Η συμφωνία εγκρίθηκε. Η δόση πρόκειται να «πέσει». Παρόλα αυτά για να πετύχουμε τα πλεονάσματα που έχουν τεθεί από την συμφωνία θα πρέπει να επιβληθεί μία σειρά από έμμεσους φόρους. Η κατηγορία φόρων αυτή βοηθάει την Κυβέρνηση καθώς δεν επηρεάζει άμεσα τον φορολογούμενο, αλλά φροντίζει να γεμίζει τα κρατικά ταμεία με «ακριβαίνοντας» διάφορα αγαθά.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Τι σημαίνει αυτό; Το νέο φορολογικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί μετά και την τελευταία ψήφιση των προαπαιτούμενων περιλαμβάνει την αύξηση της απόδοσης των έμμεσων φόρων κατά τουλάχιστον 3,5 δισ. ευρώ ετησίως σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα προϋποθέτει η εκπλήρωση του βασικού δημοσιονομικού στόχου για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% μέχρι και το 2022.
Η συγκεκριμένη δημοσιονομική επίδοση θα πρέπει να στηριχτεί τόσο στην επιπλέον απόδοση των εισπρακτικών μέτρων που ενεργοποιήθηκαν από τις αρχές του χρόνου -εκκρεμεί και η επιβολή του ειδικού τέλους στις διανυκτερεύσεις των ξενοδοχείων από το 2018 που επίσης συγκαταλέγεται στους έμμεσους φόρους- όσο και στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης από την οποία εξαρτώνται ουσιαστικά οι έμμεσοι φόροι.
Πρόκειται για στόχο υψηλού ρίσκου, καθώς η επίτευξή του προϋποθέτει ότι οι Έλληνες καταναλωτές, οι οποίοι συγκαταλέγονται στους βαρύτερα φορολογούμενους Ευρωπαίους και στην έμμεση φορολογία, θα αυξάνουν την κατανάλωση και τα επόμενα πέντε χρόνια παρά τα υφεσιακά μέτρα που πρόκειται να ενεργοποιηθούν.
Ουσιαστικά, θα πρέπει η συνολική κατανάλωση να αυξάνεται, την ώρα που οι συντάξεις θα περικόπτονται και οι καθαρές αποδοχές των εργαζομένων θα συμπιέζονται λόγω της επερχόμενης αύξησης και στην άμεση φορολογία.
Τέλος, οι έμμεσοι φόροι απέφεραν στα κρατικά ταμεία 27,108 δισ. ευρώ το 2015 και 29,311 δισ. ευρώ το 2016, από το 2017 και μετά θα πρέπει να «σπάσει» το φράγμα των 30 δισ. ευρώ και κάθε χρόνο να υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της απόδοσης των έμμεσων φόρων.