η τιμή είναι 180 ευρώ.
Οι ξαπλώστρες είναι στοιβαγμένες. Ο χώρος μοιάζει σαν ένα πολυτελές αγρόκτημα. Οι σερβιτόροι περιπολούν την περιοχή, εξυπηρετώντας τους πάντες, προσφέροντας από αναψυκτικά μέχρι κοκτέιλ.
Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται οι «πολυτελείς» ξαπλώστρες, οι οποίες μοιάζουν με κρεβάτια με ουρανό. Σχεδόν ο καθένας έχει έναν πάγκο με ένα μπουκάλι σαμπάνιας Moët. Η ιεραρχία είναι δεδομένη.
Δίπλα στα μονοπάτια της παραλίας από τα οποία περνούν οι σερβιτόροι υπάρχουν κουτιά γεμάτα με κενά μπουκάλια σαμπάνιας. Η φήμη είναι ότι πέρυσι το κύριο μπαρ εδώ πωλούσε 35.000 μπουκάλια σαμπάνιας στα 1.000 ευρώ το καθένα. Αυτό σημαίνει 35.000.000 ευρώ μόνο από σαμπάνια», περιγράφει ο αρθογράφος.
«Ο Έλληνας συγγενής μου λέει ότι μεγάλο μέρος του κτιρίου εδώ είναι παράνομο, αλλά αυτό δεν απασχολεί τους ιδιοκτήτες των μπαρ και των εστιατορίων. “Το μόνο που κάνουν” λέει “είναι να πληρώνουν πρόστιμο κάθε εβδομάδα – π. χ. από 1.000 έως 3.000 ευρώ, κάτι που δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τα κέρδη που αποκομίζουν”. Τρώμε μεσημεριανό στο «Nammos Restaurant By The Sea». Είναι βασικά θαλασσινά και σαλάτα, και ο λογαριασμός είναι 350 ευρώ για τρία άτομα, χωρίς αλκοόλ. Απέναντι από μας κάθεται ένας άνδρας με τη γυναίκα και το παιδί του. Εκείνος μιλά και με μοναδικό τρόπο, αναδεικνύει τον πλούτο του. Κατά την επιχειρηματολογία του, ανοίγει τα χέρια του με αποτέλεσμα να χτυπήσει τον διερχόμενο σερβιτόρο στο δεξί του μάτι. Εκείνος συνεχίζει να περπατά. Και ο πελάτης συνεχίζει να μιλά. “Είσαι εντάξει;” ρωτώ τον σερβιτόρο. “Ο τύπος δεν είπε ούτε συγνώμη”, απαντά με έναν μορφασμό, “Αυτό είναι φυσιολογικό”. Σε αυτό ακριβώς το σημείο παρατηρώ ότι υπάρχει ένας ύποπτα μεγάλος αριθμός ελκυστικών γυναικών γύρω μου – οι περισσότερες με αρκετά μεγαλύτερους ηλικιακά άνδρες. «Πόρνες», μου λέει ο συγγενής μου, γεγονός που είναι αλήθεια, συνεχίζει.
Ένας παράλληλος κόσμος
Δεν μπορούσαμε να μην δοκιμάσουμε την νυχτερινή ζωή για την οποία φημίζεται η Μϋκονος. Το μπαρ και το εστιατόριο που επιλέγουμε είναι γεμάτο από υπερβολικά αρρενωπούς άνδρες και γυναίκες με υποσιτισμό. Συναντάμε φίλους από το Λονδίνο και έχουμε κλείσει ένα μεγάλο τραπέζι για δείπνο. Ένας ηθοποιός από την τηλεοπτική σειρά “Prison Break” είναι παρών και είναι υποχρεωμένος να βγάζει selfies για την πελατεία του. Το δείπνο είναι αστακός και ζυμαρικά και ένα μεγάλο κομμάτι αρνιού.
Αλλά αυτό δεν αρκεί για ορισμένους πελάτες. Ξεκινάω να συζητώ με έναν, τον Τζέιμς, που αναζητά κάτι έξτρα, κάτι λίγο παραπάνω. Ρωτάω αν μπορώ να πάω μαζί του για να δω. Κάνει ένα τηλεφώνημα σε κάποιον Γιώργο, συστάσεις.
Ο Τζέιμς και ο Γιώργος ετοιμάζονται να κάνουν μία συμφωνία. Τελικά, συμβαίνει. “140 ευρώ για ένα γραμμάριο”, μουρμούρισε με αηδία. “Κοστίζει 60 ευρώ στην ηπειρωτική χώρα”. Πίσω στο εστιατόριο, επιστρέφω στο τραπέζι ενώ ο James εξαφανίζεται. Αργότερα ανακάλυψα ότι δεν είναι μόνος που επιλέγει να πάρει ναρκωτικά μετά το δείπνο. Μια επίσκεψη στην τουαλέτα αποκαλύπτει μια ταινία λευκής σκόνης στους νιπτήρες. Το εστιατόριο έχει μεταμορφωθεί τώρα σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης και δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τους Αφρικανούς μικροπωλητές που περνούν 12 ώρες την ημέρα περπατώντας πάνω κάτω τις παραλίες σε μία μάταιη προσπάθεια να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Πίσω στην Αθήνα, οι ορδές των αστέγων θα έχουν ξεκινήσει να «στρώνουν» κάπου έξω για να κοιμηθούν. Όχι φυσικά εδώ. Στον μη -ελληνικό των ελληνικών νησιών», καταλήγει