Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Ένας κύκλος της νεώτερης πολιτικής μας ιστορίας έκλεισε.
Θα γραφτούν τόμοι αναφορικά με το έργο του, από τη συνεισφορά του στην εθνική συμφιλίωση και την αποφυγή του Εμφυλίου στην Κρήτη μέχρι το μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησής του το 1990-1993. Το πόσο «πεισματάρης», μεθοδικός και πραγματιστής υπήρξε. Όπως και οτι η αγάπη του για την ελευθερία αποτελούσε πάντα τον πυρήνα των ιδεών που αντιπροσώπευε. Πίστευε στην υγιή δύναμη του ανταγωνισμού, στο επιτελικό ευέλικτο κράτος που θα έθετε τους κανόνες του παιχνιδιού αλλά δεν θα γινόταν το ίδιο επιχειρηματίας. Έμεινε αμετακίνητος σε αυτές τις ιδέες και πρέπει να του αναγνωρίσουμε οτι πλήρωσε… έντοκα το πολιτικό κόστος αυτών των τολμηρών για την εποχή μεταρρυθμίσεων.
Δεν θα ασχοληθώ με τον ρόλο του στην «Αποστασία», τις απόψεις του για το Μακεδονικό, τη σχέση του με τον Ανδρέα Παπανδρέου η την πολιτική πατροκτονία που υπέστη από τον Σαμαρά. Δεν είναι στιγμή για να κριθεί. Για κάποιους πολλά από αυτά δεν αποτελούν καν αντικείμενο ιστορικού σχολιασμού, για κάποιους άλλους είναι σημεία θαυμασμού προς το πρόσωπο του ανδρός, για άλλους τεκμήρια ρήξης που τον έκαναν «κόκκινο πανί» στη συνείδησή τους. Το θέμα μου δεν είναι η ιστορική διαδρομή μιας αδιαμφισβήτητα μεγάλης πολιτικής προσωπικότητας, όπως υπήρξε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης – με όποιο τρόπο κι αν τον δει κανείς.
Περισσότερο μέσα από το παράδειγμά του ως δημοσίου άνδρα προσπαθώ να εντοπίσω τη δική μας παθογένεια, την αδυναμία μας να ακούσουμε κάτι πέρα από τη βολή μας. Όποια άποψη και αν έχει κανείς για τον «ψηλό» μπορεί να του αναγνωρίσει κατ΄ελάχιστον δύο πράγματα: πρώτον, οτι λοιδορήθηκε και κατηγορήθηκε για τις ιδέες του όσο ελάχιστοι πολιτικοί, σε μια εποχή που το «φρέσκο» χρήμα περίσσευε, που η υπόσχεση της παροχής έφτανε και ηλέκτριζε και το τελευταίο κύτταρο του Έλληνα ψηφοφόρου. Το να μιλάς σε εκείνη την εποχή για φιλελεύθερη οικονομία και ιδιωτικοποιήσεις ήταν περίπου πράξη… επαναστατική. Για όσους ζήσαμε εκείνη την εποχή θυμόμαστε οτι η επίθεση που δέχτηκε ήταν τα πάντα -τα πάντα όμως- εκτός από πολιτική.
Το δεύτερο που μπορεί να αναγνωρίσει κανείς σήμερα στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη – και του το αναγνωρίζουν ακόμη και οι σφοδρότεροι πολιτικοί του αντίπαλοι – είναι οτι δικαιώθηκε. Δεν δικαιώθηκε πανηγυρικά, γιατί τελικά το σκαρί μπατάρησε. Δικαιώθηκε – νομίζω οδυνηρά για τον ίδιο- ως ο πολιτικός που είχε την οξυδέρκεια να διαβλέψει οτι η διαρκής έκθεση της Ελλάδας στο δανεισμό σε συνδυασμό με το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητάς της θα την οδηγούσαν αναπόφευκτα στην αγκαλιά του Ταμείου.
Λέω αναπόφευκτα γιατί αισθάνομαι πως πολλές φορές έχουμε την τάση να μεγεθύνουμε τις προσδοκίες μας από την κοινή γνώμη. Πολλές φορές πιστεύουμε με μεταφυσικό ζήλο οτι «η κοινωνία ξέρει». Λοιπόν, δεν είναι λίγες οι κοινωνίες που στις πιο κρίσιμες στιγμές έβαλαν το κεφάλι στην άμμο πιστεύοντας οτι γλίτωσαν. Η δική μας το έχει κάνει ουκ ολίγες φορές μέσα σε 200 χρόνια. Αυτό είναι και το πρόβλημα.
Πράγματα που δεν μας αρέσουν, τα κατηγορούμε. Δεν βλέπουμε οτι ο βασιλιάς είναι γυμνός, μας πειράζει αυτός που μας το επισημαίνει. Ότι δεν μας κάνει γκελ το απομονώνουμε. Πρέπει να έρθει ο φυσικός θάνατος ή μια κατακλυσμιαία κατάσταση για να παραδεχτούμε οτι αδικήσαμε βαθιά ως κοινωνία τους ανθρώπους που μίλησαν, ύψωσαν το ανάστημά τους και προειδοποίησαν. Έπρεπε να βυθιστούμε σε επτά χρόνια οικονομικής ασφυξίας για να καταλάβουμε οτι αν είχαμε κάνει το 10% από τα αυτά που φώναζαν άνθρωποι όπως ο Μητσοτάκης και ο Μάνος ή ο Τρίτσης θα είχαμε αποφύγει πολλά από τα βάσανα που περνάμε σήμερα.
Ως επαγγελματίας της επικοινωνίας θα μπορούσα να χαίρομαι – αυτή η συλλογική μας αδυναμία έχει φανεί ιδιαιτέρως χρήσιμη για την ανάπτυξη της δικής μας δουλειάς. Όμως και εκεί υπάρχουν ποιοτικές διαφορές. Άλλο πράγμα είναι να χρησιμοποιείς τρόπους προκειμένου να γίνει κάτι που είναι μεν αντιλαϊκό συγκυριακά αλλα πρέπει να γίνει και αλλο να ξεγελάς και να μετέρχεσαι κάθε μέσου για να αποσπάσεις τη λαϊκή ψήφο. Αν αυτό ισχύει για εμάς μια φορά για τους πολιτικούς ισχύει δέκα. Αυτή είναι και η διαφορά στη στόφα τους.
Πρόεδρε σε ευχαριστούμε για όλα. Εάν σε ακούγαμε τη στιγμή που έπρεπε, θα είχαμε γλυτώσει πολλά.