Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Εδώ και μερικές μέρες παρατηρούμε το νέο power game μεταξύ της ολλανδικής κυβέρνησης που απαγόρευσε εμφανίσεις Τούρκων αξιωματούχων στη χώρα, προκειμένου να παραστούν σε εκδηλώσεις για το δημοψήφισμα και την εμφατική απάντηση του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, ο οποίος απειλεί με κυρώσεις, αλλά και με την προσφυγική κρίση.
Είναι σαφές, πως ο κ. Ερντογάν έχει ξεφύγει πολιτικά, δεν νομίζω πως χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση επί του συγκεκριμένου.
Όλα όμως στη ζωή και ιδίως στην πολιτική, έχουν μια αιτιολογία: η κρίση στις σχέσεις Ολλανδίας και Τουρκίας μπορεί να τεστάρει εκ νέου τις αντοχές της Ευρώπης, αλλά είναι ένα λελογισμένο πολιτικό ρίσκο και για τις δύο πλευρές. Ο μεν κ. Ρούτε, πρωθυπουργός της Ολλανδίας, έχει αύριο κρίσιμες εκλογές και έχει πάρει ελαφρύ προβάδισμα έναντι του ακροδεξιού Χερτ Βίλντερς.Η στιβαρή στάση του στο θέμα του προσθέτει πόντους, τους οποίους στοχεύει στο κεφαλαιοποιήσει πολιτικά. Ο δε κ. Ερντογάν πολώνει εσωτερικά και άλλο το κλίμα, αλλά δεν απελευθερώνει τις προσφυγικές ροές, γιατί έτσι θα χάσει τα χρήματα που παίρνει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπάρχει όμως ένα ζήτημα για την ίδια την Ε.Ε. Η Κομισιόν χθες σημείωσε πως «οι αποφάσεις αναφορικά με τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων και των συλλαλητηρίων στα κράτη μέλη είναι ένα θέμα για τα ίδια τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του διεθνούς και του εθνικού δικαίου». Θεμιτό μεν, αλλά ως πότε οι Βρυξέλλες θα κάνουν τον Πόντιο Πιλάτο και δεν θα τοποθετούνται με σαφήνεια; Ή η Ολλανδία έκανε λάθος ή η Ολλανδία έπραξε με σωστό τρόπο. Αυτό είναι θέμα της Κομισιόν να το αποφασίσει, αλλά πρέπει και να μας το πει.
Και κάτι ακόμα: η φοβική αντίδραση της κ. Μέρκελ και των λοιπών απέναντι στον κ. Ερντογάν, επειδή ρεαλιστικά κρατά τα κλειδιά του προσφυγικού και δεν θέλουν ενόψει των εθνικών τους εκλογών νέα εσωτερικά προβλήματα στο εν λόγω ζήτημα, προκαλεί σοβαρό κεκτημένο για τον Τούρκο πρόεδρο, γιατί πατά σε αυτό και επιμένει σε μια άνευ προηγουμένου προκλητικότητα. Καλό θα ήταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες κάποια στιγμή, σε κάποιο σημείο, να βάλουν και ένα όριο στην υποχωρητικότητά τους, έστω και αν διακυβεύεται το ευρύτερο καλό.
Και, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν διαρκώς να κάνουν ότι δεν είδαν και δεν άκουσαν.