Στις καθημερινές νομικές «μάχες» των εταιρειών διαχείρισης δανείων με τους οφειλέτες, ακόμη και φαινομενικά μικρά λάθη από τους servicers μπορεί να δώσουν το πλεονέκτημα στους δανειολήπτες. Yπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα διαπιστωθούν έγκαιρα και θα γίνουν οι αναγκαίες κινήσεις για αξιοποιηθούν.
Πλήθος αποφάσεων έχουν εκδοθεί το τελευταίο διάστημα, σε ασφαλιστικά μέτρα, τακτική διαδικασία ή και σε συζήτηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, οι οποίες σταματούν τις επιθετικές κινήσεις των servicers για ένα πολύ συνηθισμένο λάθος τους, το οποίο γίνεται στο στάδιο της καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων.
«Οι εταιρείες διαχείρισης σε πολλές περιπτώσεις δεν αποδεικνύουν την έγκυρη καταγγελία των συμβάσεων», όπως τονίζουν νομικοί. «Δεν αρκεί να κοινοποιήσουν στον οφειλέτη την καταγγελία. Πρέπει αυτή να συνοδεύεται από έγγραφη εξουσιοδότηση από το διοικητικό συμβούλιο στα αρμόδια στελέχη της εταιρείας διαχείρισης», προκειμένου να είναι έγκυρη και να μπορεί να αξιοποιηθεί ως βάση για τις επόμενες δικαστικές κινήσεις τους (έκδοση διαταγής πληρωμής, κατάσχεση – πλειστηριασμός).
Όπως σημειώνει ο δικηγόρος Πειραιά, Γιώργος Καλτσάς, που έχει εκπροσωπήσει δανειολήπτες επιτυχώς σε τέτοιες υποθέσεις, απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, είναι η απαίτηση να είναι ληξιπρόθεσμη και να μην υπόκειται σε αίρεση, τουτέστιν να μην τελεί υπό καθεστώς αβεβαιότητας. Προαπαιτούμενο του ληξιπροθέσμου, συνιστά αναμφίβολα η καταγγελία της σύμβασης, προϋπόθεση ωστόσο στην οποία πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται οι εταιρείες διαχείρισης.
Ο ίδιος εξηγεί ότι καταγγελία είναι η μονομερής δήλωση του ενός των συμβαλλομένων που απευθύνεται στον άλλο, με την οποία εκφράζεται η βούληση του για λύση της σύμβασης στο μέλλον (άρθρο 167 ΑΚ), για ορισμένο λόγο, προβλεπόμενο στη σύμβαση ή στο νόμο. Aσκείται δε είτε με εξώδικη δήλωση είτε με αγωγή.
Η καταγγελία ασκείται αυτοπροσώπως από κάποιον από τους συμβαλλομένους. Δεν αποκλείεται όμως να ασκηθεί και από αντιπρόσωπο – πληρεξούσιο (άρθρα 211, 216, 217 ΑΚ). Επί νομικών προσώπων, την πληρεξουσιότητα χορηγεί εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσώπησης του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ απαιτείται για την επιχείρηση μονομερούς απευθυντέας σε άλλον δικαιοπραξίας η επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου.
Αν ο servicer παραλείψει να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, αυτό δίνει ένα πλεονέκτημα στον δανειολήπτη, ο οποίος όμως θα πρέπει να το αξιοποιήσει κατάλληλα, ενεργώντας εντός των προθεσμιών του νόμου. Όπως επισημαίνει ο κ. Καλτσάς, οι συνέπειες από τη μη επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου εξαρτώνται από το αν αποκρούεται ή όχι η καταγγελία, χωρίς υπαίτια βραδύτητα.
Ειδικότερα, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, διότι σε διαφορετική περίπτωση αυτός προς τον οποίο απευθύνεται έχει το δικαίωμα να την αποκρούσει, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα (άρθρο 226 ΑΚ) και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία.
Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc (σ.σ.: στο εξής) πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως.
Η διάταξη του άρθρου 226 Α.Κ. σκοπεί στην προστασία του συμφέροντος του λήπτη της δηλώσεως να μην περιέρχεται με μονομερή ενέργεια άλλου προσώπου σε κατάσταση αβεβαιότητας σχετικά με έννομη σχέση που τον αφορά. Γι αυτό η επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου πρέπει να είναι πραγματική Έτσι, αν η δήλωση επιχειρείται με επίδοση εγγράφου με δικαστικό επιμελητή και ο προς ον απευθύνεται είναι απών (επίδοση με θυροκόλληση), δεν υπάρχει επίδοση, αν επιδοθεί μόνο η δήλωση και δεν συνεπιδοθεί το πληρεξούσιο έγγραφο, έστω και αν ο δικαστικός επιμελητής ήταν εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό.
Πολλές φορές λοιπόν οι εταιρείες διαχείρισης κοινοποιούν την καταγγελία, χωρίς ωστόσο παράλληλα να κοινοποιούν και να επιδεικνύουν το πληρεξούσιο έγγραφο εκ του οποίου αποδεικνύεται η εντολή των υπογραφόντων αυτήν προσώπων, να υπογράφουν καταγγελίες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ακυρότητα, η οποία μάλιστα είναι απόλυτη, τονίζει ο κ. Καλτσάς και σημειώνει ότι η νομολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, είναι απόλυτα παγιωμένη.
Ενδεικτικά αναφέρονται οι ακόλουθες αποφάσεις:
- 2037/2023 ΜπρΑθ (Ασφ. Μέτρα)
- 1502/2024 ΜπρΑθ (ΑσΦ. Μέτρα)
- 3911/2024 ΜπρΑθ (Ασφ. Μέτρα)
- 3915/2024 ΜπρΑθ (Ασφ. Μέτρα)
- 1238/2024 ΠολΠρωτΑθηνών (Τακτική Διαδικασία)
- 2979/2023 ΠολΠρωτΑθηνών (Ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής)
Πηγή sofokleousin.gr