Γράφει ο Μηνάς Περάματζης*
«Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου πεις ποιον δρόμο πρέπει να πάρω από εδώ;», ρώτησε η Αλίκη.
«Αυτό εξαρτάται από το πού θέλεις να πας», απάντησε ο Γάτος.
«Δεν μ’ ενδιαφέρει και τόσο που», είπε η Αλίκη.
«Τότε δεν έχει σημασία από πού θα πας», αποκρίθηκε ο Γάτος.
«αρκεί να φτάσω ΚΑΠΟΥ», προσέθεσε η Αλίκη επεξηγηματικά.
«Α, σίγουρα αυτό θα κάνεις,» είπε ο Γάτος, «αρκεί μόνο να περπατήσεις αρκετά μακριά».
Είναι γνωστός ο διδακτικός χαρακτήρας των παραμυθιών καθώς, πέρα από το να ενθαρρύνουν την δημιουργικότητα και να καλλιεργούν την φαντασία, προσφέρουν πολύτιμα μαθήματα για την ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα από τις Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, ο συγγραφέας Lewis Carroll μας λέει το αυτονόητο: αν δεν γνωρίζεις πού θέλεις να πας, δεν ξέρεις πού τελικά θα φτάσεις. Πράγματι, χωρίς στόχους κανείς περιπλανιέται στη ζωή άσκοπα και σε μακάρια άγνοια, σαν την Αλίκη. Κάποιος φυσικά ίσως θα μπορούσε να αντιτάξει εδώ πως είναι πιο διασκεδαστικό να τριγυρνάς από δω και από κει, κάνοντας διάφορα πράγματα που σ’ ευχαριστούν χωρίς να εστιάζεις κάπου συγκεκριμένα. Ή ακόμη και την χαρά της περιπλάνησης ως αυτοσκοπό. Ωστόσο, αν κάτι τέτοιο είναι καθαρά και μόνο προσωπική επιλογή του καθενός που κανείς δε μπορεί να κρίνει, σίγουρα δεν θα μπορούσε να ισχύει το ίδιο για μια χώρα και για την τύχη των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτή.
Μετράμε πλέον 7 χρόνια φαγούρας στην Ελλάδα, εγκλωβισμένοι σε μια κρίση διαρκείας που στο πέρασμα του χρόνου ολοένα εντείνεται και μεταλλάσσεται (δημοσιονομική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική, θεσμική) χωρίς να μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα πως τα χειρότερα είναι πίσω μας. Κοντεύουμε στο σημείο χωρίς επιστροφή (αν είμαστε τυχεροί και δεν το έχουμε ήδη προσπεράσει) αλλά ένα ρεαλιστικό συνεκτικό σχέδιο για την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας που να θέτει μετρήσιμους στόχους εντός ενός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, ακόμη δεν έχει παρουσιαστεί από τις πολιτικές δυνάμεις του ελληνικού κοινοβουλίου. Έστω όμως και αν θεωρήσουμε πως στόχος είναι και η έξοδος από τα μνημόνια, χωρίς σχέδιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μια ευχή που ενδέχεται να οδηγήσει την χώρα μακροπρόθεσμα στην χειρότερη δυνατή κατάληξη, δηλαδή αποκλεισμένη από τις αγορές και χωρίς ένα πρόγραμμα στήριξης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την πρόσφατη έκθεση ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα υποχώρησε στην 86η θέση από τις 138 χώρες που συμμετέχουν στον δείκτη, 5 θέσεις πιο κάτω από εκεί που βρισκόταν έναν μόλις χρόνο πριν. Αυτός ο γενικός δείκτης στην ουσία αποτελείται από 12 πυλώνες, χωρισμένους σε τρεις κατηγορίες: τις “βασικές απαιτήσεις”, την “βελτίωση της αποδοτικότητας” και την “καινοτομία”, η οποία με τη σειρά της αποτελείται από τους πυλώνες της “εξελιγμένης λειτουργίας επιχείρησης” και της “καινοτομίας”. Τώρα ας σταθούμε στην τελευταία λόγω του καίριου ρόλου που παίζει στην οικονομία της γνώσης και που εδώ και τρεις δεκαετίες θεωρείται βασική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των εθνικών οικονομιών. Εκεί βρισκόμαστε στη 72η θέση της κατάταξης, σημαντικά χαμηλότερα του μέσου όρου των οικονομιών της Ευρώπης και της Β. Αμερικής. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι σήμερα αποτελεί την σημαντικότερη παράμετρο για την ανάπτυξη που όλοι ευαγγελίζονται, οι όποιες αναφορές στον δημόσιο λόγο σχετικά με την καινοτομία αφορούν ευχολόγια ή στην καλύτερη περίπτωση έχουν περιοριστεί στην παροχή δωρεάν Wi-Fi!
Εφόσον, λοιπόν, βασική σου επιδίωξη είναι η ανάπτυξη, τότε πρωταρχικός σου στόχος δε μπορεί να είναι άλλος από την ανάδειξη της Ελλάδας σε πρωταθλήτρια χώρα στην καινοτομία. Με αυτό ως δεδομένο και αναγνωρίζοντας την μετασχηματιστική και πολλαπλασιαστική δύναμη των ιδεών στον κόσμο, βάζεις σε εφαρμογή ένα σχέδιο που θα φέρει την χώρα στην πρώτη θέση του σχετικού πίνακα στα επόμενα 15 χρόνια και δουλεύεις ώστε να δημιουργήσεις τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη αυτού του στόχου, όπως για παράδειγμα: τις κατάλληλες δομές για τη διασύνδεση των επιχειρήσεων με την τριτοβάθμια εκπαίδευση σε θέματα έρευνας και ανάπτυξης, τη μείωση της γραφειοκρατίας μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών στο δημόσιο, την αύξηση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα σε έρευνα και ανάπτυξη, το τέλος της μαζικής φυγής ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain), αλλά και την προσέλκυση νέου επιστημονικού προσωπικού στην χώρα μας. Όπως είπε και ο John Danner, τώρα είναι η ευκαιρία για εμάς να αντλήσουμε από το παράδειγμα της αρχαίας ελληνικής Αγοράς και να δημιουργήσουμε μια αγορά ιδεών, μια “iAgora” που θα αποτελεί το σπίτι μιας «εκρηκτικής καινοτομίας» και θα απαντά στα ερωτήματα που αφορούν τον κόσμο τόσο του σήμερα όσο και του αύριο.
Τα παραπάνω αποτελούν ένα μόνο μέρος του συνολικού οράματος που χρειάζεται για την ανάταση της χώρας, ωστόσο καταδεικνύουν ένα κοινό παρανομαστή που δεν είναι άλλος από την ανάγκη ύπαρξης ενός συνεκτικού πλάνου που θα θέτει συγκεκριμένους στόχους και θα υποδεικνύει τους βέλτιστους τρόπους για την επίτευξη αυτών. Σύμφωνα άλλωστε και με τον Γουλιέλμο Β’ της Οράγγης, «δεν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος γι’ αυτόν …που δεν ξέρει πού πηγαίνει».
*Ο Μηνάς Περάματζης είναι Οικονομολόγος.