Για τις περισσότερες χώρες, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν αντιπροσωπεύει μια επιστροφή στην κανονικότητα μετά το χάος των χρόνων του Τραμπ. Οι μακροχρόνιοι σύμμαχοι και εταίροι είδαν τις σχέσεις τους να ενισχύονται. Οι απολυταρχικοί ηγέτες δεν συναλλάσσονται πλέον με έναν πρόεδρο των ΗΠΑ που θέλει να τους μιμηθεί. Οι αντίπαλοι των μεγάλων δυνάμεων αντιμετωπίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες είναι αφοσιωμένες στο να τους ξεπεράσουν. Για πολλούς παρατηρητές, είναι δύσκολο να μην καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι υπό τον πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιστρέψει στην μεταπολεμική παράδοση του φιλελεύθερου διεθνισμού. Κατά την άποψη αυτή, η διακυβέρνηση Τραμπ ήταν μια εφήμερη αναλαμπή και όχι ένα σημείο καμπής. Η ισορροπία έχει αποκατασταθεί.
Κάτω από την επιφανειακή ηρεμία, ωστόσο, πολλοί παγκόσμιοι παράγοντες αγωνιούν για τις προεδρικές εκλογές του 2024 στις ΗΠΑ. Παρά τις τέσσερις ποινικές διώξεις, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο επικρατέστερος υποψήφιος για το χρίσμα του GOP [στμ: Grand Old Party, εννοεί το Ρεπουμπλικανικό κόμμα] για την προεδρία. Αν υποθέσουμε ότι τα καταφέρνει, οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια κούρσα στήθος με στήθος μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν στις γενικές εκλογές. Θα ήταν απερίσκεπτο για τους άλλους παγκόσμιους ηγέτες να απορρίψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης θητείας του Τραμπ με αρχή τις 20 Ιανουαρίου του 2025. Πράγματι, το πρόσωπο που το γνωρίζει αυτό καλύτερα είναι ο ίδιος ο Μπάιντεν. Στην πρώτη του κοινή ομιλία στο Κογκρέσο, ο Μπάιντεν είπε ότι στις συζητήσεις του με παγκόσμιους ηγέτες «έκανε γνωστό ότι η Αμερική επέστρεψε» και οι απαντήσεις τους έτειναν να είναι μια παραλλαγή του «Αλλά για πόσο καιρό;».
Για να κατανοήσουν τις διεθνείς σχέσεις για τους επόμενους 15 μήνες, οι παρατηρητές θα πρέπει να συνυπολογίσουν το πώς η πιθανότητα μιας δεύτερης θητείας Τραμπ επηρεάζει την επιρροή των ΗΠΑ στον κόσμο. Τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ το λαμβάνουν ήδη υπόψη τους. Οι ξένοι ηγέτες αναγνωρίζουν ότι μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα ήταν ακόμη πιο ακραία και χαοτική από την πρώτη θητεία του. Η προοπτική ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο θα ενθαρρύνει την αντιστάθμιση των Ηνωμένων Πολιτειών από τους συμμάχους τους -και θα σκληρύνει την αποφασιστικότητα των αντιπάλων τους. Ρώσοι και Κινέζοι αξιωματούχοι, για παράδειγμα, έχουν πει σε αναλυτές ότι ελπίζουν να επανεκλεγεί ο Τραμπ. Για την Ρωσία, η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία θα σήμαινε λιγότερη υποστήριξη της Δύσης στην Ουκρανία˙ για την Κίνα, θα σήμαινε την αποδυνάμωση των συμμαχιών των ΗΠΑ με χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα που βοηθούν στην ανάσχεση του Πεκίνου. Η καλύτερη κίνηση εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν κατά το επόμενο έτος δεν θα είναι μια διπλωματική ή στρατιωτική πρωτοβουλία -θα είναι να δείξει ότι ο Τραμπ είναι απίθανο να κερδίσει τον Νοέμβριο του 2024.
ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ;
Κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ διέλυσε το πυκνό δίκτυο συμμαχιών και συνεργασιών που είχαν οικοδομήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες τα προηγούμενα 75 χρόνια. Για τους μακροχρόνιους συμμάχους στην Ευρώπη, την Λατινική Αμερική, και την περιοχή του Ειρηνικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφάνισαν ξαφνικά μια συγκεχυμένη σειρά ιδιότροπης συμπεριφοράς. Ο Τραμπ κατηγόρησε τους συμμάχους ότι δεν συνεισφέρουν αρκετά στην συλλογική ασφάλεια και ότι δήθεν ληστεύουν τις Ηνωμένες Πολιτείες με εμπορικές συμφωνίες. Απειλούσε επανειλημμένα να αποχωρήσει από συμφωνίες που προηγουμένως ήταν ιερές, όπως το ΝΑΤΟ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΗΠΑ-Κορέας, και η NAFTA. Αντίθετα, αν και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν το περιστασιακό ξέσπασμα του Τραμπ, ήταν γι’ αυτούς με πολλούς τρόπους οι καλύτερες στιγμές. Ο Τραμπ έκανε κάθε προσπάθεια για να καλοπιάσει τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, και τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν. Η κυβέρνησή του έκανε γιο-γιο ανάμεσα στον εξαναγκασμό και την διευκόλυνση αυτών των κρατών, με την δεύτερη τακτική να επικρατεί συνήθως. Αυτοί οι αυταρχικοί τσέπωναν ευχαρίστως κέρδη από τις τεταμένες σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τους συμμάχους τους. Ο Σι μπορούσε να πάει στο Νταβός το 2017 και να δηλώσει ουσιαστικά ότι η Κίνα, και όχι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν η δύναμη του status quo. Ο Πούτιν μπορούσε να περιμένει την ώρα που ο Λευκός Οίκος του Τραμπ απέσυρε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ από την Ουκρανία και παρακράτησε οπλικά συστήματα Javelin σε μια προσπάθεια να εξαναγκάσει τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να βοηθήσει την εκστρατεία επανεκλογής του Τραμπ το 2020. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη για τον Πούτιν ή τον Σι να δράσουν απερίσκεπτα όταν ο αντίπαλός τους αυτο-σαμποταριζόταν.
Η νίκη του Μπάιντεν επί του Τραμπ το 2020 έδωσε τέλος σε μεγάλο μέρος αυτής της παράξενης συμπεριφοράς. Ο Μπάιντεν επιβεβαίωσε εκ νέου τις παραδοσιακές συμμαχίες σε βαθμό που είχε να παρατηρηθεί από την εποχή του προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους [του πρεσβύτερου]. Όπως το έθεσε ο Richard Haass, πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ο Μπάιντεν μεταμόρφωσε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ «από το “πρώτα η Αμερική” στο πρώτα οι συμμαχίες». Ο Μπάιντεν διαβουλεύτηκε ευρέως με Ευρωπαίους ηγέτες κατά την διαμόρφωση της αμερικανικής απάντησης στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί ένας βαθμός διατλαντικής συνεργασίας που εξέπληξε ακόμη και τον Πούτιν. Παρομοίως, η κυβέρνηση έχει συγκεντρώσει την υποστήριξη πολλών συμμάχων για να αντιμετωπίσει την Κίνα: επιβολή ελέγχων στις εξαγωγές σε συνεννόηση με την Ιαπωνία και την Ολλανδία˙ ενίσχυση της Quad [Τετράδας], ενός αμυντικού συνασπισμού που αποτελείται από την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες˙ και ανάπτυξη του Οικονομικού Πλαισίου Ινδο-Ειρηνικού, μιας ομάδας συζητήσεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ με 14 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδονησίας, της Νότιας Κορέας, της Ταϊλάνδης, και του Βιετνάμ. Οι δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης που διεξήχθησαν σε μια ομάδα 23 διαφορετικών χωρών, όπως η Ουγγαρία, η Ιαπωνία, και η Νιγηρία, δείχνουν ότι μεγάλο μέρος του κόσμου έχει πιο θετική στάση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Μπάιντεν απ’ όσο υπό τον Τραμπ.
Ταυτόχρονα, αντίπαλοι όπως η Ρωσία και η Κίνα έπρεπε να προσαρμοστούν σε έναν Αμερικανό πρόεδρο ο οποίος αποδεικνύει εμπράκτως και όχι μόνο στα λόγια τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Ο Τραμπ παραληρούσε και ξεσπάθωσε και καταφέρθηκε εναντίον της Κίνας, αλλά στο τέλος, ενδιαφερόταν περισσότερο για την σύναψη συμφωνιών παρά για την προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ -αυτό φάνηκε, για παράδειγμα, από την προσπάθειά του να οριστικοποιήσει την εμπορική συμφωνία πρώτης φάσης με την Κίνα στις αρχές του 2020 χωρίς να πιέσει τις κινεζικές Αρχές σχετικά με την αναδυόμενη πανδημία της COVID-19. Η προσέγγισή του με την Ρωσία ήταν ασταθής -ο ίδιος ο Τραμπ έχει πει ότι ήταν το «μήλο της έριδος [για τον Πούτιν]». Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποδείχθηκε έτοιμη και πρόθυμη να κινητοποιήσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει και τις δύο αυτές απολυταρχίες -ο νόμος CHIPS και Science Act και ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act) είναι πολύ πιο φιλόδοξες νομοθετικές πράξεις από οτιδήποτε πέρασε κατά τα χρόνια του Τραμπ. Τα μέτρα αυτά στοχεύουν να επιτύχουν αυτό για το οποίο ο Τραμπ μόνο μίλησε: την «εγχώρια στήριξη» κρίσιμων βιομηχανικών τομέων.
Ο Μπάιντεν ήταν επίσης πολύ πιο επιδέξιος στην προσέλκυση νέων συμμάχων και εταίρων. Το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει την Φινλανδία και σύντομα είναι πιθανό να συμπεριλάβει και την Σουηδία. Η τριμερής εταιρική σχέση μεταξύ της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας, και των Ηνωμένων Πολιτειών στην βορειοανατολική Ασία έχει ενισχυθεί˙ η συγκέντρωση των ηγετών αυτών των χωρών στο Καμπ Ντέιβιντ τον Αύγουστο θα ήταν αδιανόητη στα χρόνια του Τραμπ. Ο Μπάιντεν θα υπογράψει συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης με το Βιετνάμ κατά την διάρκεια επίσημης επίσκεψης στο Ανόι τον Σεπτέμβριο, εμβαθύνοντας τους δεσμούς μεταξύ δύο χωρών που είναι επιφυλακτικές απέναντι στον κινεζικό επεκτατισμό. Το σύμφωνο AUKUS με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εδραιώσει την συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας με αυτούς τους βασικούς συμμάχους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενισχύσει την διμερή συνεργασία με την Ταϊβάν. Τόσο οι ρωσικές όσο και οι κινεζικές επιχειρήσεις ανακαλύπτουν ότι η ικανότητά τους να επωφελούνται από την φιλελεύθερη διεθνή τάξη έχει τεθεί σε κίνδυνο.
Καθώς οι αντίπαλοι των ΗΠΑ βρίσκονται όλο και περισσότερο απομονωμένοι, πολλές ελίτ σε αυτές τις χώρες ελπίζουν σε μια μελλοντική απροσδόκητη τύχη -που θα προαναγγείλει η επιστροφή του Τραμπ στην προεδρία το 2025. Οι παρατηρητές της Κίνας αναφέρουν ότι ακούνε περισσότερες αναφορές για τον Τραμπ στις επισκέψεις τους στο Πεκίνο απ’ όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κινέζοι αξιωματούχοι ελπίζουν ότι μια νέα κυβέρνηση Τραμπ θα φθείρει και πάλι τις συμμαχίες των ΗΠΑ. Όσον αφορά την Ρωσία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες συμφωνούν ότι ο Πούτιν είναι απίθανο να αλλάξει την τακτική του στην Ουκρανία μέχρι τις εκλογές του 2024. Ένας ανώνυμος Αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε στο CNN τον Αύγουστο: «ο Πούτιν γνωρίζει ότι ο Τραμπ θα τον βοηθήσει. Το ίδιο και οι Ουκρανοί και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας». Οι σύμμαχοι στην Ευρώπη σκέφτονται επίσης -ή, μάλλον, φοβούνται- μια δεύτερη θητεία Τραμπ.
Ορισμένοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι αν και ο Τραμπ εκτέλεσε μια αντισυμβατική εξωτερική πολιτική όταν ήταν πρόεδρος, δεν ενήργησε σύμφωνα με τις χειρότερες παρορμήσεις του. Δεν απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες ούτε από τον ΠΟΕ ούτε από το ΝΑΤΟ, ούτε απομάκρυνε τα αμερικανικά στρατεύματα από όλη την περιοχή του Ειρηνικού. Αυτοί οι ειδήμονες θεωρούν ότι η δεύτερη θητεία του Τραμπ απλώς θα αναπαράγει την αλαζονεία της πρώτης θητείας του.
Αυτή η ψυχραιμία είναι άστοχη. Μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα εξελισσόταν με αντίρροπους θεσμούς που είναι ακόμη πιο αδύναμοι από όσο ήταν το 2016. Ο Τραμπ θα υποστηριζόταν από τους Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου, οι οποίοι είναι πολύ πιο Τραμπικοί στις οπτικές τους από όσο η ηγεσία της παλιάς φρουράς του GOP πριν από πέντε χρόνια. Σύμφωνα με τους New York Times, ο Τραμπ, αν επανεκλεγεί, «σχεδιάζει να σαρώσει τις υπηρεσίες πληροφοριών, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, και τις αμυντικές γραφειοκρατίες για να απομακρύνει τους αξιωματούχους τους οποίους έχει συκοφαντήσει ως “την άρρωστη πολιτική τάξη που μισεί την χώρα μας”». Η ομάδα εξωτερικής πολιτικής του ίδιου του Τραμπ πιθανότατα δεν θα περιλαμβάνει σχεδόν κανέναν με σημαντικό ιστορικό ηγεσίας στην διπλωματία ή τον στρατό που θα μπορούσε να φρενάρει τις πιο τρελές ιδέες του -με άλλα λόγια, δεν θα υπάρχουν πλέον «ενήλικες στο δωμάτιο». Δεν θα υπάρχει ο Τζέιμς Μάτις, ο υπουργός Άμυνας κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, ούτε καν ένας Τζον Μπόλτον, πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, για να μεταπείσει τον Τραμπ από τις βιαστικές του ενέργειες ή να τον πείσει ότι δεν μπορεί να βομβαρδίσει το Μεξικό ή ότι είναι ανίκανος να τερματίσει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σε μια μόνο ημέρα. Η δεύτερη θητεία του Τραμπ θα έμοιαζε περισσότερο με τους χαοτικούς τελευταίους μήνες της πρώτης θητείας του Τραμπ, όταν ο 45ος πρόεδρος έφτασε κοντά στο να βομβαρδίσει το Ιράν και να αποσύρει μονομερώς όλα τα αμερικανικά στρατεύματα από μια σειρά προβληματικών σημείων, όπως η Σομαλία και η Συρία. Όπως δήλωσε ένας πρώην Γερμανός αξιωματούχος στους New York Times, «ο Τραμπ έχει πλέον εμπειρία και ξέρει ποιους μοχλούς να τραβήξει και είναι θυμωμένος». Ένας άλλος Ευρωπαίος αξιωματούχος παρομοίασε έναν δεύτερο Τραμπ με τον Εξολοθρευτή της δεύτερης ταινίας της σειράς, η οποία παρουσίαζε ένα cyborg δολοφόνο ακόμη πιο θανατηφόρο και εξελιγμένο από τον αρχικό που υποδυόταν ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ.
Καθ’ όλη την διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ κράτησε συχνά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ όμηρο των δικών του πολιτικών ιδιοτροπιών. Αντιμετώπισε κάποιες συνέπειες˙ οι απαιτήσεις του από τον Ζελένσκι να μεταβιβάσει επιβλαβείς πληροφορίες για τον Μπάιντεν (ανεξάρτητα από το αν ήταν αληθινές) σε αντάλλαγμα για την αποστολή όπλων στο Κίεβο είχαν ως αποτέλεσμα τη μια από τις δύο παραπομπές του. Αν ο Τραμπ επανεκλεγεί παρά τις δύο αυτές παραπομπές -και τις τέσσερις νέες ποινικές διώξεις- θα αισθάνεται πραγματικά αχαλίνωτος και αμετανόητος. Μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα κάνει την πρώτη να μοιάζει με κοκτέιλ πάρτι.
ΘΩΡΑΚΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΑΞΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΑΜΠ
Αξίζει να θυμηθούμε ότι το ξένο διπλωματικό σώμα πίστευε ότι ο Τραμπ θα επανεκλεγεί το 2020. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ φοβούνταν ότι ο Τραμπ θα έκανε αυτό που προσπάθησε να κάνει κατά την διάρκεια της τελικής περιόδου της θητείας του στα τέλη του 2020: να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τον κόσμο. Εκτός και αν, και μέχρι να, καταστεί προδήλως προφανές ότι ο Τραμπ θα χάσει, θα ήταν κακή πρακτική για τον υπόλοιπο κόσμο να προεξοφλήσει τις απειλές και τις ευκαιρίες που θέτει μια δεύτερη θητεία Τραμπ. Αν μη τι άλλο, το διακύβευμα είναι τώρα υψηλότερο από όσο πριν από τέσσερα χρόνια. Οι αντιδράσεις στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η οικονομική άνοδος της Κίνας έχουν εμπλέξει στενότερα την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Αν ο Τραμπ αναλάβει το τιμόνι της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, το αποτέλεσμα θα ήταν μια πολύ ευρύτερη αποδιάρθρωση. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καταστρώσουν στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου για το επόμενο έτος, σε περίπτωση που διαταραχθούν οι κυρώσεις πολέμου κατά της Ρωσίας ή ο Τραμπ θελήσει να γίνει και πάλι ο καλύτερος φίλος του Κιμ Γιονγκ Ουν. Αυτό εξηγεί γιατί ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης και η Γαλλία πιέζουν επίσης τους συμμάχους να δεχθούν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ μάλλον νωρίτερα παρά αργότερα, προβλέποντας ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να γυρίσει την πλάτη του στο Κίεβο καθώς ο πόλεμος με την Ρωσία μαίνεται.
Ταυτόχρονα, χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, και η Βόρεια Κορέα έχουν κάθε κίνητρο να αντισταθούν στις αμερικανικές πιέσεις με την ελπίδα ότι μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα τους προσφέρει σωτηρία στην εξωτερική πολιτική. Ως εκ τούτου, θα είναι εξαιρετικά απίθανο η Κίνα να επιτρέψει την αναθέρμανση των διμερών σχέσεων ή η Ρωσία να παράσχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ενδιαφέρεται για σοβαρές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις πριν από τις εκλογές. Είναι αναμφισβήτητα προς το συμφέρον του Πεκίνου και της Μόσχας να κάνουν όσα περνάει από το χέρι τους για να φανεί ότι ο κόσμος θα πάρει φωτιά αν επανεκλεγεί ο Μπάιντεν.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να απαντήσει σε αυτές τις συμπεριφορές θεσμοθετώντας όσο το δυνατόν περισσότερο την τρέχουσα εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Καθώς οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας γίνονται η νέα κανονικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν φρόνιμο να αναπτύξουν έναν νέο οργανισμό παρόμοιο με την Συντονιστική Επιτροπή για τον Πολυμερή Έλεγχο των Εξαγωγών (Coordinating Committee for Multilateral Export Controls) -γνωστή και ως CoCom- που υπήρχε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου για την διαχείριση του στρατηγικού εμπάργκο του σοβιετικού μπλοκ. Μια τέτοια δομή θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί χρήσιμη για τον συντονισμό των ελέγχων των εξαγωγών που οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να ανεγείρουν κατά της Κίνας. Όσο μεγαλύτερη αποδοχή από το Κογκρέσο μπορεί να εξασφαλίσει η κυβέρνηση Μπάιντεν, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τον Τραμπ να αντιστρέψει την πορεία του.
Ο Μπάιντεν μπορεί επίσης να εκμεταλλευτεί την πιθανότητα επιστροφής του Τραμπ για να διαπραγματευτεί με απείθαρχους συμμάχους και μακροχρόνιους αντιπάλους. Η εχθρική ρητορική του Τραμπ προς το Μεξικό θα μπορούσε να διευκολύνει τον Μπάιντεν να πιέσει τον Μεξικανό πρόεδρο, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, να επιτρέψει διευκολύνσεις στην διαχείριση της μετανάστευσης και της διακίνησης ναρκωτικών. Αντιμέτωποι με την επιλογή μεταξύ της προσχώρησης στις επιθυμίες του Μπάιντεν να συνεργαστεί το Μεξικό σε θέματα μεταναστευτικών στρατηγικών και της απειλής του Τραμπ να αναπτύξει τον αμερικανικό στρατό στο μεξικανικό έδαφος, οι μεξικανικές Αρχές ίσως βρουν την πρώτη επιλογή πιο εύπεπτη. Παρομοίως, η αποδεδειγμένη εχθρότητα του Τραμπ προς το Ιράν θα μπορούσε να επιτρέψει στον Μπάιντεν να ξεκινήσει τις πυρηνικές διαπραγματεύσεις με τους θεοκράτες στην Τεχεράνη με τρόπο που να καθιστά πιο δαπανηρό για τον Τραμπ να αποσυρθεί ξανά από μια συμφωνία -για παράδειγμα, μεταφέροντας δεσμευμένα ιρανικά περιουσιακά στοιχεία σε τρίτους, όπως το Κατάρ, πριν από οποιαδήποτε συμφωνία, γεγονός που θα βοηθούσε στην απομόνωση των διαπραγματεύσεων από τα καπρίτσια του Λευκού Οίκου.
Αλλά η καλύτερη κίνηση που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν ως απάντηση στο ενδεχόμενο μιας δεύτερης θητείας Τραμπ είναι να μειώσει τις πιθανότητες επανεκλογής του Τραμπ. Όσο υπάρχει η πιθανότητα να κερδίσει την προεδρία ο Τραμπ ή κάποιος σαν αυτόν, ο υπόλοιπος κόσμος θα αμφιβάλλει για την διάρκεια οποιασδήποτε μεγάλης στρατηγικής των ΗΠΑ. Η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να νικήσει τον Τραμπισμό καθώς και τον Τραμπ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα χρησιμοποιήσει κακόβουλα μέσα για να παραμείνει στην εξουσία˙ ο πιο σίγουρος δρόμος για την παρακμή των ΗΠΑ είναι να υιοθετήσουν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Τραμπ την τακτική του Τραμπ. Αντίθετα, η ομάδα του Μπάιντεν πρέπει να χρησιμοποιήσει την προεκλογική εκστρατεία για να υπενθυμίσει στους Αμερικανούς το χάος των χρόνων του Τραμπ, τονίζοντας παράλληλα τα απτά επιτεύγματα της πιο παραδοσιακής προσέγγισης της εξωτερικής πολιτικής του Μπάιντεν. Υπό τον Μπάιντεν, το ΝΑΤΟ είναι ισχυρότερο από ποτέ, όπως και οι σχέσεις της Αμερικής στην περιοχή του Ειρηνικού. Η προσέγγιση του Μπάιντεν προς την Κίνα είναι πολυμερής, όχι μονομερής -και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στους περισσότερους Αμερικανούς αρέσει όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεργούν με πολυμερή υποστήριξη. Αν ο Μπάιντεν νικήσει τον Τραμπ για δεύτερη φορά, ενώ θα κατέβει με μια πλατφόρμα εξωτερικής πολιτικής του φιλελεύθερου διεθνισμού, οι σύμμαχοι θα μπορούσαν να εμπιστευτούν πιο φιλόδοξες μορφές συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αντίπαλοι θα αναγνωρίσουν ότι δεν μπορούν απλώς να κρατούν στάση αναμονής και να ελπίζουν ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα αλλάξουν γνώμη. Απηχώντας τις τρεις προεδρικές ήττες του William Jennings Bryan πριν από έναν αιώνα, η τρίτη απώλεια της λαϊκής ψήφου από τον Τραμπ το 2024 θα έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα ότι τα απομονωτικά και λαϊκιστικά αισθήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες τείνουν προς ύφεση.