Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημοσίευσε σήμερα νέο ορισμό κλινικών περιστατικών για την κατάσταση μετά την ασθένεια με COVID-19 ή τη «μακροχρόνια COVID-19» σε παιδιά και εφήβους. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, τα παιδιά και οι έφηβοι είναι πιο πιθανό να έχουν λίγα ή καθόλου συμπτώματα ή να αναπτύξουν ήπια ασθένεια αφού μολυνθούν από τον COVID-19. Ως αποτέλεσμα, τα συμπτώματα που εμφανίζουν στη μετά την οξεία περίοδο και η επίδρασή τους μπορεί να διαφέρουν.
Τα παιδιά με κατάσταση μετά την COVID-19 είναι πιο πιθανό να έχουν κόπωση, αλλοιωμένη οσμή και άγχος από τα υγιή παιδιά. Τόσο για ενήλικες όσο και για τα παιδιά, το πόσο καιρό διαρκούν τα συμπτώματα (τουλάχιστον 2 μήνες) και πόσο σύντομα μετά την αρχική λοίμωξη ξεκινούν (μέσα σε 3 μήνες) είναι κοινά στους δύο ορισμούς.
Ο νέος ορισμός βασίζεται στα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα και αναπτύχθηκε μέσω μιας διαδικασίας συναίνεσης εμπειρογνωμόνων, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής υποστηρικτών ασθενών και κλινικών γιατρών. Ο ΠΟΥ χρησιμοποίησε μια προσέγγιση αναζήτησης συναίνεσης που ονομάζεται άσκηση Delphi, για την οποία ειδικοί και ασθενείς απάντησαν σε επανειλημμένες έρευνες. Αυτός ο ορισμός ισχύει για παιδιά όλων των ηλικιών, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα συμπτώματα της ηλικίας.
Ο ΠΟΥ ξεκίνησε τη διαδικασία ανάπτυξης ενός συγκεκριμένου ορισμού για παιδιά και εφήβους, επειδή η COVID-19 τα επηρεάζει διαφορετικά από τους ενήλικες.
Ο νέος ορισμός
«Η κατάσταση μετά την COVID-19 σε παιδιά και εφήβους εμφανίζεται σε άτομα με ιστορικό επιβεβαιωμένης ή πιθανής λοίμωξης SARS-CoV-2, όταν εμφανίζουν συμπτώματα διάρκειας τουλάχιστον 2 μηνών που αρχικά εμφανίστηκαν εντός 3 μηνών από την οξεία COVID-19. Τα τρέχοντα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τα συμπτώματα που αναφέρονται συχνότερα σε παιδιά και εφήβους με κατάσταση μετά την COVID-19 σε σύγκριση με τους ελέγχους είναι κόπωση, αλλοιωμένη οσμή (ανοσμία) και άγχος. Άλλα συμπτώματα έχουν επίσης αναφερθεί. Τα συμπτώματα γενικά έχουν αντίκτυπο στην καθημερινή λειτουργία, όπως αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, τη σωματική δραστηριότητα, τη συμπεριφορά, τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, τις κοινωνικές λειτουργίες (αλληλεπιδράσεις με φίλους, συνομηλίκους, οικογένεια) και αναπτυξιακά ορόσημα. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι νέα έναρξη μετά την αρχική ανάρρωση από ένα οξύ επεισόδιο COVID-19 ή να επιμείνουν από την αρχική ασθένεια. Μπορεί επίσης να παρουσιάζουν διακυμάνσεις ή να υποτροπιάσουν με την πάροδο του χρόνου. Η εξέταση μπορεί να αποκαλύψει πρόσθετες διαγνώσεις, αλλά αυτό δεν αποκλείει τη διάγνωση της κατάστασης μετά τον COVID-19».
Οποιοσδήποτε με COVID-19 μπορεί να νοσήσει με την μετά την ασθένεια COVID-19, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της νόσου, αν και αναφέρεται πιο συχνά σε εκείνους που είχαν σοβαρή νόσο. Το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας υπολόγισε ότι μέχρι το τέλος του 2021, 145 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν αναπτύξει κατάσταση μετά την COVID-19 (3,7% όσων είχαν μολυνθεί με SARS-CoV-2) όπως ορίζεται από τον ορισμό των κλινικών περιπτώσεων του ΠΟΥ, με το 15,1% αυτών (22 εκατομμύρια) να έχουν επίμονα συμπτώματα στους 12 μήνες μετά την έναρξη της μόλυνσης.
Παραμένουν περιορισμένες οι πληροφορίες σχετικά με την πάθηση σε παιδιά και εφήβους, καθώς και σχετικά με τα μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Η χρήση ενός τυποποιημένου ορισμού θα συμβάλει στην παγκόσμια κατανόηση του επιπολασμού του και θα επιτρέψει πιο συγκρίσιμες ερευνητικές μελέτες.
ΕΡΤ: Κώστας Δαβάνης
Πηγή: ertnews.gr