Γράφει ο Διονύσης Χιόνης*
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η συζήτηση και η διαμάχη που παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό στα ΜΜΕ σχετικά με την δραχμή και το ευρώ δεν αφορά μόνο την επιλογή του νομίσματος αλλά κυρίως των πολιτικών που συνοδεύουν την κάθε επιλογή. Και αυτό γιατί η έξοδος από την κρίση δεν είναι μια αυτονόητη διαδικασία ούτε και υπάρχουν αυτόματοι μηχανισμοί που θα οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται άμεσα ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, νομισματική χαλάρωση, ελεγχόμενο πληθωρισμό και αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας. Το ερώτημα που προκύπτει μπορεί να υλοποιηθούν τα παραπάνω με την συμμετοχή της Χώρας στο ευρώ;
H απάντηση είναι δεδομένη. Το ευρώ αποτελεί το απαύγασμα περιοριστικών νομισματικών δημοσιονομικών πολιτικών. Έχει σχεδιαστεί και λειτουργεί για οικονομίες με διαφορετικές προτεραιότητες και στόχους. Το ευρώ είναι το νόμισμα της ΕΚΤ η οποία δεν μπορεί να ανεχτεί πληθωρισμό μεγαλύτερο του 2%. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, τα δημόσια έργα και οι δαπάνες δεν είναι μέρος της ατζέντας των κυβερνήσεων της ΟΝΕ. Η ανάγκη για προστατευτισμό της εγχώριας παραγωγής δεν θα μπορεί να προκύψει από την συμμετοχή μας στην ΟΝΕ. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν επετεύχθη με την εσωτερική υποτίμηση και δεν αποτιμάται.
Η επιλογή της δραχμής προσθέτει βαθμούς ελευθερίας οι οποίοι δεν μπορούν να υποκατασταθούν από τις πολιτικές των μεταρρυθμίσεων. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την ελληνική οικονομία θα παράγουν αποτελέσματα (αμφισβητούμενα) μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το καλό ή το κακό των κεϋνσιανών πολιτικών είναι ότι έχουν άμεσα αποτελέσματα και αυτά πρέπει να εμπιστευτούμε. Μετά την οκταετή κρίση οι παραπάνω πολιτικές είναι μονόδρομος.
Δυστυχώς, όμως, αυτές οι πολιτικές δεν μπορούν να υλοποιηθούν με το ευρώ.
*Ο Διονύσης Χιόνης είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.