Από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, υπάρχει μια σχεδόν συνεχής συζήτηση σχετικά με το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, —και τι θα μπορούσε να κάνει με αυτό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι μια αναστατωμένη Ρωσία μπορεί πράγματι να είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα και το ίδιο το Κρεμλίνο έχει εγείρει επανειλημμένα την σκέψη ενός πυρηνικού χτυπήματος. Σύμφωνα με ανώτατους αξιωματούχους των ΗΠΑ, ανώτεροι Ρώσοι στρατιωτικοί ηγέτες έχουν συζητήσει πότε και υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα. Οι ανησυχίες ώθησαν ακόμη και κράτη κοντά στην Ρωσία, ιδίως την Κίνα, να προειδοποιήσουν τη Μόσχα να μην προχωρήσει σε μια πυρηνική ενέργεια.
Το έσχατο όπλο, φυσικά, δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε αυτήν την σύγκρουση και ελπίζεται ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ. Ο κόσμος μπορεί να μην μάθει ποτέ σε ποιο βαθμό οι Ρώσοι ηγέτες το θεώρησαν πραγματική επιλογή ή αν ήταν η σηματοδότηση από την Δύση που έπεισε τη Μόσχα να μην κάνει μια τόσο δραστική επιλογή. Αλλά όσο οι εντάσεις παραμένουν υψηλές μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, η πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου παραμένει, και οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης πρέπει να εξετάσουν πώς θα εμποδίσουν το Κρεμλίνο να χρησιμοποιήσει τους πυραύλους του. Για να γίνει αυτό, πρέπει να κατανοήσουν τα πρωτόκολλα που διέπουν τα πυρηνικά όπλα της Ρωσίας.
Οι πολιτικοί ηγέτες σε όλα τα πυρηνικά εξοπλισμένα κράτη πρέπει να εξισορροπούν δύο ανταγωνιστικές επιταγές: να διασφαλίσουν ότι τα όπλα τους δεν μπορούν ποτέ να χρησιμοποιηθούν χωρίς την κατάλληλη άδεια και να διατηρούν τα όπλα σε κατάσταση συνεχούς ετοιμότητας. Επιλύουν αυτό το δίλημμα με διαφορετικούς τρόπους, σχεδιάζοντας ιδιότυπα συστήματα διοίκησης και ελέγχου που επηρεάζουν την λήψη πυρηνικών αποφάσεων. Στην περίπτωση της Ρωσίας, η διαδικασία εντολής για την χρήση πυρηνικών όπλων απαιτεί την υπογραφή πολλών αξιωματούχων, σε αντίθεση με το σύστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο ανώτατος διοικητής έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων. Τούτου λεχθέντος, ο ρωσικός στρατός έχει δυσανάλογο αντίκτυπο στην πυρηνική πολιτική˙ υπάρχουν λίγοι εξωτερικοί αναλυτές που μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του Κρεμλίνου για τα πυρηνικά όπλα. Και παρόλο που το σύστημα με το οποίο εκδίδονται οι πυρηνικές εντολές είναι αυστηρά συγκεντρωμένο στην Ρωσία, η διοίκηση και ο έλεγχος των πυρηνικών όπλων χαμηλής απόδοσης -ή των λεγόμενων τακτικών [όπλων]- δημιουργεί ιδιαίτερες προκλήσεις για τους Δυτικούς πολιτικούς που επιδιώκουν να αποτρέψουν την ρωσική πυρηνική χρήση.
Αυτές οι προκλήσεις καθιστούν πιο δύσκολο για τους Δυτικούς φορείς χάραξης πολιτικής να γνωρίζουν εάν η Μόσχα έχει διατάξει μια πυρηνική εκτόξευση ή αν προβαίνει σε μια απλή σηματοδότηση, και να διαμορφώσουν πολιτικές που θα μετριάσουν ένα πραγματικό χτύπημα. Όμως, δεδομένων των πρωτοκόλλων της Μόσχας, η Δύση θα πρέπει να δώσει προσοχή όχι μόνο στον Πούτιν αλλά και στους στρατιωτικούς ηγέτες της Ρωσίας όταν σκέφτεται τα πυρηνικά όπλα της Ρωσίας. Η Δύση θα πρέπει επίσης να εκφράσει τους σημαντικούς κινδύνους και το κόστος που συνεπάγεται η αυξημένη πυρηνική σηματοδότηση -και η πραγματική χρήση- προκειμένου να αποτρέψει την Ρωσία. Τελικά, η ασάφεια γύρω από το δόγμα και τα πρωτόκολλα της Ρωσίας σημαίνει ότι η πυρηνική χρήση θα δημιουργούσε μια βαθιά επικίνδυνη κατάσταση που καμία πλευρά ίσως δεν μπορεί να ελέγξει.
ΕΛΕΓΧΟΙ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει πυρηνικά χτυπήματα χωρίς καμία επίβλεψη. Αυτό δεν συμβαίνει στην Ρωσία. Το ρωσικό σύνταγμα, οι αμυντικοί νόμοι της χώρας, το στρατιωτικό της δόγμα, και οι επίσημες Αρχές της για την πυρηνική αποτροπή όντως λένε ότι μόνο ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει την χρήση πυρηνικών όπλων στην μάχη και ότι μόνο ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει δοκιμή πυρηνικών όπλων. Ωστόσο, όλες οι δημόσιες αναφορές για το πυρηνικό σύστημα διοίκησης και ελέγχου της Ρωσίας δείχνουν ότι ο πρόεδρος χρειάζεται την συγκατάθεση άλλων βασικών αξιωματούχων προτού ο στρατός μπορέσει να ακολουθήσει οποιαδήποτε πυρηνική εντολή.
Όπως και ο Αμερικανός ομόλογός του, ο Πούτιν έχει έναν αποκαλούμενο πυρηνικό χαρτοφύλακα που οι βοηθοί του έχουν πάντα μαζί του. Αλλά το ίδιο κάνουν και άλλοι δύο άνθρωποι: ο Sergei Shoigu, ο υπουργός Άμυνας της Ρωσίας, και ο Valery Gerasimov, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του στρατού. Πρέπει να περάσει μια εντολή τόσο από τον χαρτοφύλακα του Πούτιν όσο και από τον χαρτοφύλακα ενός από τους άλλους δύο στρατιωτικούς προτού η Ρωσία μπορέσει να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα. Η υπογραφή του Gerasimov είναι ιδιαίτερα σημαντική, και ίσως ακόμη και απαραίτητη. Κάθε πυρηνική εντολή πρέπει να πιστοποιηθεί μέσω ενός κεντρικού σταθμού πυρηνικής διοίκησης των στρατηγικών πυρηνικών δυνάμεων της Ρωσίας, ο οποίος βρίσκεται υπό την διεύθυνση του γενικού επιτελείου του Gerasimov.
Όπως συμβαίνει με πολλές πτυχές της πυρηνικής στρατηγικής της Ρωσίας, αυτοί οι έλεγχοι και ισορροπίες κληρονομήθηκαν από την Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί ηγέτες προσπάθησαν να διασφαλίσουν ότι κανένα άτομο -για παράδειγμα ένας ηλικιωμένος ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος ή κάποιος που πάσχει από άνοια- δεν θα μπορούσε να εξαπολύσει τον πυρηνικό Αρμαγεδδώνα. Ταυτόχρονα, το σύστημα σχεδιάστηκε για να εμποδίζει τον στρατό να διατάσσει χτυπήματα από μόνος του. Ως αποτέλεσμα, κάθε δημόσια πηγή σήμερα αναφέρει ότι ο Ρώσος πρόεδρος πρέπει να εμπλακεί σε μια πυρηνική εντολή.
Λίγοι άνθρωποι είναι πιο εξοικειωμένοι με αυτό το πρωτόκολλο —και την εξέλιξή του— από τον Πούτιν. Ο πρόεδρος της Ρωσίας ασχολείται προσωπικά με τον πυρηνικό σχεδιασμό για περισσότερα από 20 χρόνια, επιβλέποντας μια σημαντική αναμόρφωση της πυρηνικής στρατηγικής της Ρωσίας το 1998, η οποία αύξησε τον ρόλο των πυρηνικών όπλων στην στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας. Στην συνέχεια υπηρέτησε ως επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB) και γραμματέας του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, θέσεις στις οποίες είδε από κοντά τις πυρηνικές πολιτικές της Ρωσίας. Σε εκδηλώσεις και συνεντεύξεις Τύπου, ο Πούτιν ήταν σε θέση να παραθέσει γεγονότα και θεωρίες σχετικά με την ρωσική πυρηνική στρατηγική ακόμη και σε στιγμές που προφανώς δεν ήταν προγραμματισμένες.
Οι δηλώσεις του Πούτιν για το πυρηνικό δόγμα αντικατοπτρίζουν τις θέσεις του ρωσικού στρατού, όπου βρίσκονται όλοι οι σημερινοί πυρηνικοί σχεδιαστές και υπεύθυνοι χάραξης της πυρηνικής πολιτικής της χώρας. Δεν υπάρχει καμία δεξαμενή σκέψης, κανένα ρωσικό ισοδύναμο της RAND Corporation, που να μπορεί να εγείρει ουσιαστικές προκλήσεις στην ρωσική πυρηνική στρατηγική, και έτσι το γενικό επιτελείο και οι επιστήμονες κυριαρχούν στις συζητήσεις για τα πυρηνικά της χώρας. Ο Πούτιν, φυσικά, θα μπορούσε να έχει την δική του γνώμη και θα μπορούσε να ζητήσει την γνώμη των μελών του στενότερου κύκλου του -όπως ο Nikolai Patrushev, ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αλλά οι απόψεις των ενόπλων δυνάμεων θα ενημερώσουν πιο στενά τις πυρηνικές αποφάσεις του Πούτιν.
Εάν ο Πούτιν εξέταζε σοβαρά την χρήση πυρηνικής ενέργειας, θα συμβουλευόταν τους Gerasimov και Shoigu, οι οποίοι είναι και οι δύο παλιοί στο καθεστώς του και εξακολουθούν να έχουν την εμπιστοσύνη του. Στην συνέχεια, οι επιτελείς του Gerasimov (που επιβλέπουν τον πυρηνικό σχεδιασμό στην Ρωσία) θα παρείχαν στους τρεις ηγέτες βασικές πτυχές της τρέχουσας πολιτικής και των εν εξελίξει συζητήσεων σχετικά με τα πολιτικά αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει η χρήση πυρηνικών όπλων και ποιο είναι το ρίσκο [της χρήσης τους]. Έπειτα, το επιτελείο θα προέβαινε σε σύσταση σχετικά με το αν η Ρωσία θα έπρεπε να πραγματοποιήσει επίθεση ή να επιφυλάξει αυτή την επιλογή για αργότερα. Εάν επρόκειτο να συστήσουν την χρήση πυρηνικών ή έπαιρναν εντολή να θέσουν επιλογές στο τραπέζι, πιθανότατα θα παρείχαν λεπτομερείς συμβουλές σχετικά με το είδος της επίθεσης που πρέπει να εξεταστεί, το όπλο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, το είδος του στόχου που πρέπει να χτυπηθεί, το σημείο στον κόσμο όπου πρέπει να γίνει το χτύπημα, και ποιες θα είναι οι αναμενόμενες συνέπειες.
Μέχρι στιγμής, οι πυρηνικοί στρατηγιστές του ρωσικού στρατού έχουν απασχοληθεί κυρίως με το πόσο σημαντικά θα ήταν αυτά τα όπλα για να πείσουν έναν τεχνολογικά προηγμένο αντίπαλο -ιδίως το ΝΑΤΟ- να εγκαταλείψει τους στόχους του σε έναν πόλεμο με την Ρωσία. Δεν είναι τυχαίο ότι το ρωσικό δόγμα απαιτεί πυρηνική χρήση σε μια σύγκρουση που θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη της Ρωσίας. Οι Ρώσοι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Πούτιν, έχουν διευκρινίσει ότι η εισβολή στην Ουκρανία δεν είναι το είδος του πολέμου στον οποίο η Ρωσία θα καταφύγει στα πυρηνικά όπλα.
Αλλά την ίδια στιγμή, το ρωσικό στρατιωτικό δόγμα παρέχει ελάχιστη καθοδήγηση για την κατάσταση που αντιμετωπίζει αυτήν την στιγμή η Ρωσία στην Ουκρανία, επειδή το ίδιο δόγμα δηλώνει ότι οι ρωσικές συμβατικές δυνάμεις θα πρέπει να είναι σε θέση να κερδίσουν αυτού του είδους τον πόλεμο. Αντίθετα, οι ρωσικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν έναν καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλο από όσο περίμεναν, σε μεγάλο βαθμό λόγω σημαντικών μεταφορών όπλων από την Δύση. Αυτό έχει δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία οι αναλυτές αναρωτιούνται εάν οι ρωσικές απώλειες (για παράδειγμα στην Κριμαία) θα έκαναν τους Ρώσους στρατηγιστές να επανεξετάσουν το κατώφλι για την χρήση πυρηνικών όπλων.
ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Η ανεπαρκής απόδοση του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία εγείρει ερωτήματα σχετικά με το εάν το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας θα είχε καλύτερες επιδόσεις. Παρά τις αποτυχίες στο πεδίο της μάχης, υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα είχε. Οι στρατηγικές πυρηνικές δυνάμεις της Ρωσίας —οι οποίες περιλαμβάνουν τα μεγάλα, εξαιρετικά καταστροφικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς που απειλούν ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες— αποτελούν για δεκαετίες το πιο σημαντικό κομμάτι του στρατού και οι ειδικοί γενικά θεωρούν ότι είναι σε καλύτερη κατάσταση από οποιοδήποτε άλλο μέρος των ενόπλων δυνάμεων. Αλλά τούτα τα όπλα είναι αυτά που είναι λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιηθούν στην Ουκρανία. Αντίθετα, ο κύριος σκοπός τους είναι να αποτρέψουν τα Δυτικά κράτη από το να εμπλακούν άμεσα στο έδαφος για να βοηθήσουν το Κίεβο. Σε αυτό, είχαν μόνο μερική επιτυχία. Το ΝΑΤΟ έχει αποτραπεί από την άμεση ανάμιξη στην σύγκρουση, ωστόσο παρά τις πυρηνικές απειλές της Ρωσίας, οι χώρες του ΝΑΤΟ παρέχουν στην Ουκρανία ένα διαρκώς διευρυνόμενο χαρτοφυλάκιο εξελιγμένων οπλισμών.
Αντίθετα, εάν η Ρωσία σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στην Ουκρανία, το πιθανότερο είναι να στραφεί στο υποστρατηγικό πυρηνικό της οπλοστάσιο (sub-strategic nuclear arsenal). Πρόκειται για πυρηνικά όπλα τοποθετημένα σε αεροπορικές, θαλάσσιες, ή χερσαίες πλατφόρμες που γενικά διανύουν μικρότερες αποστάσεις από το στρατηγικό οπλοστάσιο. Οι κεφαλές τους μπορούν να έχουν μικρότερο αντίκτυπο, με εύρος απόδοσης που κυμαίνεται από ένα έως αρκετές εκατοντάδες κιλοτόνους. (Για αναφορά, η βόμβα που έπεσε στην Χιροσίμα είχε απόδοση περίπου 15 κιλοτόνων). Με άλλα λόγια, αυτά τα όπλα μπορούν να προκαλέσουν περιορισμένες ζημιές στο πεδίο της μάχης και δυνητικά να ισοπεδώσουν ένα ολόκληρο κέντρο πόλης.
Ο πρόεδρος και ένας από τους δύο κορυφαίους στρατιωτικούς αξιωματούχους του και πάλι θα πρέπει να διατάξουν την χρήση τακτικής κεφαλής. Αλλά πέρα από τούτο το βήμα, υπάρχουν λιγότερες διαθέσιμες δημόσιες πληροφορίες σχετικά με αυτό το μέρος του πυρηνικού πρωτοκόλλου της Ρωσίας από όσο για τις διαδικασίες που καθοδηγούν τα μεγαλύτερα όπλα της χώρας. Και τα πρωτόκολλα γύρω από τα όπλα χαμηλής απόδοσης είναι πιο πιθανό να έχουν αλλάξει μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν το ρωσικό δόγμα αύξησε τον αριθμό των σεναρίων στα οποία θα υιοθετούσε πυρηνική χρήση. Για παράδειγμα, είναι πιθανό ότι η άδεια για πυρηνική χρήση έχει πλέον αποσπαστεί από τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης που ανιχνεύουν μια επερχόμενη πυραυλική επίθεση στην Ρωσία. Η χώρα, με άλλα λόγια, φαίνεται να αισθάνεται πιο άνετα με το να είναι η πρώτη που θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε μια σύγκρουση από όσο στο παρελθόν.
Ωστόσο, η Ρωσία διατηρεί αυστηρό πολιτικό έλεγχο των πυρηνικών της όπλων, ο οποίος ενσαρκώνεται από την πολιτική 12η Διεύθυνση του Υπουργείου Άμυνας, μια μονάδα που ελέγχει με φυσικό τρόπο τις ρωσικές πυρηνικές κεφαλές σε κεντρικούς χώρους αποθήκευσης. Εάν η Ρωσία επρόκειτο να αναπτύξει πυρηνικά όπλα, αυτή η διεύθυνση πιθανότατα θα τοποθετούσε τις κεφαλές στους πυραύλους που μπορούν να τους εκτοξεύσουν. Πολλοί από τους πυραύλους που δυνητικά θα μπορούσαν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των επίγειων, μικρού βεληνεκούς πυραύλων Iskander, των θαλάσσιων πυραύλων κρουζ Kalibr, και των βαλλιστικών πυραύλων Kinzhal που εκτοξεύονται από τον αέρα.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Δύσης αναζητούν πρακτικές αποδείξεις ότι η Ρωσία κινείται προς την χρήση τέτοιων όπλων -πράγματι, ο διευθυντής της CIA, William Burns, δήλωσε ότι η παρακολούθηση τέτοιων ενδείξεων παραμένει μια από τις πιο σημαντικές αρμοδιότητές του. Ωστόσο, η παρατήρηση της πυρηνικής δραστηριότητας δεν θα αποδείκνυε απαραίτητα ότι η Ρωσία είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα. Η Ρωσία διεξήγαγε μια δοκιμή διαδικασίας πυρηνικής ανάπτυξης το 2013 ως μέσο για να σηματοδοτήσει στην Δύση ότι ήταν πρόθυμη να αυξήσει το πυρηνικό της πλεονέκτημα. Ωστόσο, μια τέτοια δραστηριότητα θα έδειχνε τουλάχιστον ότι είναι πιθανή μια πυρηνική επίθεση. Οι Δυτικοί και Ουκρανοί ηγέτες θα μπορούσαν στην συνέχεια να λάβουν μέτρα για να πείσουν τους Ρώσους αξιωματούχους να αντιστρέψουν την πορεία τους. Τέτοια βήματα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ενημέρωση των Ρώσων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν με μια τέτοια κίνηση. Θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν στρατιωτική σηματοδότηση για την υποστήριξη του οποιουδήποτε μηνύματος. Και θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αύξηση της πίεσης στη Μόσχα μέσω μη συμβατικών καταναγκαστικών μέτρων, όπως οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο.
Η επιτυχία αυτών των προσπαθειών θα εξαρτάτο, φυσικά, από το αν το Κρεμλίνο είναι δεκτικό στο να αποτραπεί. Αλλά θα εξαρτάτο επίσης από το εάν η Μόσχα θα μπορούσε αξιόπιστα να επιστρέψει τα όπλα της σε κεντρική αποθήκευση μόλις φτάσουν στο πεδίο ή αν θα μπορούσε να αποσύρει αξιόπιστα μια εντολή εκτόξευσης που είχε ήδη εκδοθεί σε έναν διοικητή πεδίου. Η Ρωσία πιθανότατα εξασκεί και εκπαιδεύει για διαδικασίες ανάκτησης, όπως αποδείχθηκε από την άσκηση του 2013. Ωστόσο, η εκτέλεση μιας τέτοιας εντολής θα ήταν άνευ προηγουμένου στην Ρωσία, όπως θα ήταν σε οποιοδήποτε άλλο κράτος με πυρηνικά όπλα. Για τους Δυτικούς συνομιλητές, αυτή η αβεβαιότητα καθιστά δυσκολότερη τη μετάδοση κρίσιμων κόκκινων γραμμών σχετικά με την χρήση των ρωσικών πυρηνικών στους ηγέτες του Κρεμλίνου και τον καθορισμό του τι θα μπορούσε να γίνει για να σταματήσει η χώρα να χρησιμοποιεί πυρηνικά όπλα μόλις αυτά φύγουν από την αποθήκευση.
ΛΕΠΤΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Δυτικοί αξιωματούχοι ελπίζουν ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσουν μια ρωσική πυρηνική επίθεση. Ο Πούτιν φαίνεται ακόμα να πιστεύει ότι τα συμβατικά όπλα μπορούν να φέρουν μια νίκη (ή τουλάχιστον μια μερική νίκη) στην Ουκρανία. Και παρόλο που έχει την μεγαλύτερη εξουσία στο πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας, ο Πούτιν θα έπρεπε να διαβουλευθεί με τους αμυντικούς του συμβούλους, οι οποίοι θα μπορούσαν να έρθουν σε ρήξη με τον πρόεδρο για οποιοδήποτε επιδιωκόμενο χτύπημα. Ο στρατός φαίνεται πεπεισμένος ότι η Ρωσία θα πρέπει να κρατήσει τα πυρηνικά όπλα για έναν πιθανό πόλεμο με το ΝΑΤΟ: ένα γεγονός που η Μόσχα θέλει απεγνωσμένα να αποφύγει, αλλά κι ένα γεγονός που η ρωσική πυρηνική χρήση στην Ουκρανία θα μπορούσε να προκαλέσει.
Η σχετική λογική του στρατού, ωστόσο, μπορεί να μην αντέξει μπροστά σε πιο σημαντικές ρωσικές απώλειες -όπως μια επιτυχημένη ουκρανική εκστρατεία για την Κριμαία ή μεγάλες ουκρανικές επιθέσεις στην ρωσική ενδοχώρα με όπλα που παρέχονται από το ΝΑΤΟ. Οι Δυτικές χώρες έχουν μέχρι στιγμής ακροβατήσει σε μια λεπτή γραμμή προμηθεύοντας την Ουκρανία με ουσιαστικές ικανότητες αλλά αποφεύγοντας να παρέχουν συστήματα μάχης που είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν άμεση αντιπαράθεση με τη Μόσχα. Όμως, καθώς η Ουκρανία προχωρά και βελτιώνει τις ικανότητές της, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Δύσης θα πρέπει να συνεχίσουν να προσπαθούν να καταλάβουν πού βρίσκονται οι κόκκινες γραμμές της Ρωσίας. Διαφορετικά, μπορεί κάλλιστα να ανακαλύψουν τα όρια της Μόσχας μόνο αφού τα έχουν υπερβεί.
Η πιο επικίνδυνη στιγμή θα είναι όταν η Ουκρανία βρίσκεται στο κατώφλι της νίκης και ο Πούτιν αισθάνεται ότι μπορεί να σώσει την εισβολή του μόνο μέσω μιας άνευ προηγουμένου κλιμάκωσης. Αλλά μια άλλη επικίνδυνη στιγμή θα έρθει εάν οι Ρώσοι στρατιωτικοί ή πολιτικοί ηγέτες αποφασίσουν ότι μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ είναι αναπόφευκτη. Είναι αυτό το δεύτερο ενδεχόμενο που οι Δυτικοί πολιτικοί θα πρέπει να επιδιώξουν ενεργά να μετριάσουν, χρησιμοποιώντας βαθμονομημένη αποτρεπτική επικοινωνία και στρατιωτικούς ελιγμούς που δεν μπορούν να παρερμηνευθούν ως προετοιμασίες για μια επιχείρηση κατά της Ρωσίας.
Μια πυρηνική επίθεση είναι απίθανο να βοηθήσει την Ρωσία να κερδίσει τον επιθετικό της πόλεμο στην Ουκρανία. Η θεωρία της Μόσχας σχετικά με την πρώτη χρήση -ότι θα αναγκάσει μια τρομοκρατημένη Ουκρανία και μια κλονισμένη Δύση να ζητήσουν ειρήνη αντί να συνεχίσουν να πολεμούν- είναι απίθανο να επιβεβαιωθεί. Οι Ουκρανοί φαίνονται αφοσιωμένοι να πολεμήσουν με οποιοδήποτε κόστος, και ο περισσότερος τρόμος θα σκληρύνει την αποφασιστικότητά τους. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Δύσης δεν θα αφήσουν τον Πούτιν να την γλυτώσει με την χρήση πυρηνικών όπλων για να πετύχει την κατάκτηση, μια πράξη που θα δημιουργούσε ένα τρομερό προηγούμενο. Αντίθετα, θα τους οδηγήσει να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να κάνουν την Ρωσία να πληρώσει το τίμημα για την επιθετικότητά της.
Αλλά η ρωσική πυρηνική χρήση στην Ουκρανία ή πέρα από αυτήν θα προκαλούσε φρικτή καταστροφή. Θα οδηγούσε τους Δυτικούς και τους Ρώσους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων σε αχαρτογράφητο έδαφος. Θα παρήγαγε εξαιρετικά δύσκολες επιλογές για τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με μια σειρά ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένου, για παράδειγμα, του σωστού επιπέδου πολιτικής και στρατιωτικής καταδίκης και τιμωρίας. Θα προκαλούσε επίσης το ΝΑΤΟ να διαμορφώσει μια κατάλληλη απάντηση. Εν ολίγοις, η κατάσταση θα απαιτούσε βαθμονομημένη κρατική πρακτική από ηγέτες σε όλο τον κόσμο για να αποκλιμακωθεί από αυτό που θα ήταν η πιο επικίνδυνη στιγμή στην σύγχρονη ιστορία.