Το ταξίδι της Γης μέσα από τον Γαλαξία μας μπορεί να έχει επηρεάσει σημαντικά τη γεωλογία του πλανήτη. Σύμφωνα με νέα μελέτη, ο φλοιός της Γης αναπτύχθηκε ταχύτερα όταν ο πλανήτης μας πέρασε μέσα από τους σπειροειδείς βραχίονες του Γαλαξία μας.
Η ομάδα που βρίσκεται πίσω από τα νέα ευρήματα πιστεύει ότι τα πυκνά νέφη αερίου στους σπειροειδείς βραχίονες αλληλεπιδρούν με τους κομήτες στην άκρη του ηλιακού συστήματος, στέλνοντάς τους με ορμή προς τη Γη.
«Ππιστεύουμε ότι οι διεργασίες στο εσωτερικό της Γης είναι πραγματικά σημαντικές για το πώς εξελίχθηκε ο πλανήτης μας», δήλωσε ο Κρις Κέρκλαντ, γεωλόγος στο Πανεπιστήμιο Curtin της Αυστραλίας και επικεφαλής συγγραφέας της νέας μελέτης.
«Μπορούμε όμως και να το δούμε σε μεγαλύτερη κλίμακα και να εξετάσουμε τις εξωγήινες διεργασίες και τον ρόλο μας στο γαλαξιακό περιβάλλον», πρόσθεσε.
Η ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμά της εξετάζοντας κρυστάλλους του ορυκτού ζιρκονίου από δύο από τις αρχαιότερες ηπείρους και περιοχές της Γης, όπου διατηρείται η παλαιότερη ηπειρωτική ιστορία του πλανήτη: το Κρέιτον της Βόρειας Αμερικής στη Γροιλανδία και το Κρέιτον της Πιλμπάρα στη Δυτική Αυστραλία.
Η διάσπαση του ουρανίου στους κρυστάλλους ζιρκονίου σε αυτές τις περιοχές χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία ενός γεωλογικού χρονοδιαγράμματος που καλύπτει 1 δισεκατομμύριο χρόνια (από 2,8 δισεκατομμύρια έως 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν), κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής εποχής. Αυτό το χρονοδιάγραμμα θα μπορούσε να βοηθήσει τους γεωλόγους να ανακαλύψουν πώς η Γη έγινε ο μόνος πλανήτης που είναι γνωστό ότι έχει ηπείρους και τεκτονική των πλακών.
Τα ισότοπα του στοιχείου άφνιο στο ζιρκόνιο επιτρέπουν στους επιστήμονες να εντοπίσουν περιόδους στην ιστορία της Γης που υπήρξε εισροή νεανικού μάγματος – μάγμα που περιέχει στοιχεία που δεν έχουν φθάσει ποτέ πριν στην επιφάνεια – ένα σημάδι παραγωγής φλοιού.
Ο Κέρκλαντ και η ομάδα του διαπίστωσαν ότι σε μια μακρά χρονική κλίμακα, τα πρότυπα παραγωγής φλοιού αντιστοιχούν σε γαλαξιακά έτη (ένα γαλαξιακό έτος είναι ο χρόνος που χρειάζεται ο ήλιος για να ολοκληρώσει μια τροχιά γύρω από το κέντρο του Γαλαξία μας). Τα ευρήματα αυτά υποστηρίχθηκαν περαιτέρω από τις εξετάσεις των ισοτόπων οξυγόνου, οι οποίες αποκάλυψαν ένα παρόμοιο μοτίβο. Επομένως, το ταξίδι της Γης γύρω από το Γαλαξιακό Κέντρο συμβάλλει στη διαμόρφωση της γεωλογίας του πλανήτη, κατέληξε η ομάδα.
Το ταξίδι της Γης γύρω από το Γαλαξιακό Κέντρο
Ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από το Γαλαξιακό Κέντρο με ταχύτητα περίπου 863.000 χλμ./ ώρα, ενώ οι σπειροειδείς βραχίονες περιστρέφονται με ταχύτητα περίπου 76.000 χλμ./ ώρα. Αυτό σημαίνει ότι ο ήλιος και το ηλιακό σύστημα, καθώς και πολλά από τα άλλα άστρα του Γαλαξία μας, κινούνται μέσα και έξω από τους σπειροειδείς βραχίονες.
Όταν το ηλιακό σύστημα κινείται προς τους σπειροειδείς βραχίονες, τα παγωμένα πλανητικά σωματίδια στην εξωτερική άκρη του Νέφους του Όορτ (περίπου 7,4 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα από τον ήλιο), αλληλεπιδρούν με τα πυκνά νέφη αερίων των βραχιόνων, στέλνοντας παγωμένο υλικό προς το εσωτερικό του ηλιακού συστήματος – και τον πλανήτη μας. Οι περισσότεροι από αυτούς τους διαστημικούς βράχους προέρχονται από την κύρια ζώνη αστεροειδών μεταξύ του Άρη και του Δία, μια περιοχή που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη Γη από ό,τι το Νέφος Όορτ.
«Αυτό είναι σημαντικό, επειδή η περισσότερη ενέργεια θα έχει ως αποτέλεσμα περισσότερη τήξη. Όταν χτυπάει, προκαλεί μεγαλύτερες ποσότητες τήξης αποσυμπίεσης, δημιουργώντας μεγαλύτερη ανύψωση υλικού», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ομάδα.
Η επιρροή των συγκρούσεων στο σχηματισμό πετρωμάτων και στην αυξημένη παραγωγή φλοιού ήταν επίσης εμφανής στην εξέταση των σφαιριδίων που δημιουργούνται από εκτοξευόμενο υλικό το οποίο ψύχεται, συμπυκνώνεται και πέφτει πίσω στη Γη. Τα σφαιρίδια συσχετίστηκαν επίσης με το πέρασμα της Γης μέσα από τους πυκνούς σπειροειδείς βραχίονες του Γαλαξία μας πριν από περίπου 3,3 και 3,5 δισεκατομμυρίων ετών, όταν ο πλανήτης είχε ηλικία λίγο πάνω από 1 δισεκατομμύριο χρόνια.
Ο προσδιορισμός των ηλικιών των σφαιριδίων θα μπορούσε να υποστηρίξει περαιτέρω τα ευρήματα της ομάδας και να ενθαρρύνει τους γεωλόγους και τους αστροφυσικούς να αρχίσουν να σκέφτονται περισσότερο για την επίδραση του ευρύτερου κοσμικού περιβάλλοντος της Γης στη γεωλογία του πλανήτη.
«Είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθούν αυτά τα πράγματα- θέλουμε να κάνουμε αυτή τη σύνδεση και να ξεκινήσουμε τη συζήτηση για να εξετάσουμε τις γεωλογικές διεργασίες πέρα από τη Γη, πέρα από το ηλιακό σύστημα, και τι μπορεί να τις προκαλεί», δήλωσε ο συν-συγγραφέας της μελέτης Φιλ Σάτον, λέκτορας αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο του Λίνκολν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα αποτελέσματα της ομάδας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Geology».