Το 1997, ένας μοναχικός λύκος διέσχισε μια παγωμένη γέφυρα που συνέδεε τον Καναδά με την απομακρυσμένη νήσο Ρουαγιάλ, η οποία βρίσκεται στα ανοικτά των ακτών του Μίσιγκαν και φημίζεται για την πλούσια βιοποικιλότητά της.
Η άφιξή του έφερε τεράστιες αλλαγές στον ευρύτερο πληθυσμό των λύκων του νησιού- οι οποίοι είχαν χτυπηθεί από ασθένειες- και προκάλεσε αλυσιδωτές επιδράσεις που βελτίωσαν την υγεία του συνολικού δασικού οικοσυστήματος, όπως διαπιστώνει μια νέα μελέτη.
«Θέματα όπως η αιμομιξία και η χαμηλή γενετική ποικιλομορφία αποτελούν σημαντικά ζητήματα για τους επιστήμονες», δήλωσε στο AFP η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Σάρα Χόι, οικολόγος στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.
«Όμως αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι αυτά τα γενετικά ζητήματα δεν επηρεάζουν μόνο τον συγκεκριμένο πληθυσμό και αυξάνουν τον κίνδυνο εξαφάνισης, αλλά έχουν μεγάλες επιπτώσεις σε όλα τα άλλα είδη», τόνισε.
Οι πρώτοι λύκοι έφτασαν στο νησί στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και η κύρια λεία τους ήταν οι άλκεις. Σε εκείνη την περιοχή, οι επιστήμονες διεξήγαγαν την μακροβιότερη μελέτη συστήματος θηρευτή-θηράματος οπουδήποτε στον κόσμο. Τη δεκαετία του ‘80 όμως, οι λύκοι χτυπήθηκαν από τον παρβοϊό του σκύλου (CPV), ο οποίος μείωσε τον αριθμό τους από 50 σε 12. Αν και ο ιός εξαλείφθηκε τελικά, ο πληθυσμός δεν ανέκαμψε αμέσως εξαιτίας της αιμομιξίας, η οποία επηρέασε αρνητικά την αναπαραγωγική διαδικασία προκαλώντας προβλήματα υγείας, όπως παραμορφώσεις της σπονδυλικής στήλης που συχνά παρατηρούνται σε καθαρόαιμους σκύλους.
«Αν είσαι ένας άγριος λύκος και πρέπει να σκοτώσεις ένα θήραμα όπως μια άλκη που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερη από σένα, αυτό μπορεί να κάνει τη ζωή στην άγρια φύση πραγματικά δύσκολη για σένα», εξήγησε η Χόι.
Οι επιστήμονες ονόμασαν τον «μετανάστη» λύκο M93 και του έδωσαν το παρατσούκλι «Ο γέρικος γκρίζος τύπος». Ο Μ93 δεν είχε σχέση με τον υπάρχοντα πληθυσμό και ήταν ασυνήθιστα μεγάλος – ένα σημαντικό πλεονέκτημα όταν υπερασπίζονταν την περιοχή από άλλα ζώα. Σύντομα ζευγάρωσε με μία από τις τρεις αγέλες λύκων του νησιού. Από τα ζευγαρώματα γεννήθηκαν 34 κουτάβια, γεγονός που βελτίωσε σημαντικά τη γενετική υγεία του πληθυσμού των λύκων.
Αποκατάσταση της ισορροπίας
Οι άλκεις είναι αδηφάγα φυτοφάγα ζώα, καταναλώνοντας έως και 14 κιλά βλάστησης την ημέρα. Μειώνοντας τον αριθμό τους, οι λύκοι επανέφεραν την ισορροπία στο δάσος. Με λιγότερες άλκεις, τα δέντρα άρχισαν να αναπτύσσονται με ρυθμούς που δεν είχαν δει οι ερευνητές εδώ και δεκαετίες. Η επιτυχία που επέφερε η άφιξη του M93 διήρκεσε περίπου μια δεκαετία. Στη συνέχεια όμως, η κατάσταση επιδεινώθηκε και πάλι. Μέχρι το 2008, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, το 60% των γονιδίων του τοπικού πληθυσμούτων λύκων προερχόταν από τον M93. Ωστόσο, μέχρι το 2015, επέστρεψε η αιμομιξία η οποία οδήγησε σε ραγδαία μείωση του πληθυσμού. Το 2018 όμως, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης που επανέφερε την ισορροπία στο σύστημα, και σήμερα υπάρχουν περίπου 30 λύκοι και περίπου 1000 άλκεις στο νησί.
Για την Χόι, ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την ιστορία, είναι ότι η εισαγωγή ενός μόνο μικρού αριθμού ζώων θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλους απειλούμενους πληθυσμούς θηρευτών που υποφέρουν από τις βλαβερές συνέπειες της αιμομιξίας, όπως τα λιοντάρια ή τα τσιτάχ, προκειμένου να βελτιώσουν τα οικοσυστήματά τους.
Ο Γουίλιαμ Ριπλ, καθηγητής οικολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε στο AFP ότι πρόκειται για μια «σημαντική μελέτη» που προάγει την κατανόηση «δείχνοντας ότι οι γενετικές διαδικασίες μπορούν να περιορίσουν τις οικολογικές επιδράσεις ενός είδους-κλειδί, του γκρίζου λύκου».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο «Science Advances».
ΠΗΓΗ: Science Alert