Barbara Ehrenreich
Κάποτε ξέραμε πώς να μαζευόμαστε και να κουβεντιάζουμε φανερώνοντας ο ένας στον άλλο τον πραγματικό του εαυτό. Έπειτα, στις αρχές του 17ου αιώνα, ξέσπασε γενική επιδημία κατάθλιψης, και έκτοτε η κατάθλιψη αποτελεί μέρος της ζωής μας. Κάποιο λάθος κάναμε, ποιο όμως;
Πρώτη η Αγγλία τον 17ο αιώνα, και στη συνέχεια ολόκληρος ο ευρωπαϊκός κόσμος, προσβλήθηκε από ένα φαινόμενο που σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιδημία κατάθλιψης. Η ασθένεια έπληττε όχι μόνο τους νέους αλλά και τους ηλικιωμένους, βυθίζοντάς τους από μήνες έως χρόνια ολόκληρα σε νοσηρή αδράνεια και ακατεύναστους φόβους, και φαινόταν να τρέφει ιδιαίτερη προτίμηση –ίσως επειδή έγραφαν περισσότερα αλλά και γιατί γράφονταν περισσότερα για αυτούς– σε επιτυχημένους και ευφυείς ανθρώπους. Ο πουριτανός συγγραφέας Τζων Μπάνυαν, ο πολιτικός Όλιβερ Κρόμγουελ, οι ποιητές Τόμας Γκρέυ και Τζων Νταν, καθώς και ο θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος Σάμιουελ Τζόνσον συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πρώτα πασίγνωστα θύματά της. Για τον ιατρικό κλάδο όμως αυτή η αρρώστια ήταν ένα ενοχλητικό αίνιγμα, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ στην ακραία μορφή της οδηγούσε στην αυτοκτονία. Το 1733 ο δρ Τζωρτζ Τσέυν υπέθεσε ότι το κλίμα της Αγγλίας, σε συνδυασμό με τον καθιστικό τρόπο ζωής και την αστικοποίηση, «προκάλεσαν μια νόσο με αποτρόπαια και τρομακτικά συμπτώματα, ως επί το πλείστον άγνωστα στους προγόνους μας, που για πρώτη φορά προξένησε τόσους θανάτους και έπληξε τόσο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε όλες τις γνωστές χώρες. Αυτές οι νευρικές διαταραχές υπολογίστηκε ότι αποτελούσαν το ένα τρίτο από τα παράπονα των πασχόντων στην Αγγλία».
Για τους Άγγλους, η ασθένεια ήταν «η πάθηση των Άγγλων». Όμως τα υγρά Βρετανικά Νησιά δεν ήταν η μόνη περιοχή που είχε εμφανιστεί η ασθένεια – είχε προσβάλει όλη την Ευρώπη.
Η ασθένεια συνέχισε να εξαπλώνεται κατά τον 20ό αιώνα, όταν έρχονται στο φως κάποιες σχετικά έγκυρες στατιστικές, και αυτή η εξάπλωση δεν είναι δυνατό να οφείλεται στη γενικότερη προθυμία των γιατρών και των ασθενών να την καταγράψουν. Τα ποσοστά της σχιζοφρένειας, των διαταραχών πανικού και οι φοβίες π.χ. δεν παρουσίασαν καμιά αύξηση, όπως θα περίμενε κανείς αν πράγματι η μόνη αλλαγή αφορούσε την καταγραφή των ψυχικών ασθενειών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κατάθλιψη είναι σήμερα η πέμπτη κύρια αιτία θανάτου και αναπηρίας στον κόσμο, ενώ η ισχαιμική καρθιοπάθεια ακολουθεί στην έκτη θέση. Ο θάνατος επέρχεται κυρίως μέσω της αυτοκτονίας, αλλά ακόμα και η ήπια μορφή κατάθλιψης –που είναι γνωστή ως δυσθυμία και χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα να βιώσει κανείς τη χαρά– μπορεί να αποβεί καταστροφική καθώς ο ασθενής γίνεται πιο ευάλωτος σε σοβαρές σωματικές ασθένειας όπως στον καρκίνο και στις καρδιοπάθειες. Πέρα από πάθηση των διασήμων και επιτυχημένων, σήμερα γνωρίζουμε ότι η ασθένεια προσβάλλει πιο συχνά τους φτωχούς από τους πλούσιους, και είναι πιο συνηθισμένη στις γυναίκες από τους άντρες.
Τα τελευταία χρόνια μόνο, εκατοντάδες βιβλία, άρθρα και τηλεοπτικές εκπομπές έχουν αφιερωθεί στην κατάθλιψη· στις επιπτώσεις που έχει στο άτομο, στη σχέση της με το φύλο, στο ρόλο που διαδραματίζουν οι γενετικοί παράγοντες, στην αποτελεσματικότητα των φαρμακευτικών αγωγών. Ωστόσο, απ’ όσο γνωρίζω, κανείς δεν έχει ισχυριστεί ως σήμερα ότι η επιδημία είναι δυνατόν να εμφανίστηκε σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, και να οφείλεται στις πολιτισμικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή, οι οποίες ισχύουν ή ίσως εντάθηκαν από τότε. Η αδυναμία να εξετάσουμε τις ιστορικές καταβολές της ασθένειας μπορεί, εν μέρει, να προέρχεται από την έμφαση που δόθηκε στους διάσημους ασθενείς του παρελθόντος, γεγονός που αποθαρρύνει τη στατιστική ή επιδημιολογική προοπτική. Αλλά ακόμα και αν η απαρχή της επιδημίας ανάγεται κάπου ανάμεσα στον 16ο και τον 17ο αιώνα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ακόλουθο ερώτημα: θα μπορούσε αυτή η καταφανής μείωση της δυνατότητάς μας να βιώσουμε τη χαρά να συνδέεται με τον περιορισμό των ευκαιριών που έχουμε να γευτούμε τη χαρά, όπως γίνεται π.χ. με το καρναβάλι και άλλες παραδοσιακές γιορτές;
Έχουμε επαρκή στοιχεία να υποθέτουμε ότι κάτι σαν επιδημία κατάθλιψης ξέσπασε γύρω στο 1600, τότε που ο αγγλικανός ιερέας Ρόμπερτ Μπάρτον εκπόνησε την «ανατομία» της ασθένειας, η οποία εκδόθηκε το 1621 ως Η ανατομία της μελαγχολίας. Η μελαγχολία, όπως ονομαζόταν ως τον 20ό αιώνα, είναι βέβαια αρχαίο πρόβλημα, αφού ο Ιπποκράτης έχει περιγράψει τα συμπτώματά της από τον 5ο αιώνα π.Χ. Τον 14ο αιώνα τη γνώριζαν οι χαρακτήρες του Τσώσερ, καθώς και οι κληρικοί του ύστερου Μεσαίωνα, που την ήξεραν ως «ακηδία». Έτσι, πάντα υπήρχε κάποια μορφή μελαγχολίας – δυστυχώς δεν διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία για την ξαφνική αύξησή της στην πρoνεωτερική Ευρώπη, όπου δεν υπήρχε ούτε το επάγγελμα του ψυχιάτρου ούτε το δημόσιο σύστημα υγείας που θα κατέγραφε τον αριθμό των πασχόντων. Γνωρίζουμε μονάχα ότι κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα τα ιατρικά βιβλία για τη μελαγχολία και η λογοτεχνία με αυτό το θέμα είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό, μέρος του οποίου σίγουρα θα ήταν άνθρωποι που έπασχαν οι ίδιοι από μελαγχολία.
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη μελαγχολία δεν αποτελεί, ωστόσο, ένδειξη ότι κλιμακώθηκε ουσιαστικά η εξάπλωση της ίδιας της μελαγχολίας. Όπως ισχυρίζεται ο ιστορικός Ρόυ Πόρτερ, η ασθένεια μπορεί να έγινε της μόδας τόσο ως ιατρική διάγνωση αλλά και ως πρόβλημα ή στάση ζωής, που προσέβαλε μόνο τους νωθρούς πλούσιους και υποδήλωνε την ανία ή την αποστασιοποίηση. Δίχως καμιά αμφιβολία η ιατρική προκατάληψη ότι ήταν η ασθένεια των χαρισματικών ή τουλάχιστον των ευκατάστατων συνέβαλε ώστε να θεωρηθεί γοητευτική διάγνωση για όσους επιθυμούσαν να ανέλθουν στην κοινωνική κλίμακα ή για όσους ήταν απλά κακόκεφοι.
Όμως η μελαγχολία δεν έγινε δημοφιλής στάση ζωής παρά έναν ολόκληρο αιώνα μετά την ενασχόληση του Μπάρτον με το θέμα, και όταν ακόμα έγινε δημοφιλής, το ερώτημα παραμένει: για ποιο λόγο έγινε της μόδας αυτή η συγκεκριμένη στάση ζωής και όχι κάποια άλλη; Για παράδειγμα, μια υπερφίαλη αμεριμνησία θα ταίριαζε περισσότερο στην εποχή του ιμπεριαλισμού σε σύγκριση με αυτή την πάθηση που οδηγεί στην εξασθένηση και στο μαρασμό. Και στο Διαφωτισμό –άλλο ένα πασίγνωστο ρεύμα της εποχής– πιθανόν να ταίριαζε περισσότερο μια διάθεση ασίγαστης ανυπομονησίας.
Ούτε είναι επαρκής ο ισχυρισμός ότι η προφανής επιδημία μελαγχολίας δεν ήταν παρά ένα κυνικό κατασκεύασμα των ανθρώπων που επωφελήθηκαν γράφοντας για αυτή, εφόσον ορισμένοι αυτοανακηρύχτηκαν θύματά της. Ο Ρόμπερτ Μπάρτον παραδέχτηκε ότι «γράφω για τη μελαγχολία, προσπαθώντας να ξεφύγω από αυτή». Ο Τζωρτζ Τσέυν προσβλήθηκε από τη νόσο, αλλά θεραπεύτηκε ως εκ θαύματος με μια φυτική δίαιτα δικής του επινόησης. Ο Άγγλος Τζων Μπράουν τον 19ο αιώνα, μετά την κυκλοφορία του δημοφιλούς βιβλίου του για τη μελαγχολία, αυτοκτόνησε. Κάτι συνέβηκε από το 1600 και μετά, και το αναγνωστικό κοινό άρχισε να δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για τη μελαγχολία. Η πιο απλή εξήγηση είναι ότι, σε σύγκριση με το παρελθόν, η μελαγχολία είχε πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις.
Υπάρχει η πιθανότητα το φαινόμενο της πρώιμης «επιδημίας της μελαγχολίας» και το φαινόμενο της κατάπνιξης των κοινοτικών τελετών και των εορταστικών εκδηλώσεων να είναι συνυφασμένα με διάφορους τρόπους. Μπορεί π.χ. τα καταθλιπτικά άτομα, εξαιτίας της ασθένειάς τους, να έχασαν κάθε ενδιαφέρον για τις κοινοτικές εορταστικές εκδηλώσεις και να άρχισαν να τις αντιμετωπίζουν με αποστροφή. Υπάρχουν όμως και άλλες πιθανότητες. Και πρώτα πρώτα, ότι τόσο η εξάπλωση της κατάθλιψης όσο και η μείωση των κοινοτικών εκδηλώσεων είναι συμπτώματα μιας βαθύτερης υποκείμενης ψυχολογικής αλλαγής, που ξεκίνησε πριν από 400 χρόνια περίπου και συνεχίζεται ως σήμερα. Η δεύτερη, αλλά και πιο ενδιαφέρουσα, πιθανότητα είναι ότι η εξαφάνιση του παραδοσιακού γλεντιού ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλε στην εξάπλωση της κατάθλιψης.
Θα ένιωθε δέος κανείς μπροστά στην υπόθεση μιας «βαθύτερης υποκείμενης ψυχολογικής αλλαγής», ευτυχώς όμως πολλοί αξιόλογοι μελετητές έχουν ήδη εισχωρήσει σε αυτό το δύσβατο πεδίο. «Οι ιστορικοί του ευρωπαϊκού πολιτισμού συμφωνούν επί της ουσίας», έγραψε ο Λάιονελ Τρίλλινγκ το 1972, «ότι στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα συντελέστηκε ένας είδος μεταλλαγής στην ανθρώπινη φύση». Αυτή η αλλαγή έχει ονομαστεί απαρχή της υποκειμενικότητας ή ανακάλυψη του εσώτερου εαυτού, και εφόσον είναι εύλογο να υποθέτουμε ότι όλοι οι άνθρωποι, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, είχαν κάποια αίσθηση της ατομικότητας και ικανότητα για υποκειμενική περισυλλογή, στην ουσία κάνουμε λόγο για μια επίταση, και μάλιστα δριμεία, της οικουμενικής ανθρώπινης ικανότητας να αντιμετωπίζει τον κόσμο ως ένα αυτόνομο «εγώ» που ξεχωρίζει από τους «άλλους», τους οποίους βλέπει με δυσπιστία. Η ευρωπαϊκή αριστοκρατία είχε ήδη υποστεί αυτή την ψυχολογική μετάλλαξη κατά τη μεταμόρφωσή της από τάξη πολεμιστών σε ένα σύνολο αυλικών, και είχε αποποιηθεί την ευθύτητα και τον αυθορμητισμό της για χάρη μιας επιφυλακτικότητας απέναντι στους άλλους. Προς τα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, αυτή η αλλαγή εξαπλώνεται πιο πολύ και επηρεάζει τους τεχνίτες, τους χωρικούς και τους εργάτες. Η νέα «έμφαση που δίνεται στην απελευθέρωση και την αυτοσυνείδηση», όπως επισημαίνει ο Λούις Σας, παρέχει τη δυνατότητα στο άτομο να γίνει πιο αυτόνομο και να αντιμετωπίζει με περίσκεψη τις υπάρχουσες κοινωνικές συμβάσεις, γεγονός αναμφισβήτητα θετικό. Ωστόσο, μπορεί να μεταμορφώσει το άτομο σε απροσπέλαστο οχυρό που δεν επιτρέπει σε κανέναν να το πλησιάσει.
Οι ιστορικοί συνάγουν αυτή την ψυχολογική αλλαγή από μια σειρά αδιαμφισβήτητων μεταβολών που σημειώθηκαν στην προνεωτερική εποχή πρώτα στην αστική τάξη των πόλεων ή στην ανώτερη μεσαία τάξη. Γίνονται της μόδας οι καθρέφτες, κυρίως ανάμεσα σε εκείνους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να τους αγοράσουν, γιατί εκεί μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον εαυτό του, οι αυτοπροσωπογραφίες (ο Ρέμπραντ φιλοτέχνησε περισσότερες από πενήντα), καθώς και οι αυτοβιογραφίες όπου μπορεί κανείς να συντάξει και να επεξεργαστεί την εικόνα που έχει προβάλει στους άλλους. Στα σπίτια των αστών, οι δημόσιοι χώροι τους οποίους μπορούν να επισκεφτούν οι ξένοι διαφοροποιούνται για πρώτη φορά από τους ιδιωτικούς χώρους (π.χ. τα υπνοδωμάτια) όπου μπορεί κανείς να αποσυρθεί, να βγάλει το προσωπείο και να «νιώσει ο εαυτός του». Οι πιο κόσμιες μορφές διασκέδασης –το θέατρο και η όπερα, που καθηλώνουν τον κάθε θεατή στο δικό του κάθισμα– συνιστούν έναν εναλλακτικό τρόπο ψυχαγωγίας από τις σεξουαλικά απελευθερωμένες και σαρκικές τέρψεις του καρναβαλιού. Ακόμα και η λέξη «εαυτός», όπως παρατηρεί ο Τρίλλινγκ, παύει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως αυτοπαθή αντωνυμία ή επιτατικό μόριο και καταλαμβάνει τη θέση ανεξάρτητου ουσιαστικού, που αναφέρεται σε κάποιον εσώτερο πυρήνα, εκ πρώτης όψεως δυσδιάκριτο για τους άλλους.
Η έννοια του εαυτού που κρύβεται πίσω από την εμφάνιση του ατόμου και μεταφέρεται από τη μια κατάσταση στην άλλη αποδίδεται συνήθως στη νέα δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης. Στον μεσαιωνικό πολιτισμό, ήσουν ό,τι έδειχνες (χωρικός, έμπορος ή αριστοκράτης), και κάθε προσπάθεια να αλλάξει κανείς κοινωνική θέση ήταν δυνατόν να εκληφθεί ως θρασύτατη εξαπάτηση. Στα τέλη του 16ου αιώνα όμως, η κοινωνική ανέλιξη ήταν ένα ενδεχόμενο πιθανό ή τουλάχιστον νοητό, γεγονός που ανήγαγε την «εξαπάτηση» σε καθολικό τρόπο ζωής. Αν δεν ήταν κανείς ευγενής ή αξιοσέβαστος αστός, σίγουρα έβρισκε τον τρόπο να συμπεριφερθεί ως τέτοιος. Έτσι εξηγείται στην Αγγλία του 17ου αιώνα η απήχηση των βιβλίων που έδιναν οδηγίες σε επίδοξα μέλη της αριστοκρατίας πώς να συμπεριφέρονται, πώς να γράφουν ένα εντυπωσιακό γράμμα και να επιλέγουν μια κοινωνικά συμφέρουσα σύζυγο.
Έτσι εξηγείται και ο νέος ενθουσιασμός για το θέατρο, που δομείται γύρω από την έννοια του ηθοποιού ο οποίος διαφοροποιείται από τους ρόλους του. Όμως θα περάσει καιρός μέχρι να εμπεδώσει ο κόσμος αυτή την έννοια· τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του θεάτρου, οι ηθοποιοί που υποδύονταν τους παλιανθρώπους κινδύνευαν να δεχτούν επίθεση από θυμωμένους θεατρόφιλους στο δρόμο. Εντός του θεάτρου, το κοινό γοητευόταν από τα έργα που περιλάμβαναν περίπλοκες απάτες: η Πόρσια του Σαίξπηρ παριστάνει έναν νομικό, η Ροζαλίντα μεταμφιέζεται σε αγόρι, η Ιουλιέτα σκηνοθετεί το θάνατό της. Ο Μπάρτον, που γράφει λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Σαίξπηρ, θλίβεται από τη διαπίστωση ότι η ηθοποιία δεν περιορίζεται μόνο στο θέατρο, καθώς «οι άνθρωποι, όπως και οι θεατρίνοι, υποδύονται ένα πλήθος ρόλων». Ήταν οδυνηρό, κατά τη γνώμη του, «να βλέπει κανείς έναν άνθρωπο να παίρνει χίλιες μορφές σαν το χαμαιλέοντα… να υποδύεται είκοσι ρόλους και πρόσωπα προς όφελός του… να έχει πολλαπλά πρόσωπα, παρουσιαστικά και χαρακτήρες, ανάλογα με ποιον συναντάει». Ο εσώτερος εαυτός, που μπορεί να αλλάζει ενδύματα και συμπεριφορά ανάλογα με την περίσταση, μοιάζει με επιδέξιο τεχνίτη τόσο πολυάσχολο και επιφυλακτικό που αδυνατεί να γευτεί τη χαρά του γλεντιού. Όσο για την εικόνα που προβάλλει ο εσώτερος εαυτός προς την κοινωνία, ποιος θα ήθελε να «χάσει τον εαυτό του» μετέχοντας στις κοινοτικές απολαύσεις του καρναβαλιού όταν έχει καταβάλει τόση προσπάθεια και κόπο για να τον οικοδομήσει;
Τόσο μεγάλη αξία δίνει ο πολιτισμός μας στον «εσώτερο εαυτό» που η απόκτησή του παρουσιάζεται σαν αδιαμφισβήτητο σημάδι προόδου – προϋπόθεση, όπως το αποκαλεί ο Τρίλλινγκ, για την «εμφάνιση του σύγχρονου Ευρωπαίου και Αμερικανού». Χωρίς αμφιβολία αυτή η αίσθηση της ατομικότητας και της προσωπικής αυτονομίας, «της απρόσκοπτης ελευθερίας να ρωτάμε και να εξερευνούμε», σύμφωνα με τον ιστορικό Γι-Φου Τουάν, επέτρεψε σε ανθρώπους όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος και ο Γαλιλαίος να αψηφήσουν το δόγμα του καθολικισμού βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους. Τι είναι προτιμότερο, ένας θαρραλέος, ή μάλλον άπληστος και ανταγωνιστικός, ατομικισμός ή μια μεσαιωνική (ή, στην περίπτωση των πολιτισμών που δεν ανήκαν στον ευρωπαϊκό χώρο, μια «πρωτόγονη») προσωπικότητα, τόσο τελματωμένη στα πλαίσια της κοινότητας και των τελετών της που αδυνατεί να διαφοροποιήσει τον «εαυτό» της; Από την οπτική γωνία της εποχής μας, η επιλογή, ας πούμε, είναι προφανής. Δεν έχουμε γνωρίσει κάτι διαφορετικό.
Υπάρχει όμως το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για τον αισιόδοξο ατομικισμό που συσχετίζουμε με πιο φωτεινές πτυχές της προνεωτερικής εποχής, την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό. Όπως γράφει ο Τουάν, «στην άλλη όψη» της νέας αυτής αίσθησης της προσωπικής αυτονομίας υπάρχει «η αποξένωση, η μοναξιά, ένα αίσθημα αποστασιοποίησης, η απώλεια της φυσικής ζωτικότητας και της αγνής τέρψης, καθώς και ένα αίσθημα βάρους επειδή η πραγματικότητα δεν έχει κανένα νόημα εκτός από αυτό που της προσδίδει το άτομο». Μάλιστα, η μόνη συνθήκη που αδιαφιλονίκητα συνδέεται με την αιτιολογία της κατάθλιψης είναι αυτή η αίσθηση της αποξένωσης. Όπως σημείωσε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Εμίλ Ντυρκέμ τον 19ο αιώνα, «αρχικά η κοινωνία ήταν το παν, το άτομο δεν ήταν τίποτε… Σταδιακά όμως τα πράγματα άλλαξαν. Καθώς οι κοινωνίες πλήθαιναν και γίνονταν πιο πυκνές, οι ατομικές διαφορές πολλαπλασιάζονταν, και πλησιάζει η στιγμή που ο μόνος δεσμός ανάμεσα στα μέλη μιας ανθρώπινης ομάδας δεν θα είναι παρά η ανθρώπινη φύση τους». Η άδηλη πλευρά της ηρωικής αυτονομίας, που θεωρητικά αντιπροσωπεύει ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της προνεωτερικής και νεωτερικής εποχής, είναι η ριζική αποξένωση που επιφέρει την κατάθλιψη και μερικές φορές το θάνατο.
Παρ’ όλα αυτά, η νέα μορφή προσωπικότητας που αναδύθηκε τον 16ο και τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη δεν είναι τόσο αυτόνομη και τόσο αυτοπροσδιοριζόμενη όσο ισχυρίζονταν. Το εγωκεντρικό άτομο όχι μόνο δεν ήταν αποκομμένο από το άμεσο ανθρώπινο περιβάλλον του, αλλά αγωνιούσε διαρκώς για τις προσδοκίες των άλλων και για το πόσο κατάφερνε να τις εκπληρώσει. «Πώς τα πήγα;», ρωτάει να μάθει αυτός ο δήθεν αυτόνομος «εαυτός». «Τι εντύπωση έκανα;».
Και δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια της κοινωνίας εμφανίζεται την ίδια εποχή που παρουσιάζεται και η έννοια του εαυτού. Αυτό όμως που φαίνεται να απασχολεί τον νέο και δήθεν αυτόνομο εαυτό είναι η γνώμη των άλλων, που συνολικά συνθέτουν την «κοινωνία». Οι καθρέφτες π.χ. δεν αντικατοπτρίζουν τον «εαυτό» μας, παρά μόνο ό,τι βλέπουν οι άλλοι, και οι αυτοβιογραφίες αποκαλύπτουν μόνο όσα θέλουμε εμείς να μάθουν οι άλλοι. Το δυσβάσταχτο βάρος από τις κρίσεις των άλλων –φανταστικό ή πραγματικό– μπορεί να εξηγήσει τα συχνά κρούσματα της κατάθλιψης κατά την επικείμενη ή θεωρούμενη αποτυχία. Για τον 19ο αιώνα, η ιστορικός Τζάνετ Όππενχαϊμ αναφέρει ότι «ασθενείς με βαριά περιστατικά κατάθλιψης συχνά εκδήλωναν εντελώς αδικαιολόγητους φόβους για οικονομική καταστροφή ή για επαγγελματική ατίμωση». Επομένως, δεν πρόκειται για αυτονομία, αλλά για εξάρτηση. Ο εμφανιζόμενος «εαυτός» προσδιορίζει την αξία του σε συνάφεια με τις αναμενόμενες κρίσεις των άλλων.
Αν η κατάθλιψη ήταν το ένα από τα αποτελέσματα του νέου ατομικισμού, τότε σίγουρα το άλλο ήταν το σύνηθες επακόλουθο της κατάθλιψης, το άγχος. Απαιτείται προσπάθεια, και μεγάλη παρατηρητικότητα, για να μαντέψει κανείς τις αντιδράσεις των άλλων ανθρώπων και ανάλογα να σχεδιάσει τις πράξεις και τα λόγια του. Για τον υποχθόνιο αυλικό, τον αγωνιζόμενο αστό και τον φιλόδοξο δικηγόρο ή κληρικό της προνεωτερικής Ευρώπης, ο «εαυτός» που ανακάλυψαν μπορεί κάλλιστα να περιγραφεί ως η συνειδητοποίηση της ατέρμονης εσωτερικής προσπάθειας να προσαρμόζει το άτομο τη συμπεριφορά του στις προσδοκίες των άλλων. Το παιχνίδι σε αυτό το πλαίσιο αποκτά μια καινούρια, πιο απαιτητική σημασία, που δεν έχει την παραμικρή σχέση με την απόλαυση, και αφορά τους «ρόλους που παίζουμε». Επομένως, δεν είναι να απορεί κανείς που η αστική ζωή ιδιωτεύει τον 16ο και τον 17ο αιώνα, και αποκτά υπνοδωμάτια και γραφεία όπου μπορεί κανείς να αποσυρθεί και για λίγες ώρες την ημέρα να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να αφήσει τη μάσκα να πέσει.
Ωστόσο, δεν θα καταφέρουμε να συλλάβουμε όλες τις ψυχολογικές επιπτώσεις αυτής της «μετάλλαξης της ανθρώπινης φύσης» δίχως να αναφερθούμε στον θρησκευτικό παράγοντα. Πριν από 400 –έστω και 200– χρόνια, οι περισσότεροι άνθρωποι ερμήνευαν το αίσθημα της αποξένωσης και του άγχους μέσω της θρησκείας, θεωρώντας ότι ο «εαυτός» ήταν η «ψυχή», το πανταχού παρόν επικριτικό βλέμμα των άλλων ήταν το βλέμμα του «Θεού», ενώ η μελαγχολία ήταν «ο βασανιστικός φόβος για αιώνια καταδίκη». Ο καθολικισμός πρόσφερε ανακούφιση στους κλονισμένους και τους ασθενείς, με τελετές που αποσκοπούσαν να δώσουν άφεση αμαρτιών ή να ελαχιστοποιήσουν τουλάχιστον την αποδοκιμασία του Θεού. Ακόμη και ο λουθηρανισμός, παρότι απέρριπτε τις περισσότερες τελετές, προϋπέθετε έναν προσιτό και ελεήμονα Θεό.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την καλβινιστική εκδοχή του προτεσταντισμού. Ο καλβινισμός όχι μόνο δεν πρόσφερε ανακούφιση, αλλά έπλασε το μεταφυσικό πλαίσιο της κατάθλιψης – νιώθεις αποξενωμένος, διωγμένος και καταδικασμένος γιατί είσαι όντως.
Ο Τζων Μπάνυαν ήταν μάλλον ένας εύθυμος τύπος στα νιάτα του, που επιδιδόταν σε χορούς και σε αθλητικές δραστηριότητες στην πλατεία του χωριού του. Όταν όμως ξεκίνησε η πρώτη θρησκευτική του κρίση, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όλες τις παραπάνω απολαύσεις. Δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να εγκαταλείψει το χορό («πέρασε ένα ολόκληρο έτος προτού καταφέρω να σταματήσω να χορεύω»), όμως στο τέλος κατάφερε να ζήσει μια ζωή απαλλαγμένη από τη χαρά. Στην Πορεία του προσκυνητή του Μπάνυαν, το καρναβάλι είναι η πύλη που οδηγεί στην κόλαση, ενώ η κάθε μορφής απόλαυση –σεξουαλική, γευστική, εορταστική– είναι παγίδα του διαβόλου. Το γεγονός που περιγράφει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο τη μελαγχολική διάθεση, την αδυναμία να νιώσει κανείς χαρά, είναι ότι ενώ ο μεσαιωνικός χωρικός επινόησε τις εορταστικές εκδηλώσεις για να ξεφύγει από τη δουλειά, ο πουριτανός θεωρούσε τη δουλειά ως διαφυγή από το φόβο.
Δεν χρειάζεται να βασιστούμε στα συμπεράσματα της ψυχολογίας για να συσχετίσουμε τον καλβινισμό με την κατάθλιψη. Υπάρχει ένας ξεκάθαρος δείκτης για την κατάθλιψη –η αυτοκτονία– και τα ποσοστά της έχουν καταγραφεί εδώ και πολλούς αιώνες, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη ακρίβεια. Στην κλασική μελέτη του, ο Ντυρκέμ ανακάλυψε ότι οι προτεστάντες τον 19ο αιώνα –δεν ήταν όλοι βέβαια οπαδοί του καλβινιστικού δόγματος– είχαν διπλάσιες πιθανότητες να γίνουν αυτόχειρες σε σύγκριση με τους καθολικούς. Ακόμα πιο εντυπωσιακή όμως είναι μια πρόσφατη ανάλυση που αναφέρει αιφνίδια αύξηση των αυτοκτονιών στο ελβετικό καντόνι της Ζυρίχης, που ξεκίνησε στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν δηλαδή η περιοχή έγινε προπύργιο του καλβινισμού. Δεν είναι δυνατόν να επικαλεστούμε τη γενική έκλυση των κοινωνικών ηθών για να εξηγήσουμε το φαινόμενο αυτό, αφού οι ανθρωποκτονίες μειώθηκαν ενώ οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν.
Συνεπώς, αν θέλουμε να αναζητήσουμε μια κοινή αιτία για την κατάθλιψη από τη μια μεριά και την εξαφάνιση των εορταστικών εκδηλώσεων από την άλλη, δεν είναι δύσκολο να τη βρούμε. Η αστικοποίηση και η άνοδος της οικονομίας που βασίζεται στην ανταγωνιστική αγορά ευνόησαν έναν πιο αγχώδη και πιο αποξενωμένο τύπο ανθρώπου, που πιθανόν είναι επιρρεπής στην κατάθλιψη και βλέπει με επιφύλαξη τις κοινοτικές γιορτές. Ο καλβινισμός δημιούργησε την υπερβατική συλλογιστική αυτής της μεταβολής, εντείνοντας την αποξένωση και καθιερώνοντας στην πράξη την κατάθλιψη ως ένα στάδιο προς την αναζήτηση της σωτηρίας. Στο επίπεδο της «βαθιάς υποκείμενης ψυχολογικής αλλαγής», τόσο η κατάθλιψη όσο και η εξάλειψη των εορταστικών εκδηλώσεων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν φαινομενικά αναπόφευκτες συνέπειες της ευρείας διαδικασίας που είναι γνωστή ως εκσυγχρονισμός. Θα μπορούσε όμως ανάμεσα σε αυτά τα δύο να υπάρχει μια πιο άμεση σχέση, να συνέβαλε δηλαδή η εξάλειψη του καρναβαλιού στην επιδημία κατάθλιψης;
Με την εγκατάλειψη των παραδοσιακών εορταστικών εκδηλώσεων, οι άνθρωποι ίσως έχασαν μια ενδεχομένως αποτελεσματική θεραπεία. Ο Μπάρτον πρότεινε πολλές θεραπείες για τη μελαγχολία –π.χ. τη μελέτη και την άσκηση– αλλά επανήλθε πολλές φορές στην ίδια συνταγή: «Ας επιδοθούν στο κυνήγι, στα αθλήματα, σε αστεϊσμούς, στα γλέντια… ας πιουν πότε πότε μια κούπα καλό κρασί, ας ακούσουν μουσική, ας κάνουν παρέα με ανθρώπους πρόσχαρους. Ας διασκεδάσουν ακούγοντας ιστορίες και παίζοντας παιχνίδια, ας πιουν, ας τραγουδήσουν, ας χορέψουν και ας κάνουν οτιδήποτε τους προκαλεί ευθυμία». Παραδέχτηκε την επίθεση ενάντια «στο χορό, στο τραγούδι, στο καρναβάλι, στην παντομίμα, στο θέατρο» από «κάποιους αυστηρούς τιμητές», εννοώντας τους καλβινιστές, αλλά προτιμούσε τις παραδοσιακές εορταστικές εκδηλώσεις: «Ας γλεντήσουν, ας τραγουδήσουν, ας χορέψουν, ας παίξουν κουκλοθέατρο, ας μεταμφιεστούν, ας παίξουν τύμπανα, κρουτ [1], γκάιντα, ας παίξουν μπάλα και άλλα παιχνίδια, και ας κάνουν όλα τα αθλήματα και τις διασκεδάσεις που τους αρέσουν περισσότερο». Στον ιδανικό κόσμο που είχε πλάσει, «κανείς δεν πρέπει να κουράζεται υπερβολικά, όλοι πρέπει να έχουν συγκεκριμένες ώρες ψυχαγωγίας και περιόδους διακοπών για να αστειεύονται, να χαίρονται, να μαζεύονται και να γλεντάνε». Οι απόψεις του συνέπιπταν με τις θεραπευτικές μεθόδους για τη μελαγχολία που εφαρμόζονταν τον 16ο αιώνα. Ενώ οι καταστροφικοί «τρελοί» αντιμετώπιζαν τον εγκλεισμό και την άσχημη μεταχείριση, τους μελαγχολικούς, θεωρητικά τουλάχιστον, τους «παρηγορούσαν και τους εμψύχωναν» ενώ επιχειρούσαν να τους «διασκεδάσουν παίζοντας μουσικά όργανα».
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά τη συγγραφή της Ανατομίας της μελαγχολίας από τον Μπάρτον, ένας άλλος Άγγλος συγγραφέας, ο Ρίτσαρντ Μπράουν, επανέλαβε τη συνταγή δίνοντάς της επιστημονικό (για την εποχή εκείνη) υπόβαθρο αναφερόμενος στις διεργασίες της ανθρώπινης «μηχανής». Το τραγούδι και ο χορός μπορούσαν να θεραπεύσουν τη μελαγχολία, πρότεινε, με την ανακίνηση των «εκκρίσεων». Και μετά από έναν αιώνα, ακόμα και ο Άνταμ Σμιθ, ο μεγάλος προφήτης του καπιταλισμού, υποστήριζε ότι οι εορταστικές εκδηλώσεις και η τέχνη ήταν το μέσο για την ανακούφιση της μελαγχολίας.
Ο Μπάρτον, ο Μπράουν και ο Σμιθ δεν ήταν οι μόνοι που πρότειναν τα γλέντια ως θεραπεία της μελαγχολίας, και έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι, έστω χάρη στη φαντασία, τη νοσταλγία ή την προσωπική τους εμπειρία, έφτασαν σε ένα σημαντικό συμπέρασμα. Στις μέρες μας δεν γνωρίζω να γίνονται προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν τα γλέντια και οι γιορτές ως θεραπεία κατά της κατάθλιψης, αλλά μάλλον ένα τέτοιο πείραμα φαντάζει αδιανόητο στο σύγχρονο κλινικό πλαίσιο. Ωστόσο, υπάρχουν άφθονα στοιχεία ότι τα κοινοτικά γλέντια λειτούργησαν, σε πολλούς πολιτισμούς, ως μέσο για να ανακουφιστεί ή και να θεραπευτεί ο καταθλιπτικός ασθενής.
Ο Γιούστους Φρήντριχ Καρλ Χέκερ, ιστορικός που έζησε τον 19ο αιώνα, αναφέρει ένα παράδειγμα από την Αβησσυνία του 19ου αιώνα, γνωστή σήμερα ως Αιθιοπία. Όταν ένα άτομο, συνήθως γυναίκα, έπεφτε σε ένα είδος μαρασμού, οι συγγενείς αποφάσιζαν να «προσλάβουν, έναντι συγκεκριμένης αμοιβής, μια μπάντα από τυμπανιστές, φλαουτίστες και τρομπετίστες και να αγοράσουν μια γενναιόδωρη ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών. Έπειτα, όλοι οι νέοι και οι νέες του χωριού συγκεντρώνονταν στο σπίτι της ασθενούς», όπου χόρευαν και γλεντοκοπούσαν για αρκετές μέρες, καταφέρνοντας έτσι να τη θεραπεύσουν. Παρομοίως, στη Σομαλία του 20ού αιώνα, όταν μια παντρεμένη γυναίκα υπέφερε από αυτό που θα περιγράφαμε σήμερα ως κατάθλιψη, καλούσαν μια γυναίκα σαμάνα, η οποία τις περισσότερες φορές αποφαινόταν ότι ένα πνεύμα «σαρ» είχε καταλάβει την άρρωστη. Στη συνέχεια, προσλάμβαναν μουσικούς, καλούσαν τις γυναίκες του χωριού, και η ασθενής θεραπευόταν με μια γερή δόση εκστατικού χορού, περιτριγυρισμένη από τη γυναικεία παρέα.
Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις –από την Αγγλία του 17ου αιώνα ως τη Σομαλία του 20ού– ότι τα γλέντια και οι χορευτικές τελετές θεράπευσαν την ασθένεια που γνωρίζουμε ως κατάθλιψη. Έχουμε όμως επαρκείς ενδείξεις να πιστεύουμε ότι μπορεί και να το έκαναν. Πρώτα, επειδή τέτοιες τελετές χρησιμεύουν για να καταπολεμήσουν το αίσθημα της αποξένωσης που νιώθει ο ασθενής και να τον επανασυνδέσουν με την ανθρώπινη κοινότητα. Δεύτερον, γιατί ενθαρρύνουν την εμπειρία της απώλειας του εαυτού – δηλαδή μια απελευθέρωση, έστω προσωρινή, από τη φυλακή του εαυτού, ή τουλάχιστον από την εναγώνια προσπάθεια να αξιολογούμε διαρκώς τη θέση που έχει κανείς στην ομάδα ή στα μάτια του παντοδύναμου Θεού. Ο Φρήντριχ Νίτσε, ένα από τα πιο μοναχικά και βασανισμένα άτομα που έζησαν τον 19ο αιώνα, αντιλαμβανόταν τη θεραπευτική δύναμη της έκστασης καλύτερα από κάθε άλλον. Την εποχή της οικουμενικής σχεδόν εξύμνησης του «εαυτού», μόνο εκείνος τόλμησε να μιλήσει για τον «τρόμο της ατομικής ύπαρξης», και θεωρούσε ως μόνη ανακούφιση τις αρχαίες διονυσιακές τελετουργίες που είχε διαβάσει στους κλασικούς – τελετουργίες στις οποίες φανταζόταν ότι «κάθε άτομο όχι απλώς συμφιλιώνεται με τον συνάνθρωπό του, αλλά γίνεται ένα με αυτόν».
Η τραγωδία των Ευρωπαίων, που έπληξε κυρίως τους βόρειους προτεστάντες, ήταν ότι οι ίδιες κοινωνικές δυνάμεις που τους ωθούσαν στην κατάθλιψη συνέβαλαν στην εξάλειψη της παραδοσιακής θεραπείας της. Μπορούσαν να περηφανεύονται για τα λαμπρά επιτεύγματά τους στους τομείς της επιστήμης, των εξερευνήσεων και της βιομηχανίας, και να καυχώνται ότι δεν χρειάστηκε, όπως ο Φάουστ, να πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο σε αντάλλαγμα αυτών των επιτευγμάτων. Με την εξάλειψη όμως του γλεντιού που συνεπαγόταν η σύγχρονη ευρωπαϊκή «πρόοδος», είχαν μάλλον διαπράξει κάτι πολύ χειρότερο. Ολοκλήρωσαν τη δαιμονοποίηση του Διονύσου που είχαν αρχίσει οι χριστιανοί πριν από αιώνες και κατά συνέπεια απέρριψαν μια από τις αρχαιότερες πηγές βοήθειας – την κατευναστική και σωτήρια τεχνική της έκστασης.
Υποσημείωση:
[1] Αρχαίο κελτικό έγχορδο όργανο. (Σ.τ.Μ.)
ΠΗΓΗ:https://www.geoeurope.org/2019/09/09/pos-mathame-na-zoyme-dixos-xara/