Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Αν κάποιος περίμενε το δεύτερο debate της Κεντροαριστεράς για να γίνει σοφότερος, μάλλον τζάμπα περίμενε. Ίσως να φταίει η διαδικασία που είναι τόσο ασφυκτική που δεν επιτρέπει λίγη σπιρτάδα. Ίσως να φταίνε οι ίδιοι οι υποψήφιοι, οι οποίοι πολλές φορές δεν μπορούν να σπάσουν τα καλούπια του ξύλινου πολιτικού λόγου και, όταν το κάνουν, ισορροπούν επικίνδυνα μεταξύ σοβαρού και αστείου. Ίσως και να φταίει, βέβαια, και το γεγονός ότι η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται και έχει αλλού στραμμένο το βλέμμα.
Από την αρχή είναι σαφές ότι η εν λόγω διαδικασία δεν απευθύνεται σε 2 εκ. ανθρώπους. Απευθύνεται το πολύ σε 200.000. Γι’ αυτό οι μεγαλοστομίες για δεύτερες και πρώτες θέσεις είναι βερμπαλισμοί χωρίς πολιτικό περιεχόμενο. Το πρόβλημα της Κεντροαριστεράς είναι ότι, λόγω της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, το βασικό brand name του χώρου έχει απαξιωθεί σε μεγάλο μέρος του συλλογικού υποσυνείδητου, ενώ πολλοί αντιμετωπίζουν τον χώρο ως κάτι vintage. Ένα κομμάτι από τη νιότη τους που πλέον δεν τους εκφράζει ουσιαστικά. Όλα αυτά, συνδυαστικά με τις παλινωδίες ετών, τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα των διαδικασιών, αλλά και τη διαρκή διαδικαστική ασυνεννοησία, διώχνουν κόσμο από το εγχείρημα. Το εντόπισε, άλλωστε, σωστά η συνάδελφος Ράνια Τζίμα: πολλοί άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται στον χώρο της Κεντροαριστεράς στηρίζουν Τσίπρα, ενώ η εκλογή Μητσοτάκη έχει απελευθερώσει κεντρογενείς ψηφοφόρους προς τη ΝΔ. Συνεπώς, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ο νέος φορέας ξεκινά με τον πήχυ αναμενόμενα χαμηλά.
Τι πρέπει να γίνει επομένως; Κατά την άποψή μου, να δημιουργηθεί δυναμική. Να προσεγγιστούν νέοι ψηφοφόροι σε σχέση με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Αλλά γι’ αυτό το πράγμα δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Ο νέος φορέας θα πρέπει να παράξει και νέα πολιτική, να έχει μια διακριτή πολιτική πρόταση που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του χώρου ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη ΝΔ. Όσο πολιτική πρόταση δεν υπάρχει και με δεδομένη την απέχθεια της φύσης στα κενά, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ θα μαζεύουν κόσμο και θα αφήνουν τον ενδιάμεσο πολιτικό φορέα με ένα αξιοπρεπές ποσοστό που θα του επιτρέψει να υπάρχει.
Τι σχέση είχε το debate με αυτά τα κεντρικά αιτούμενα; Μικρή, πολύ μικρή. Γι’ αυτό και φαίνεται πως η συμμετοχή στη διαδικασία της Κυριακής δεν θα είναι συγκλονιστική. Να σημειώσω πως ελπίζω να διαψευστώ, γιατί θα είναι πολύ χρήσιμο και κρίσιμο για τον ενδιάμεσο αυτόν πολιτικό χώρο, ο οποίος είναι απαραίτητος ως «πολιτικό αμορτισέρ», εν προκειμένω. Αλλά, αν δεχθούμε το σενάριο της αναιμικής συμμετοχής, ας πούμε μεταξύ 100 και 150 χιλιάδων (που θα είναι ένα καλό νούμερο), σημαίνει πως κάτι πήγε λάθος σε όλη την προεκλογική περίοδο και η διαδικασία περιορίστηκε στα γνωστά πρόσωπα, ενώ ο στόχος ήταν το άνοιγμα και σε καινούργιο κόσμο. Εκεί, για παράδειγμα, η ΝΔ πέτυχε. Άρα, προηγούμενο υπάρχει, ακόμα και αν αυτά τα νέα πρόσωπα είναι «προσωποκεντρικά», δηλαδή κατευθύνονται υπέρ ενός υποψηφίου. Διότι, αυτό σημαίνει, δια της αναγωγής, πως ο συγκεκριμένος υποψήφιος ως επικεφαλής έχει απήχηση σε ευρύτερο φάσμα σε σχέση με τον παραδοσιακό πολιτικό του χώρο.
Αυτή η δυναμική, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό δεν είναι καλό για κανέναν, πρωτίστως για τον νέο φορέα. Ας γίνεται, όμως, μάθημα για τη συνέχεια, με την ελπίδα να μην αποτελέσει ακόμα έναν κρίκο στην αλυσίδα των χαμένων ευκαιριών της Κεντροαριστεράς από το 2013-με το εγχείρημα των 58-και μετά.