Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Ενδεικτικές είναι άλλωστε εδώ οι κρίσεις για το χάλι του ελληνικού στρατού τόσο του μεγάλου Χαριλάου Τρικούπη, όσο και του στρατηγού Παγκάλου. «Αγέλη» αποκαλούσε ο Τρικούπης το στρατό μετά το 1885, ενώ «ανίκανους να κάνουν και μια αναγνώριση» θεωρούσε τους αξιωματικούς που προΐσταντο στο στρατό ο στρατηγός Πάγκαλος. Η γραμμή της Θεσσαλίας ήταν αυτή, στην οποία έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο οι πολεμικές επιχειρήσεις. Καίτοι ο ελληνικός στρατός είχε παρατάξει δυνάμεις στο μέτωπο της Ηπείρου στο οποίο υπερείχε, τελικώς εκεί δεν έγιναν στρατιωτικές μάχες. Αδρανές όμως έμεινε και το πολεμικό μας ναυτικό. Παρότι εισηγήθηκε – ο αρχηγός του ναυτικού – να προκαλέσει η Ελλάς τους Τούρκους στη θάλασσα, όπου και είχαμε υπεροπλία του όπλου, η εισήγησή του απορρίφθηκε και οδηγήθηκε σε παραίτηση. Πως είδαν όμως οι μεγάλες δυνάμεις αυτή την ελληνοτουρκική διένεξη; Ήταν σαφές ότι διαφωνούσαν μεταξύ τους για την τύχη του ανατολικού ζητήματος, όμως σε καμιά περίπτωση και σ΄ αυτό μάλιστα το momentum, δεν επιθυμούσαν τη σύρραξη στην περιοχή. Όμως αξιομνημόνευτο είναι εδώ και το εξής γεγονός.
Πριν δώδεκα χρόνια όταν ο Θεόδωρος Δεληγιάννης ως πρωθυπουργός είχε κηρύξει γενική επιστράτευση, για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις των Τούρκων στα Βόρεια σύνορά μας, το γεγονός αυτό είχε επισύρει τον αποκλεισμό του λιμένος του Πειραιώς από αγγλικές δυνάμεις των οποίων ηγείτο ο πρίγκιπας Αλφρέδος. Ήταν ω της ειρωνείας ο ίδιος άνθρωπος που χρόνια πρίν το 1862, με το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε, επιλέγονταν από τον ελληνικό λαό και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία ως νέος βασιλεύς της Ελλάδος. Ο ξένος παράγοντας λοιπόν ήταν αρνητικός στην πραγματοποίηση πολέμου στην περιοχή. Και είχε μάλιστα με σαφήνεια προειδοποιήσει ότι όποιος επεδίωκε την σύρραξη θα ετιμωρείτο ανεξαρτήτως εάν ήταν η Τουρκία ή η Ελλάς. Ενώ έστω και εάν ακόμα είχε πραγματοποιήσει στρατιωτικές επιτυχίες, δεν θα μπορούσε να προσπορίσει κάποιο εδαφικό κέρδος.
Παρόλα αυτά η χώρα παραβλέποντας αυτές τις σοβαρές παραμέτρους που αντετίθεντο στον πόλεμο, εσύρθη σ΄ αυτόν. Ο πόλεμος άναψε και στις 12 Απριλίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Τύρναβο. Στις 13 Απριλίου έπεσε η Λάρισα και στις 26 Απριλίου κατέλαβαν τον Βόλο. Στο μεσοδιάστημα αυτό των δώδεκα ημερών σημειώθηκε μια στοιχειώδης στρατιωτική αντίσταση από μέρους της Ελλάδος. Και αυτή δεν οφειλόταν στον καθολοκληρίαν στον ελληνικό στρατό, αλλά σε έναν ηρωικό έλληνα συνταγματάρχη, πρότυπο αυτοθυσίας και πολεμικής ανδρείας. Τον Κωνσταντίνο Σμολένσκη, που μέσα στην γενική διάλυση του ελληνικού στρατού έδωσε δείγματα απαράμιλλης ανδρείας και αρετής.
Σε άλλα σημεία του θεσσαλικού μετώπου, δέσποζαν οι έριδες και οι διαφωνίες μεταξύ των ελλήνων αξιωματικών. Είχε διαμορφωθεί ένα ζοφερό και αχρείο περιβάλλον και ή ήττα και μάλιστα ταπεινωτική, ήταν αναπότρεπτη. Ήταν όμως ακόμα αυτή ή τραγωδία για την Ελλάδα, συνέχεια της διάλυσης του στρατού μας όπως αυτή είχε σταδιακά πραγματοποιηθεί πρίν απο την ατυχή για εμάς έκσπαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η αυλαία αυτής της τραγωδίας έκλεισε με την συντριπτική ήττα των ελληνικών δυνάμεων στις 5 Μαΐου στο Δομοκό. Και στις 7 Μαΐου υπογράφονταν ανακωχή. Η ανακωχή μάλιστα υπογράφονταν στη γέφυρα του ποταμού Αράχθου.
Ενώ στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη υπογράφονταν η συνθήκη ειρήνης, με την οποία η Ελλάς απώλεσε 395 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους, ενώ υποχρεούτο ακόμα στην καταβολή πολεμικής αποζημίωσης πρός την Τουρκία ύψους τεσσάρων εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Πάνω απο όλα όμως η μεγάλη απώλεια απο αυτόν τον ταπεινωτικό για την Ελλάδα πόλεμο ήταν η καταρράκωση του ηθικού του στρατού μας και το συναίσθημα της εθνικής ντροπής που κυρίευσε τον ελληνικό λαό. Το πόσο καταλυτικές ήταν οι εξελίξεις στο κοινωνικό και πολιτικό μας πεδίο απο την ήττα του 1897, αποτυπώνεται με ενάργεια στα απομνημονεύματα του στρατηγού Παγκάλου, ο οποίος σημείωνε ότι το βαθύ αίσθημα ντροπής που κατέβαλε το λαό και το στρατό της Ελλάδος, συνετέλεσε στο να προπαρασκευαστεί ιδίως στους αξιωματικούς μας ο διακαής πόθος για πολιτική αλλαγή, που θα μπορούσε να δώσει και πάλι εθνικό όραμα και ελπίδα, στον καθημαγμένο τόπο.
Αυτός ο άσβεστος πόθος θα εκφραστεί άλλωστε στην διακήρυξη του στρατιωτικού Συνδέσμου και θα πάρει σάρκα και οστά με την έκσπαση του κινήματος στο Γουδί, τον Αύγουστο του 1909. Μια άλλη όμως επίσης σοβαρή διάσταση των εθνικών μας θεμάτων την δεκαετία του 1890, πέραν του ελληνοτουρκικού πολέμου ήταν το ζήτημα της Κρήτης, με το ακόλουθο και πάγιο αίτημα του κρητικού λαού για ένωση με την μητέρα Ελλάδα, που βρίσκεται σε εξέλιξη την ίδια περίοδο. Έως τώρα είχαμε δεί την εκδήλωση της πρώτης κρητικής επανάστασης μεταξύ 1866 και 1869 που κατεπνίγη στο αίμα. Διαρκής στόχος του κρητικού λαού ήταν η ένωση με την Ελλάδα και αποτελούσε για τη χώρα αναπόσπαστο κομμάτι της πραγμάτωσης της μεγάλης ιδέας. Στη φωτογραφία ο ηρωϊκός συνταγματάρχης Σμολένσκης, που με τις μοναδικές του στρατιωτικές επιτυχίες στον ταπεινωτικό ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, διέσωσε στοιχειωδώς την στρατιωτική τιμή της Ελλάδος. Φεύ όμως με την ταπεινωτική αυτή ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου, καταρρακώθηκε στο έπακρο το ηθικό και το φρόνημα, τόσο του στρατού όσο και του λαού μας. Συνεχίζεται…
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι υποψήφιος Βουλευτής της «Ένωσης Κεντρώων» στην Α΄ Αθηνών.