Γράφει ο Γιάννης Παπαδημητρόπουλος*
Η Ιστορία κι ο Πολιτισμός ενός τόπου είναι τα συνθετικά στοιχεία της εθνικής και τοπικής ταυτότητας, που διακρίνουν ένα λαό από τους άλλους λαούς και πάνω στα οποία άλλοι λαοί εστιάζουν για να διακρίνουν ένα λαό.
Ο Πολιτισμός είναι διαχρονικά ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας κι ο πραγματικός πλούτος του Ελληνισμού, στις διάφορες εκφάνσεις του και καθ’ όλη τη μακραίωνη ιστορική του πορεία. Πολιτιστικά μνημεία υλικής και άυλης μορφής βρίσκονται διάσπαρτα σε κάθε σημείο του ελλαδικού χώρου, είτε πρόκειται για αρχαία απομεινάρια ναών, για βυζαντινές εκκλησίες, για παραδοσιακές τελετές και εορτασμούς, για δείγματα της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής, θέατρο, μουσική, εικαστικά και για τους χώρους που τα στεγάζουν.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που, καλώς ή κακώς βασίζεται οικονομικά σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό για εισαγωγή συναλλάγματος. Ο Τουρισμός έχει πολλάκις αποκληθεί η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας κι είναι το βαρόμετρο όλης της οικονομικής ανάπτυξης, απορροφά έμμεσα ή άμεσα μεγάλο κομμάτι των ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων και ως κλάδος αποτελεί το μεγαλύτερο μόνιμο ή εποχιακό εργοδότη στη χώρα, μετά το Δημόσιο.
Εκτός όμως από την οικονομική, τεράστια και καθοριστική είναι η σημασία του στην εικόνα της χώρας και των κατοίκων της στο εξωτερικό, κάτι που ήταν εμφανέστατο τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης, όταν οι τουριστικές ροές περιορίστηκαν από τις εικόνες διαδηλώσεων, καταστροφών ή από έναν παράλογο φόβο κακής αντιμετώπισης των Ευρωπαίων τουριστών λόγω «αντεκδίκησης των Ελλήνων» για την επιβαλλόμενη λιτότητα.
Πέρα από οικονομική, η κρίση που βιώσαμε και βιώνουμε είναι μεταξύ άλλων και κρίση δημοσίων σχέσεων, καθώς τα διεθνή Μ.Μ.Ε. κατακλείστηκαν από ρεπορτάζ για «τεμπέληδες Έλληνες», «που πίνουν ούζα, χορεύουν και τρώνε τα χρήματα της Ευρώπης» κι άλλα τέτοια.
Αυτά τα 3 στοιχεία λοιπόν, το τεράστιο και διαχρονικό πολιτιστικό δυναμικό της χώρας μας, διαφορετικών εποχών και μορφών, υλικό και άυλο, η υπόστασή της ως διεθνής τουριστικός προορισμός και ταυτόχρονα η δυνατότητα «θετικής δημοσιότητας», μπορούν να συνδυαστούν, επ’ ωφελεία της Ελλάδας.
Μπορούμε σίγουρα να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ Πολιτισμού και τουρισμού. Ο Πολιτισμός μιας χώρας ή μιας πολιτιστικά διακριτής γεωγραφικής περιοχής αποτελεί πόλο έλξης τουριστών και πάντα οι εισερχόμενες ροές τουριστών βοηθούν στην προβολή της πολιτιστικής παραγωγής και των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων της χώρας παγκοσμίως.
Ειδικά για την Ελλάδα, το πολιτιστικό δυναμικό της χώρας, που προαναφέρθηκε, μπορεί να αποτελέσει σαφές τουριστικό θέλγητρο, μακριά από το βασικό μοντέλο ήλιος-θάλασσα-ποτό ή συμπληρώνοντάς το. Όμως, παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών για αύξηση του θεματικού τουρισμού, του γαστρονομικού τουρισμού (που κατά μια έννοια είναι και αυτός κομμάτι του Πολιτιστικού Τουρισμού) και άλλων ειδικών μορφών, η πρωτοκαθεδρία του μαζικού τουρισμού παραμένει και δυστυχώς έχουν ενισχυθεί και ακραίες μορφές αυτού, που βλέπουμε κάθε χρόνο σε νησιά του Ιονίου και σε μέρη της Κρήτης. Το πραγματικό βεβαίως πρόβλημα είναι ότι ο μαζικός τουρισμός και το χρήμα που έφερνε στη χώρα για δεκαετίες κάλυψε τις παθογένειες και ανέβαλε τις δύσκολες αποφάσεις.
Η έννοια του Πολιτιστικού Τουρισμού θα μπορούσε να συνοψιστεί ως: Καλώς εννοούμενη «χρήση» των εκατομμυρίων κατ’ έτος εισερχομένων τουριστών ως «πρεσβευτών» της χώρας μας μετά την επιστροφή τους στις δικές τους χώρες, για άμβλυνση της κρίσης δημοσιότητας που έπληξε την Ελλάδα μαζί με την οικονομική κρίση, μέσα από τις κακές αναφορές και τα στερεότυπα. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω της επαφής τους με το συνολικό πολιτιστικό απόθεμα της χώρας, κάθε μορφής και ιστορικής περιόδου, αρχαίο, νεώτερο και σύγχρονο, τη γνωριμία τους με την ελληνική σκέψη και τέχνη.
Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο της ηλεκτρονικής έκδοσης της Καθημερινής (23 Απριλίου) το 2017, οι επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους ξεπέρασαν τα 16,5 εκατομμύρια, δηλαδή διπλάσιες απ’ ότι μια δεκαετία πριν, ενώ τα έσοδα από εισιτήρια (που δεν κόβονται πάντα) ξεπέρασαν τα 100 εκατ. ευρώ. Βεβαίως αυτά είναι απλά και ατελή οικονομικά στοιχεία, ενώ το γενικότερο ζητούμενο είναι το τι αποκομίζει ο επισκέπτης-τουρίστας από την εμπειρία του στους πολιτιστικούς χώρους.
Υπάρχουν πολλά βήματα να γίνουν και πολλοί τρόποι για να υποστηριχθεί μια τέτοια προσπάθεια, τόσο από τον ιδιωτικό τομέα όσο και από τους δημόσιους φορείς, όπως ο ΕΟΤ, το Υπουργείο Τουρισμού και το Υπουργείο Πολιτισμού. Για την ακρίβεια, επειδή πραγματικά ο Πολιτισμός της χώρας μας και οι τουριστικές της προοπτικές είναι τόσο αλληλένδετα πράγματα, δέον εστί η μόνιμη και ίσως συνταγματικά κατοχυρωμένη στην επόμενη Αναθεώρηση, ενοποίηση των δυο Υπουργείων σε ένα Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, όπως έχει προϋπάρξει, ώστε να έχει καλύτερες δυνατότητες συντονισμού τόσο των θεμάτων και προσπαθειών πολιτιστικού τουρισμού, όσο και της συνολικής ανάδειξης του ελληνικού πολιτιστικού αποθέματος διεθνώς.
Ενδεικτικά, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τα εξής βασικά και να επανέλθουμε με κάποια μελλοντική ευκαιρία.
Αυτονόητα, όλες οι δομές που συμμετέχουν στην εξωστρέφεια του Πολιτισμού μας, πρέπει να είναι σωστά στελεχωμένες σε κάθε επίπεδο, από άτομα με τα κατάλληλα προσόντα για το ρόλο του ο καθένας, είτε μιλάμε για υψηλόβαθμα επιτελικά στελέχη διδάκτορες πολιτιστικής διαχείρισης, είτε για κατηρτισμένους και γλωσσομαθείς φύλακες αρχαιοτήτων, υπαλλήλους στα πωλητήρια των μουσείων και προσωπικό συντήρησης. Ειδικά το προσωπικό που έρχεται σε άμεση επαφή με τον τουρίστα πρέπει να αποτελεί το ίδιο «πρεσβευτή του ελληνικού Πολιτισμού», με απαραίτητες γνώσεις, εκπαίδευση, συμπεριφορά και εμφάνιση.
Το ψηφιακό αποτύπωμα του ελληνικού Πολιτισμού είναι ένα μελανό σημείο, καθώς οι περισσότερες ελληνικές κρατικές δομές πολιτισμού (με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως το Μουσείο της Ακρόπολης) δεν έχουν καν επαρκείς ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο για να επικοινωνήσουν στους δυνητικούς επισκέπτες από εξωτερικό ή εσωτερικό τις συλλογές και τις δραστηριότητές τους, χωρίς να αναφέρουμε την έλλειψη προβολής στα social media κι όχι μόνο στα κλασσικά και γνωστά, όπως το Facebook και το Instagram. Ακολούθως, χάνουν μεγάλες ευκαιρίες προώθησης όχι μόνο του δικού τους οργανισμού και δραστηριοτήτων, αλλά ολόκληρης της εν γένει ελληνικής πολιτιστικής Κληρονομιάς και σύγχρονης πολιτιστικής παραγωγής. Σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο της Καθημερινής, που έχει ως πηγές τις μελέτες διεθνών οίκων σαν την PriceWaterhouseCoopers και την Oxford Economics εάν η Ελλάδα μπορούσε να προσεγγίσει τις βέλτιστες διεθνείς ψηφιακές πρακτικές και να αναπτύξει τις ψηφιακές δεξιότητες που απαιτούνται για το περιεχόμενο και τις online υπηρεσίες, θα δημιουργούνταν έως και 170.000 νέες θέσεις εργασίας στους τομείς του Πολιτισμού και του Τουρισμού. Το πολιτιστικό περιεχόμενο αποτελεί βασικό στοιχείο στην έρευνα πιθανών ταξιδιωτών, ειδικά από αγορές όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, όταν αυτοί σχεδιάζουν κάποιο ταξίδι τους, ενώ για την Ελλάδα το 35% των τουριστικών αναζητήσεων σχετίζεται με πολιτιστικά αξιοθέατα, μουσική, τέχνες, φεστιβάλ, ιστορικά μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία.
Όλα θα ξεκινήσουν από την προσπάθεια ένταξης πολιτιστικών δραστηριοτήτων (π.χ. επίσκεψη σε φεστιβάλ, σε χώρους πολιτισμού και εμπλοκή σε δραστηριότητες) σε κάθε οργανωμένο τουριστικό πακέτο που προσφέρεται για ελληνικό προορισμό, αλλά και ενθάρρυνση των μεμονωμένων τουριστών να αφιερώσουν χρόνο για να γνωρίσουν πτυχές της πολιτιστικής παραγωγής της χώρας, με στοχευμένες καμπάνιες στα σημεία εισόδου της χώρας. Εδώ μπορεί να προταθεί κι η παραχώρηση σε κάθε εισερχόμενο στη χώρα μιας «κάρτας Πολιτισμού» που θα ισχύει κατά τη διαμονή του για έναν αριθμό πολιτιστικών δρωμένων ή επισκέψεων και θα μπορεί να εξαργυρωθεί σε κάθε πολιτιστική δομή της χώρας, ώστε αυτός να έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει σημεία πολιτιστικού ενδιαφέροντος από όλες τις ιστορικές περιόδους του Ελληνισμού, παραστάσεις, δρώμενα κ.α.
Ιδιαίτερο βάρος πρέπει να δοθεί στην προβολή της σύγχρονης πολιτιστικής παραγωγής της χώρας, που μιλάει σε μια διεθνή γλώσσα, λόγω της ένταξης των πολιτιστικών της προϊόντων στα διεθνή καλλιτεχνικά κινήματα και φόρμες που κυριαρχούν επί του παρόντος και με τις οποίες είναι εξοικειωμένο το κοινό διεθνώς. Σύγχρονη μουσική, θέατρο, εικαστικά, performance, video art και άλλες μορφές σύγχρονης δημιουργίας είναι εξίσου σημαντικές στην προβολή της ελληνικής ταυτότητας στο εξωτερικό και ιδιαίτερα από τη στιγμή που αποδεικνύουν ότι η παραγωγή πολιτισμού στη χώρα δε σταμάτησε στην αξεπέραστη αρχαιότητα, ούτε στα βυζαντινά χρόνια, ούτε το 19ο και 20ο αιώνα, αλλά συνεχίζεται και εμπλουτίζεται, ακολουθώντας μοντέρνες φόρμες και πρότυπα. Σε αυτή τη λογική θα εντάξουμε και την ακμάζουσα σκηνή της ελληνικής Δημοφιλούς Κουλτούρας (Pop Culture), δηλαδή έργα και καλλιτέχνες κόμικς, λογοτεχνίας Φαντασίας και παραστατικών και εικαστικών Τεχνών με παραπλήσια θεματολογία, που τα τελευταία χρόνια παράγονται σε ποσότητα και ποιότητα, μορφές τέχνης κατάλληλες για «εξαγωγές», κυρίως γιατί ανήκουν σε μια τεράστια, πολύ ανεπτυγμένη στο εξωτερικό και οικονομικά πολύ εύρωστη πολιτιστική βιομηχανία.
Τέλος, πρέπει να αναφερθούμε και σε κάτι που ίσως ξεφεύγει λίγο από το βασικό πρόταγμα του τουρίστα ως «πρεσβευτή της Ελλάδας στη χώρα του», αλλά κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό: Την ενθάρρυνση και του εσωτερικού πολιτιστικού τουρισμού, για τη γνωριμία των Ελλήνων με το πολιτιστικό απόθεμα άλλων περιοχών της χώρας, τις παραδόσεις τους και τις ιδιαιτερότητές τους, γιατί είναι σημαντικό να έχουν μια ολοκληρωμένη γνώση των πολιτιστικών δρωμένων όλης της Ελλάδας. Αντίστοιχες «κάρτες Πολιτισμού» θα μπορούσαν να προσφέρονται σε Έλληνες νέους και σε οικογένειες με παιδιά, που να τους δίνουν πρόσβαση όχι μόνο σε αρχαιολογικούς χώρους και τόπους πολιτισμού αλλά και σε τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις μακριά από τους τόπους κατοικίας τους, φεστιβάλ, διοργανώσεις ή ακόμα και επιστημονικές συναντήσεις για τον πολιτισμό, την Πολιτιστική Κληρονομιά και την Πολιτιστική Διαχείριση.
Είναι σαφές ότι το πεδίο του Πολιτιστικού Τουρισμού είναι ευρύτατο και μπορεί να έχει πολλές μορφές, να προσφέρει πολλές ευκαιρίες, που οπωσδήποτε δε θα μπορούσαμε να εξαντλήσουμε εδώ. Όμως αυτή ακριβώς η ευρύτητα και οι δυνατότητες που ο τουρισμός δίνει για προβολή του Πολιτισμού και ο Πολιτισμός για ενίσχυση του τουρισμού, αυτή η αμφίδρομη σχέση, είναι που κάνει τον Πολιτιστικό Τουρισμό μια μεγάλη ευκαιρία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε με τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που της αξίζει.
*Ο Γιάννης Παπαδημητρόπουλος είναι Σύμβουλος Πολιτισμού και Τουρισμού