Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Βρισκόμαστε πάλι σε μια ατέρμονη συζήτηση για το αν θα κλείσει ή δεν θα κλείσει η αξιολόγηση. Το έργο το έχουμε ξαναδει και με τους ίδιους και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Η αγωνία είναι ίδια, αλλά ούτε οι αντοχές της αγοράς ούτε της κοινωνίας είναι ίδιες.
Η περίοδος που περνάμε είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το αν η οικονομία θα μπορέσει να κάνει το πέρασμα στην ανάπτυξη. Όπως πάμε, για φέτος θα είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Ήδη, το πρώτο τρίμηνο είναι χαμένο. Ο υπεύθυνος του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής Παναγιώτης Λιαργκόβας έχει εκτιμήσει ότι θα παραμείνουμε σε ύφεση για το πρώτο τρίμηνο του 2017.
Αν η εκκρεμότητα της αξιολόγησης συνεχιστεί χωρίς κάποια ορατή λύση ως το τέλος Μαϊου, είμαι πολύ …αισιόδοξος ότι η ύφεση θα έχει carry over και στο επόμενο τρίμηνο. Ήδη, άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τα νούμερα λένε ότι ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% φέτος δεν είναι ρεαλιστικός. Είναι και ορισμένοι ακόμα πιο απαισιόδοξοι που λένε πως η ανάπτυξη φέτος θα είναι κάτω της μονάδας, με ό,τι αυτό και αν συνεπάγεται για την ανάπτυξη του 2018, η οποία εκτιμάται στο 3,5%.
Όποιος περπατά στην πραγματική οικονομία καταλαβαίνει τι λέμε. Κανείς δεν κινείται ουσιαστικά, κανείς δεν κάνει κινήσεις επέκτασης, όλοι προσπαθούν να καταλάβουν πώς θα ανταποκριθούν στο νέο πλαίσιο φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών και πώς θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την κάθετη πτώση της κατανάλωσης. Ας πούμε δυο πληροφορίες: πηγές της στήλης από το χώρο των σούπερ μάρκετ αναφέρουν πως η κατανάλωση τον μήνα Μάρτιο κινήθηκε πτωτικά σε διψήφιο ποσοστό.
Επίσης, άλλη πηγή, από τον χώρο του καφέ μας έλεγε πως «είχαμε χρόνια να δούμε τόσο κακό τρίμηνο». Αυτό που πρέπει να καταλάβει η κυβέρνηση είναι ότι η καθυστέρηση είναι παραλυτική για την πραγματική οικονομία και όσο μεγαλύτερη αυτή είναι, τόσο μεγαλύτερο είναι και το αποτύπωμα που αφήνει στην αγορά.
Η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει πριν να είναι πολύ αργά. Η εξόφληση της δόσης του Ιουλίου δεν είναι καν το πρόβλημα. Όσοι ξέρουν, από το τραπεζικό σύστημα, λένε πως, αν θελήσει, η κυβέρνηση έχει τον τρόπο να ξύσει τον πάτο του βαρελιού και να μαζέψει τα λεφτά της ΕΚΤ. Για ποιο λόγο όμως; Τι έχει να περιμένει; Όσο περνά ο καιρός, τόσο τα πράγματα γίνονται χειρότερα και ο λογαριασμός τόσο μεγαλώνει.
Το έχει πει ο κ. Τσακαλώτος, το έχει πει και ο κ. Χουλιαράκης, ότι η καθυστερήσεις συνεπάγονται και μεγάλο κόστος. Και μπορώ να δεχθώ ότι το ΔΝΤ βάζει παράλογες απαιτήσεις στο τραπέζι. Δεν είναι ούτε η πρώτη φορά, ούτε το ΔΝΤ έχει το αλάθητο του Πάπα, τουναντίον. Από την άλλη, η κυβέρνηση, η οποία αναλύει τα πάντα μέσα από ένα πρίσμα πολιτικών συσχετισμών και εκλογικών αναμετρήσεων, ορισμένες φορές δεν βλέπει το προφανές: η οικονομία πάει να σκάσει!
Φαίνεται ήδη στα φορολογικά έσοδα, τα οποία είναι ίσα βάρκα ίσα νερά, ενώ το προηγούμενο διάστημα παρουσίαζαν υπεραπόδοση. Θα φανεί και στον ΕΦΚΑ, όταν «κάτσει» ο κουρνιαχτός και διαφανεί η αδυναμία πλείστων όσων ελευθέρων επαγγελματιών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, μιας και κάποιοι απλά πληρώνουν τους πρώτους μήνες για να φανούν ενήμεροι στο σύστημα, αλλά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο βάρος της ετήσιας επιβάρυνση.
Όσο περισσότερος χρόνος χάνεται, με ευθύνη κυβέρνησης και δανειστών (οι οποίοι δεν έχουν τη χρονική πίεση, αλλά κινδυνεύουν να τους σκάσει πάλι η χώρα στα χέρια), τόσο η πραγματική οικονομία στενάζει. Εδώ που φτάσαμε, η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει, έστω και με αυτό το αιματηρό πλαίσιο, για έναν απλό λόγο: οτιδήποτε διαφορετικό, θα είναι πολύ απλά πολύ χειρότερο.
Και μετά, θα πρέπει να κάνουμε και μια σοβαρή συζήτηση για την επόμενη μέρα, μιας και όλο το παζλ του κύκλου της εσωτερικής υποτίμησης θα έχει ολοκληρωθεί. Για να λέμε, τουλάχιστον, τα πράγματα όπως είναι.