Πιέσεις για μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ιδιαίτερα μετά την απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6,4%, στα 830 ευρώ μεικτά, που ισχύει από σήμερα, ασκούν οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων. Στον αντίποδα, η ΓΣΕΕ, εκπροσωπώντας την πλευρά των εργαζομένων, επισημαίνει πως η αύξηση των 50 ευρώ το μήνα, μεικτά, δεν είναι αρκετή να καλύψει τις πιέσεις που δέχονται οι μισθωτοί εξαιτίας της ακρίβειας.
Οι υψηλές εισφορές και η υψηλή φορολογία εργασίας θεωρείται από τους ειδικούς ότι λειτουργούν ως αντικίνητρο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, και ενισχύουν την αύξηση της αδήλωτης εργασίας.
Μάλιστα, όπως φαίνεται από την ανάλυση του νέου κατώτατου μισθού, τα 830 ευρώ μεικτά, που αφορά τουλάχιστον 560.000 ήδη εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, οδηγεί σε «καθαρές» (μετά από φόρους και εισφορές) αποδοχές της τάξης των 706 ευρώ. Σωρευτικά, από το 2019 έως και το 2024, η αύξηση είναι της τάξης του 27% και οδηγεί σε τρεις επιπλέον μισθούς που προστίθενται στο εισόδημα των εργαζόμενων.
Παράλληλα βέβαια, αυξάνεται και η επιβάρυνση των επιχειρήσεων, όπως άλλωστε και τα έσοδα του δημοσίου, από την είσπραξη περισσότερων εισφορών και φόρων.
Αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει με την βοήθεια του λογιστή – φοροτεχνικού Νίκου Φραγκιαδάκη το Euro2day.gr, για έναν μισθωτό που μέχρι πρότινος αμειβόταν με τον κατώτατο μισθό των 780 ευρώ μεικτά, τα 108,19 ευρώ αντιστοιχούσαν σε εισφορές εργαζόμενου και τα 4,96 ευρώ σε φόρο μισθωτών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να έπαιρνε καθαρά στο χέρι, 667 ευρώ. Βέβαια, η επιβάρυνση του εργοδότη ήταν 953,86 ευρώ συνολικά, καθώς κατέβαλε και εισφορές εργοδότη της τάξης των 173,86 ευρώ.
Από σήμερα, ο νέος κατώτατος αυξάνεται κατά 6,4% και διαμορφώνεται στα 830 ευρώ, με τον εργαζόμενο να λαμβάνει 706 ευρώ στο χέρι και το συνολικό κόστος να ανέρχεται για τον εργοδότη σε 1.015,01 ευρώ.
Στην πράξη δηλαδή, ο εργαζόμενος θα λάβει 39,11 ευρώ επιπλέον, το μήνα, για 14 μήνες τον χρόνο, ενώ το κράτος θα «κερδίσει» 22,04 ευρώ επιπλέον, από εισφορές και φόρο.
Μάλιστα, εξαιτίας της αύξησης της φορολογικής κλίμακας, σε περίπτωση που ο μισθωτός δικαιούται και μία τριετία, θα λάβει καθαρές αποδοχές αυξημένες κατά μόλις 36,95 ευρώ, αφού ο νέος κατώτατος θα διαμορφωθεί στα 913 από 858 ευρώ σήμερα, με το συνολικό κόστος για τον εργοδότη να ανέρχεται σε 1.116,51 από 1.049,25 ευρώ και το δημόσιο να αυξάνει τα έσοδά του κατά 30,31 ευρώ.
Αντίστοιχα, μισθωτός με τρεις τριετίες που λαμβάνει σήμερα 1.014 ευρώ μεικτά, 829,25 ευρώ στην τσέπη, θα λάβει από την 1η Απριλίου 1.079 ευρώ μεικτά, ήτοι 871,80 ευρώ καθαρά. Το κόστος για τον εργοδότη θα είναι αυξημένο κατά 79,49 ευρώ, καθώς συνολικά θα κληθεί να καταβάλει σε κράτος και εργαζόμενο 1.319,51 ευρώ. Κερδισμένο, θα είναι και σε αυτήν την περίπτωση το δημόσιο, αφού θα εισπράξει από φόρο και εισφορές (εργοδότη και εργαζόμενου) κατά έσοδά του κατά 36,94 ευρώ ανά μισθωτό.
Η σημαντική αυτή επιβάρυνση των επιχειρήσεων προκάλεσε μάλιστα αντιδράσεις κυρίως από τους εκπροσώπους των μικρομεσαίων, οι οποίοι ζητούν μετ’ επιτάσεως την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Να σημειωθεί ότι υπάρχει δέσμευση της κυβέρνησης για κάτι τέτοιο, όμως ο προγραμματισμός είναι για την επόμενη διετία. Παράλληλα, πληθαίνουν οι φωνές και στο εσωτερικό των εργοδοτικών φορέων για επαναφορά της διαπραγμάτευσης για τον κατώτατο μισθό, στα χέρια των κοινωνικών εταίρων, εκτιμώντας προφανώς, ότι πολύ δύσκολα οι εργοδότες θα προχωρούσαν φέτος, σε τέτοια αύξηση της τάξης του 6,4%.
Από την πλευρά της πάλι, η ΓΣΕΕ σημειώνει πως η ακρίβεια έχει γίνει θηλιά στο λαιμό των εργαζομένων, με τον πληθωρισμό να έχει εξαντλήσει τα εισοδήματά τους και την αγοραστική τους δύναμη να βρίσκεται στα τάρταρα. Σύμφωνα με την Συνομοσπονδία, η Ελλάδα είναι πρώτη στη συμμετοχή των επιχειρηματικών κερδών στο εθνικό εισόδημα αλλά προτελευταία στους μισθούς των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και προφανώς, η κυβερνητική ανακοίνωση για τον κατώτατο μισθό είναι αναντίστοιχη των αναγκών των εργαζομένων.
Να σημειωθεί ότι, οι εκπρόσωποι των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα έχουν προκηρύξει Γενική Απεργία για τις 17 Απριλίου, διεκδικώντας την αύξηση των κατώτατων αποδοχών τουλάχιστον στα 900 ευρώ, με παράλληλη αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με τους συνδικαλιστές, οι περικοπές που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι από το 2010 σε συνδυασμό με την παρούσα αρνητική οικονομική συγκυρία, οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η αύξηση του 1,3 ευρώ (καθαρά) ημερησίως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να στηρίξει το εισόδημα.
Κοινό παρονομαστή για τους εκπροσώπους των εργαζομένων, αποτελεί η πεποίθηση ότι ο κατώτερος μισθός διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, με στόχο να συμπιεστεί και ο μέσος μισθός.
Πηγή euro2day.gr