Οι επιστήμονες ανησυχούν ολοένα και περισσότερο ότι το περιεχόμενο που σχετίζεται με το φαγητό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να επηρεάσει τις διατροφικές μας συνήθειες. Οι αλγόριθμοι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προωθούν περιεχόμενο με το οποίο οι χρήστες αλληλεπιδρούν περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο προβάλλονται τα ανθυγιεινά φαγητά, τόσο περισσότερο θα κυριαρχούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εξηγεί ο Πάνσερ.
Έτσι, οι δημιουργοί περιεχομένου μπορεί σταδιακά να αλλάξουν το περιεχόμενό τους σε πιο ανθυγιεινό για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί», λέει. «Επίσης, η μεγαλύτερη έκθεση σε ανθυγιεινά τρόφιμα, μπορεί να διαμορφώσει τις αντιλήψεις των καταναλωτών για το τι θεωρείται φυσιολογική διατροφική συνήθεια, με αποτέλεσμα να στραφούν σε ανθυγιεινή διατροφή».
Μια μελέτη εκτιμά ότι τα παιδιά και οι έφηβοι βλέπουν διαφημίσεις για τρόφιμα μεταξύ 30 και 189 φορές την εβδομάδα στις εφαρμογές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με τα fast food και τα ζαχαρούχα ποτά να είναι τα πιο κοινά. Ωστόσο δεν ευθύνονται μόνο οι διαφημίσεις αφού όλοι μπορούμε τελικά να επηρεάσουμε τους άλλους στο διαδίκτυο.
«Όταν σκεφτόμαστε τις διαφημίσεις, σκεφτόμαστε μια βιομηχανία που προσπαθεί να προωθήσει ένα προϊόν, αλλά και οι influencers μπορούν να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο», λέει η Πατρίσια Καβάζος, καθηγήτρια ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, στο Σεντ Λούις του Μιζούρι των ΗΠΑ.
«Κάποιοι επηρεάζονται λιγότερο απο το περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άλλοι που είναι πιο επιρρεπείς και ίσως έχουν και συμπτώματα διατροφικών διαταραχών, μπορεί να επηρεαστούν από ένα περιεχόμενο που προωθεί ανθυγιεινά διατροφικά πρότυπα και να ακολουθήσουν ανθυγιεινές συμπεριφορές», τονίζει η Καβάζος.
Παρόλα αυτά, οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σίγουροι αν αυτό μεταφράζεται σε αλλαγές στη συμπεριφορά μας στην καθημερινή ζωή.
«Αν δω φωτογραφίες στο Instagram με νόστιμα φαγητά και μου έρθει η επιθυμία να φάω, η επιλογή μου θα εξαρτηθεί από το πόσο πεινασμένη είμαι και αν τα φαγητό είναι κατάλληλο εκείνη τη στιγμή», εξηγεί η Χιγκς. Επίσης, όταν τρώμε, επηρεαζόμαστε από κάτι περισσότερο από αυτό που έχουμε δει στο διαδίκτυο, προσθέτει.
«Οι έρευνες δείχνουν ότι, όταν αποφασίζουμε τι θα φάμε, συνδυάζουμε διαφορετικές πληροφορίες. Οι στιγμιαίες επιρροές συνδυάζονται με τρόπους που δεν κατανοούμε πολύ καλά», λέει η Χιγκς.
Αυτές οι επιρροές μπορεί να είναι οι διατροφικές γνώσεις, η ιδέα ενός ατόμου για το ιδανικό σώμα, οι μαγειρικές δεξιότητες και το κόστος. Ενώ οι ερευνητές μπορούν σχετικά εύκολα να απομονώσουν πιθανές επιρροές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δουν πώς επηρεάζουν τη διατροφή μας, στην πραγματική ζωή συμβαίνουν πολύ περισσότερα πράγματα, λέει η ερευνήτρια.
Το μέγεθος της επιρροής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ποικίλλει επίσης ανάλογα με το άτομο, λέει η Μελίσα Άτκινσον, λέκτορας ψυχολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Bath, στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Υπάρχει μεγάλη διαφορά στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρινόμαστε στις φωτογραφίες στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όσον αφορά τις δικές μας βιολογικές και ψυχολογικές διαδικασίες», λέει η επιστήμονας. Μερικοί άνθρωποι νιώθουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν δουν ορισμένα τρόφιμα και ως εκ τούτου, είναι πιο πιθανό να ανταποκριθούν σε αυτές τις φωτογραφίες ανεξάρτητα από το πού τις βλέπουν.
Αλλά ακόμη και χωρίς οριστικές απαντήσεις, οι ερευνητές αναζητούν τρόπους ώστε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να επηρεάζουν τη διατροφή μας με θετικό τρόπο.
Η Τεσιτόρε για παράδειγμα, έχει βρει έναν τρόπο να κάνει τα υγιεινά τρόφιμα να φαίνονται συναρπαστικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δημιούργησε δύο σελίδες στο Twitter οι οποίες ήταν πανομοιότυπες εκτός από μια λεπτομέρεια – η μία είχε 23 ακολούθους, ενώ η άλλη είχε περισσότερους από 400.000. Και οι δύο λογαριασμοί δημοσίευσαν το ίδιο tweet σχετικά με την κατανάλωση υγιεινών τροφίμων. Η ερευνήτρια έδειξε στους συμμετέχοντες έναν από τους δύο λογαριασμούς και στη συνέχεια τους ρώτησε εάν σκόπευαν να φάνε σαλάτα. Αυτοί που είχαν δει τον λογαριασμό με τους περισσότερους ακολούθους δήλωσαν ότι ήταν πιο πιθανό να φάνε σαλάτα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όσο περισσότερο υποθέτουμε ότι κάποιος έχει επιρροή, τόσο πιο πιθανό είναι να επηρεαστούμε κι εμείς οι ίδιοι από αυτόν, εξηγεί η επιστήμονας.
Ωστόσο, συμφωνούν οι ερευνητές, δεν είναι εύκολο να πείσουμε τους άλλους να ακολουθήσουν μια πιο υγιεινή διατροφή και να τους κατευθύνουμε μακριά από τις εικόνες με πρωτεΐνες που «στάζουν».
«Εδώ παλεύουμε με χρόνια εξέλιξης», λέει ο Πάνσερ. «Υπάρχει λόγος που εξελιχθήκαμε για να αναζητούμε τρόφιμα με πολλές θερμίδες σε περιβάλλοντα με έλλειψη τροφίμων. Αλλά το να τρώμε αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε καλά είναι λάθος και θα πρέπει να βρούμε τρόπους να το επαναρυθμίσουμε αυτό».
Ο Πάνσερ υποστηρίζει ότι αν καταλάβουμε ότι είμαστε βιολογικά προγραμματισμένοι να νιώθουμε καλά όταν βλέπουμε φωτογραφίες με μπέργκερ, ίσως μπορέσουμε να γίνουμε λιγότερο επιρρεπείς.
Ωστόσο, όταν επιστρέφουμε στην πραγματική ζωή, οι πολλαπλές επιρροές στις διατροφικές μας επιλογές, εξακολουθούν να είναι πολύ ισχυρότερες, λένε οι ειδικοί.
«Δεν εμπλεκόμαστε με τον ίδιο τρόπο όταν βλέπουμε φωτογραφίες με φαγητά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και δεν εμπλεκόμαστε για πολύ. Επίσης, κάποιες έρευνες δείχνουν ότι αν δούμε πολλές φωτογραφίες φαγητών, αρχίζουμε να αποσυντονιζόμαστε και να νιώθουμε κορεσμό, σαν να τα έχουμε όντως φάει όλα αυτά τα φαγητά», καταλήγει η Αργκεσόνου.