Γράφει η Αθηνά Ταρλά
Κανένα πλατωνικό έργο δεν έχει συζητηθεί περισσότερο από την «Πολιτεία». Πρόκειται για έναν διάλογο περίτεχνο και σύνθετο, στον οποίο ο Σωκράτης περιγράφει μία ιδανική πόλη ή, πιο σωστά, ένα ιδανικό πολίτευμα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για οικονομικοπολιτική πρόταση, όπως ξεκαθαρίζεται από την αρχή κιόλας του διαλόγου, αλλά για μία συζήτηση με θέμα την ύψιστη αρετή· τη δικαιοσύνη.
Οι πρωταγωνιστές του έργου προσπαθούν να ορίσουν τη δικαιοσύνη ως αρετή της ψυχής και να διαπιστώσουν αν συμφέρει να έχει κάποιος αυτή την αρετή ή αν ο δίκαιος άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι δυστυχής. Ακούγονται διάφορες θεωρίες περί δικαίου, οι οποίες ήταν δημοφιλείς τότε, και κάποια στιγμή, η παρέα ζητά από τον Σωκράτη να διερευνήσουν το θέμα βαθύτερα. Ο Σωκράτης σκαρφίζεται ένα τέχνασμα, μία μέθοδο, που κατά τη γνώμη του θα τους οδηγήσει ασφαλέστερα σε έναν ορθό ορισμό της δικαιοσύνης:
« … προτείνω να εξετάσουμε το ζήτημα όπως εάν κάποιος έβαζε ανθρώπους με αδύναμη όραση να διαβάσουν μικρά γράμματα από μακρινή απόσταση, κι ύστερα κάποιος αντιλαμβανόταν πως τα ίδια γράμματα, αλλά μεγαλύτερα, είναι γραμμένα και σε κάποια άλλη επιφάνεια μεγαλύτερη, και θα τους φαινόταν, νομίζω, ανέλπιστη τύχη αν κοιτούσαν τα μικρότερα αφού πρώτα είχαν διαβάσει τα μεγαλύτερα, κι εξέταζαν αν είναι ίδια με εκείνα… λέμε πως η δικαιοσύνη είναι ιδιότητα ενός ανθρώπου· δεν μπορεί, όμως, κατά κάποιον τρόπο, να είναι και ολόκληρης πολιτείας; … και δεν είναι η πολιτεία μεγαλύτερη από τον άνθρωπο; …ας αναζητήσουμε στις πολιτείες πρώτα να δούμε τι είδους πράγμα είναι η δικαιοσύνη· κι ύστερα ας αναζητήσουμε και στον καθένα χωριστά εξετάζοντας προσεκτικά πόσο μοιάζει το μεγαλύτερο στη μορφή του μικρότερου» (368d-369a)
Όπως είναι φανερό, ο απώτερος στόχος αυτής της συζήτησης ήταν η εξέταση της δικαιοσύνης ως ιδιότητας «ενός ανθρώπου». Κανείς δεν είχε σκοπό να πάει στην Εκκλησία του Δήμου και να προτείνει ένα νέο πολίτευμα στους Αθηναίους. Ο Σωκράτης και οι φίλοι του, αρχίζουν το «χτίσιμο» μίας πόλης από την αρχή, βήμα – βήμα και αναζητούν μέσα σε αυτή τα χνάρια της δικαιοσύνης, το δίκιο και το άδικο, ώστε να τα αναγνωρίσουν αργότερα και στην ανθρώπινη ψυχή. Γιατί εκεί δύσκολα μπορεί κανείς να τα διακρίνει χωρίς να τα έχει πρώτα «διαβάσει στη μεγάλη επιφάνεια».
Οι πρωταγωνιστές της «Πολιτείας», λοιπόν, δεν είχαν πολιτικές φιλοδοξίες και ο ίδιος ο Πλάτων, αν και η οικογένειά του τον προόριζε για πολιτικό, είχε γυρίσει από νωρίς την πλάτη του στην πολιτική. Και οπωσδήποτε δεν ήταν ανόητος να πιστεύει πως ένα τέτοιο σύστημα, σαν αυτό που περιγράφει στο έργο του, θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί και να επιβιώσει. Άλλωστε, το ομολογεί και ο ίδιος:
«… εννοείς την πολιτεία, της οποίας την ίδρυση μόλις περιγράψαμε, την πόλη που βρίσκεται στα λόγια, διότι πάνω στη γη δεν νομίζω πως βρίσκεται πουθενά. Όμως, είπα, ίσως να υφίσταται ως υπόδειγμα στον ουρανό για όποιον θέλει να τη βλέπει και κοιτώντας να ιδρύσει μία τέτοια πολιτεία μέσα του. Αν κάπου υπάρχει αυτή η πολιτεία ή αν πρόκειται να υπάρξει, δεν κάνει καμία διαφορά· διότι αυτός θα εφαρμόζει τους δικούς της νόμους και καμίας άλλης» (592b 2-4)
Οι νόμοι αυτής της φανταστικής πολιτείας, λοιπόν, είναι οι οι ηθικές αρχές που προτείνει ο Πλάτων, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα του τόπου του.
Τα τρία μέρη της ψυχής και οι τρεις τάξεις
Η θεωρία του Πλάτωνα για τα τρία μέρη της ψυχής είναι λίγο πολύ γνωστή και πάνω σε αυτήν έχουν θεμελιωθεί πολλές μεταγενέστερες ηθικές και ψυχολογικές θεωρίες. Για την ακρίβεια, όταν λέει «μέρη», εννοεί τις εξής λειτουργίες:
Το «επιθυμητικόν», το οποίο είναι το πιο ευτελές, γιατί φιλοξενεί τις σωματικές επιθυμίες και τις παρορμήσεις. Αυτό είναι το μεγαλύτερο «κομμάτι» της ψυχής και αυτό που δεν χορταίνει ποτέ. Όπως ακριβώς οι «δημιουργοί» της πόλης, δηλαδή η παραγωγική τάξη.
Οι άνθρωποι που είναι προσκολλημένοι στα υλικά αποκτήματα και ενδιαφέρονται πολύ γι’ αυτά είναι οι πλέον κατάλληλοι να τα εργάζονται στην αγροτική παραγωγή, στο εμπόριο, στη βιοτεχνία. Αποκτούν κέρδη και μέσω αυτών, ικανοποιούν τις επιθυμίες τους, αλλά και συντηρούν τις άλλες δύο μικρότερες σε μέγεθος τάξεις, οι οποίες δεν επιτρέπεται να έχουν καμία ιδιοκτησία. Ο Σωκράτης δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με αυτή την τάξη. Δεν θέτει κανέναν περιορισμό στον τρόπο λειτουργίας της, αρκεί να κάνει τη δουλειά της και να μην μπλέκεται στη δουλειά των άλλων δύο τάξεων.
Το «θυμοειδές», είναι ο συναισθηματικός μας κόσμος. Η έδρα των συγκινήσεων, του θυμού, της συμπάθειας, της θλίψης ή του ενθουσιασμού. Αυτός που έχει ανεπτυγμένο αυτό το μέρος της ψυχής, στην «Πολιτεία» , με την κατάλληλη παιδεία θα διοχετεύσει τον δυναμισμό των συναισθημάτων του σε έργα που ωφελούν το σύνολο. Θα γίνει ένας γενναίος, έντιμος και περήφανος φύλακας της πόλης. Τέτοιοι άνθρωποι θα αναλάβουν τη δημόσια ασφάλεια και την άμυνα.
Το «λογιστικόν», δηλαδή τη λογική μας ικανότητα. Αυτή είναι η ανώτατη λειτουργία της προσωπικότητας, η μόνη άξια να της εμπιστευτούμε τη λήψη αποφάσεων. Έτσι, αν κάποιος από τους φύλακες εκδηλώσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πνευματικά ζητήματα, αφού ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του ως φύλακας, θα συνεχίσει σε ανώτερες σπουδές και θα υπηρετήσει την πόλη ως άρχοντας.
Η ευτυχία, λέει ο Σωκράτης, είναι εφικτή μόνο όταν ισχύει «τὸ τὰ αὐτοῦ πράττειν» (το να πράττει κάποιος τα δικά του). Δηλαδή, κάθε μέρος να κοιτάζει τη δουλειά του και, υπακούοντας στις οδηγίες της λογικής , να μην επηρεάζεται από τις άλλες λειτουργίες. Ακριβώς όπως ο ηνίοχος ενός άρματος που τρέχει στους αγώνες, εναρμονίζει τις κινήσεις των δύο αλόγων του ώστε το άρμα να φτάσει στο τέρμα, έτσι και το λογιστικό μέρος της ψυχής, οδηγεί τα δύο άλλα μέρη προς την ορθή κατεύθυνση. Αν δεν αναλάβει η λογική την ευθύνη, αλλά αφήσει τα άλογα να τεμπελιάσουν ή να αφηνιάσουν, τότε το άρμα, στην καλύτερη περίπτωση θα χάσει τον αγώνα και στη χειρότερη θα βγει τελείως από τον δρόμο του και θα ανατραπεί.
Το παράδειγμα της φανταστικής πολιτείας
Η θεωρία για τα τρία μέρη της ψυχής είναι τα «μικρά γράμματα» που είπε στην αρχή ο Σωκράτης και τα οποία μπόρεσε μαζί με τους συνομιλητές του να διαβάσει, αφού πρώτα διάβασαν τα «μεγάλα», δημιουργώντας εκ του μηδενός την φανταστική πολιτεία τους. Διαπίστωσαν πως, για να λειτουργήσει άψογα μία πολιτεία, η άρχουσα τάξη και οι φύλακες (σε αντίθεση με την παραγωγική τάξη) θα πρέπει να είναι πλήρως αφοσιωμένοι στο έργο τους, απαλλαγμένοι από κάθε βιοτική μέριμνα και προφυλαγμένοι από κάθε επιθυμία, η οποία αναπόφευκτα θα τους ανάγκαζε κάποτε να επιλέξουν ανάμεσα στο προσωπικό τους συμφέρον και το συμφέρον της πόλης. Κι επειδή κανείς δεν μπορεί να ζήσει σ’ ένα τόσο αυστηρά ελεγχόμενο σύστημα, κανένα πολιτικό σύστημα δεν ήταν ως τώρα απολύτως δίκαιο.
Τον Σωκράτη και την παρέα του, όμως, δεν τους απασχολεί αυτό. Τους απασχολούν τα «ψιλά γράμματα» που αναζητούσαν από την αρχή. Τώρα είναι σε θέση να κατανοήσουν πόσο σκληρός είναι ο αγώνας για την κατάκτηση της ύψιστης αρετής! Ποιος θα μπορούσε να επιτύχει αυτή την ισορροπία ανάμεσα στα μέρη της της ψυχής του; Πώς να κρατήσει κανείς το «λογιστικό» του σύστημα μακριά από τις επιθυμίες του σώματος και τις παρορμήσεις; Και πώς θα το εκπαιδεύσει να κρατά γερά το χαλινάρι στις καθημερινές συγκινήσεις και, στο τέλος-τέλος, γιατί να υποστεί μία τέτοια ταλαιπωρία, αφού όπως έδειξε το παράδειγμα της φανταστικής πολιτείας, είναι μάλλον ανέφικτο;
Διότι, όπως ισχυρίζεται και όπως απέδειξε με τη ζωή και τον θάνατό του ο Σωκράτης, είναι ένας αγώνας που αξίζει τον κόπο. Η τελευταία συζήτηση στην «Πολιτεία» δεν είναι πολιτική, αλλά εσχατολογική. Όλη αυτή η αναζήτηση καταλήγει στην παρουσίαση της αιώνιας πορείας της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος οφείλει να επιδιώκει τη δικαιοσύνη, όχι γιατί έτσι θα κατορθώσει να φτιάξει ένα τέλειο πολίτευμα, σαν αυτό που φαντάστηκαν νωρίτερα, αλλά επειδή μετά τον θάνατο του σώματός του, η ψυχή θα πρέπει μόνη της να επιλέξει, και το «όχημα» με το οποίο θα κάνει το επόμενο επίγειο ταξίδι, αλλά και τον «δαίμονα» που θα έχει στο έχει στο πλευρό του. Ο μόνος τρόπος για να ολοκληρώσει μια ώρα αρχύτερα τη σταδιοδρομία της στον κόσμο της ύλης είναι να αγωνίζεται για την ομαλή πορεία του «άρματός» της αφήνοντας τη λογική να κουμαντάρει τα άτακτα «άλογα» του συναισθήματος και της επιθυμίας και έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς το τέρμα της διαδρομής «να ιδρύσει μία πολιτεία μέσα του».