Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχασε την πυξίδα του γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού της προσανατολισμού. Η ιστορική παραδοχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή «Ανήκομεν εις την Δύσιν» έχασε το πραγματικό της νόημα και αντικαταστάθηκε από μια εμμονική σχέση εξάρτησης, με αμιγώς οικονομοτεχνικά χαρακτηριστικά, από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Η Ελλάδα υποβάθμισε συνειδητά την σχέση της με την άλλη όχθη του Ατλαντικού προκειμένου να «φανεί εντάξει» στις υποχρεώσεις της προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, μη αξιοποιώντας έτσι έναν πολύτιμο σύμμαχο που θα μπορούσε να παίξει καίριο ρόλο στην ικανοποίηση των εθνικών μας συμφερόντων. Αυτό το χαμένο έδαφος καλούμαστε να καλύψουμε σήμερα.
Στις 6 το απόγευμα, λοιπόν, ώρα Ελλάδας, ορκίζεται 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ. Μέχρι και πριν από μερικούς μήνες, η ευρωπαϊκή ελίτ θεωρούσε αυτό το ενδεχόμενο σαν «σύντομο ανέκδοτο». Για μια ακόμη φορά η Ευρώπη «πιάστηκε στον ύπνο», αποδεικνύοντας την αποτυχία της να είναι σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια σκηνή.
Σε αντίθεση με τις άλλες δύο μεγάλες δυνάμεις, τη Μ. Βρετανία και τη Ρωσία, η Ε.Ε είναι παντελώς απροετοίμαστη να διαχειριστεί τη νέα πραγματικότητα που θα φέρει η διακυβέρνηση Τραμπ, καθώς ο νέος αμερικανός Πρόεδρος έχει καταστήσει σαφές πως οι ΗΠΑ δεν θα βάζουν για πάντα «πλάτη» προκειμένου να υπάρχει μια Ε.Ε, η οποία θα εξυπηρετεί στην ουσία τα γερμανικά συμφέροντα και μόνον. Αν οι Γερμανοί θέλουν μερίδιο «μεγάλης δύναμης» στο «παγκόσμιο σύστημα», θα πρέπει να το πληρώσουν οι ίδιοι. Όσο κι αν τους στοιχίσει…
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για να δει πως αργά ή γρήγορα η Ελλάδα θα πρέπει «να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει». Και η απόφαση αυτή δεν θα διαμορφώσει απλά το μέλλον αλλά θα κρίνει και το αν θα υπάρχει μέλλον για την Ελλάδα. Η κοινωνία ήδη το διαισθάνεται αυτό, όσο κι αν το πολιτικό σύστημα σφυρίζει αδιάφορα. Γι αυτό και στις δημοσκοπήσεις πλέον δεν κυριαρχεί τόσο ο φόβος για το «λόμπι της δραχμής» όσο ο τρόμος για τη «λούμπα του ευρώ».
Η ταύτιση της Δύσης με την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια ελαχιστοποίησε και τα αντανακλαστικά της ελληνικής διπλωματίας στις ΗΠΑ. Κακά τα ψέματα, η χώρα μας σήμερα υποεκπροσωπείται στο μεγαλύτερο κέντρο λήψης αποφάσεων παγκοσμίως, στην Ουάσιγκτον. Υποεκπροσωπείται τόσο σε επίπεδο καθαρά υπηρεσιακό όσο και σε επίπεδο προώθησης των εθνικών μας επιδιώξεων μέσω ομάδων πίεσης, ειδικών ομάδων συμφερόντων κλπ. Και αυτή η επιφανειακή παρουσία της χώρας μας στην αμερικανική πρωτεύουσα φαίνεται ακόμη περισσότερο σήμερα, που το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δέχεται ισχυρό κύμα ανανέωσης στα ανώτερα εκτελεστικά και διοικητικά κλιμάκια, με την έλευση του νέου αμερικανού προέδρου. Δεν έχουμε άλλο χρόνο για χάσιμο. Πρέπει να δουλέψουμε συστηματικά και με συνέπεια για να ξαναφέρουμε τα εθνικά μας θέματα στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος στις ΗΠΑ.
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπορεί να έχασαν την ισχυρή δυναμική τους τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της μονομέρειας της εξωτερικής μας πολιτικής, ωστόσο παρέμειναν αδιάβλητες στο πέρασμα του χρόνου. Είναι καιρός, μαζί με τα ψεύτικα ιδεολογήματα της Αριστεράς και τον επίπλαστο αντιαμερικανισμό που εξέθρεψαν τις τελευταίες δεκαετίες «καριερίστες του πεζοδρομίου», να αποβάλλουμε και προκαταλήψεις και στερεότυπα που αναπτύχθηκαν στις διμερείς μας σχέσεις. Να εστιάσουμε σε αυτά που μας ενώνουν και που εδράζονται πάνω στις αρχές της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Και να κατανοήσουμε επιτέλους ως κοινωνία αλλά και ως πολιτικό σύστημα πως η διασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων περνά μέσα από την ισχυροποίηση των ιστορικών μας συμμαχιών, κυριότερη εκ των οποίων ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι η στρατηγική συμμαχία μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Ο Ντόναλντ Τραμπ επαναφέρει μια σύγχρονη άποψη του δόγματος Μονρόε. Προσαρμόζει τις αντιλήψεις περί οικουμενικού συμφέροντος στο αμερικανικό εθνικό συμφέρον. Το ίδιο οφείλουμε να πράξουμε και εμείς. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούμε να δημιουργήσουμε την «κοινή γλώσσα» συνεννόησης που απαιτείται, ώστε η διακυβέρνηση Τραμπ να αποδειχθεί επωφελής για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, όπως και η Ελλάδα να αποδειχθεί αξιόπιστος στρατηγικός εταίρος και σύμμαχος των ΗΠΑ σε αυτή τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο παγκόσμιο σύστημα.