Η αστραπιαία πτώση της Καμπούλ θυμίζει την επονείδιστη πτώση της Σαϊγκόν το 1975. Εκτός από τις επιπτώσεις στην τοπική κοινωνία -εκτεταμένα αντίποινα, σκληρή καταπίεση των γυναικών και μαζικά κύματα προσφύγων- η στρατηγική των ΗΠΑ και η ηθική αποτυχία στο Αφγανιστάν θα κάνει πιο ηχηρά τα ερωτήματα για την αμερικανική αξιοπιστία, εξίσου στους συμμάχους και στους εχθρούς της χώρας.
Απόδοση από άρθρο του Richard N. Haass για το Project Syndicate
Ο Αφγανός Πρόεδρος Ασράφ Γκάνι παραιτήθηκε και εγκατέλειψε τη χώρα. Η κυβέρνησή του κατέρρευσε την ώρα που οι Ταλιμπάν έμπαιναν στην Καμπούλ. Θυμίζοντας την επονείδιστη πτώση της Σαϊγκόν το 1975, η εδώ και δύο δεκαετίες στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα εξαφανίστηκε σε λίγες βδομάδες. Πως φτάσαμε ως εδώ;
Πόλεμοι συμβαίνουν από ανάγκη, όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Πόλεμος του Κόλπου το 1190-91. Πόλεμοι συμβαίνουν, στους οποίους επιλέγεται η στρατιωτική απόκριση γιατί φαίνεται να είναι η καλύτερη επιλογή και είναι ο μόνος τρόπος για να προστατευτούν ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Καμιά φορά, πόλεμοι συμβαίνουν από επιλογή, όπως στο Βιετνάμ και στο Ιράκ το 2003, εκεί μια χώρα εισέρχεται σε πόλεμο παρόλο που τα συμφέροντα δεν είναι και τόσο ζωτικής σημασίας και μπορούν να αξιοποιηθούν μη στρατιωτικά εργαλεία.
Πλέον, φαίνεται ότι και η απόσυρση γίνεται κατ’ επιλογή, όταν μια κυβέρνηση αποσύρει τα στρατεύματά της, τα οποία θα μπορούσε να αφήσει εκεί, καθώς αποτελούν σημαντικές περιοχές στρατιωτικά. Δεν αποσύρει τα στρατεύματά της γιατί ολοκληρώθηκε η αποστολή τους ή δεν μπορεί να στηρίξει την παρουσία τους εκεί ή επειδή δεν είναι καλοδεχούμενα από την τοπική κυβέρνηση. Κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ταιριάζει στην κατάσταση που υπήρχε για τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν όταν άρχισε η περίοδος διακυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν. Η απόσυρση ήταν μια επιλογή και, όπως συχνά συμβαίνει στους κατ’ επιλογή πολέμους, τα αποτελέσματα αναμένεται να είναι τραγικά.
Οι Αμερικανοί στρατιώτες πήγαν για πρώτη φορά στο Αφγανιστάν πριν 20 χρόνια για να πολεμήσουν την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, μαζί με τις αφγανικές φυλές που έθρεψαν την Αλ Κάιντα, την τρομοκρατική οργάνωση υπεύθυνη για την 11η Σεπτεμβρίου με επιθέσεις που σκότωσαν σχεδόν 3.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ. Οι Ταλιμπάν βρέθηκαν κυνηγημένοι, με πολλούς από τους ηγέτες τους να διαφεύγουν στο Πακιστάν, όπου αναδιοργανώθηκαν και συνέχισαν τη μάχη τους με την αφγανική κυβέρνηση.
Οι αριθμοί των στρατιωτών αυξήθηκαν με τα χρόνια -κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα έφτασαν τους 110.000- όσο αυξάνονταν και οι φιλοδοξίες των ΗΠΑ για το Αφγανιστάν. Το κόστος ήταν τεράστιο: εκτιμάται στα δύο τρισεκατομμύρια δολάρια, με περίπου 2.500 απώλειες Αμερικανών, πάνω από 1.100 απώλειες συμμάχων, περίπου 70.000 απώλειες Αφγανών στρατιωτών και 50.000 άμαχου πληθυσμού. Τα αποτελέσματα όμως ήταν μέτρια: η εκλεγμένη αφγανική κυβέρνηση (πρωτοφανές για τη χώρα) φαινόταν να ελέγχει τις μεγάλες πόλεις, με την εξουσία της όμως να παραμένει ισχνή και τους Ταλιμπάν να παίρνουν κα πάλι τον έλεγχο σε μικρότερες πόλεις και χωριά.
Η παρέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ήταν μια κλασική περίπτωση υπερεκτίμησης δυνατοτήτων, ένας περιορισμένος πόλεμος από ανάγκη το 2001, εξελίχτηκε σε έναν πολυδάπανο πόλεμο κατ’ επιλογή. Αυτό όμως είχε αλλάξει όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του. Οι Αμερικανοί στρατιώτες ήταν περίπου 3.000, ο ρόλος τους είχε περιοριστεί στο να εκπαιδεύουν, να συμβουλεύουν και να υποστηρίζουν τις αφγανικές δυνάμεις. Δεν είχε καταγραφεί κάποια απώλεια Αμερικανών σε μάχη από τον Φεβρουάριο του 2020. Η μετριοπαθής παρουσία των ΗΠΑ αποτέλεσε και άγκυρα για περίπου 8.500 στρατιωτικές δυνάμεις συμμάχων και μια παρασκηνιακή υποστήριξη της αφγανικής κυβέρνησης στρατιωτικά και ηθικά.
Στις ΗΠΑ, το Αφγανιστάν ήταν ένα θέμα που δεν συζητιόταν πολύ. Οι Αμερικανοί δεν ψήφισαν στις εκλογές του 2020 σκεπτόμενοι για αυτό και δεν κατέβηκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για την εκεί πολιτική των ΗΠΑ. Είκοσι χρόνια μετά, οι ΗΠΑ είχαν φτάσει σε ένα επίπεδο περιορισμένης εμπλοκής αντίστοιχης με ότι διακυβευόταν. Η παρουσία της δεν θα οδηγούσε σε στρατιωτική νίκη ή ειρήνη, αλλά θα απέτρεπε την κατάρρευση μιας κυβέρνησης που αν και δεν ήταν τέλεια, ήταν προτιμότερη από την εναλλακτική που τώρα ανεβαίνει στην εξουσία. Κάποιες φορές, αυτό που είναι σημαντικό στην εξωτερική πολιτική, δεν είναι αυτό που καταφέρνεις, αλλά αυτό που αποφεύγεις. Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε και αυτή στο Αφγανιστάν.
Αλλά η πολιτική των ΗΠΑ ήταν διαφορετική. Ο Μπάιντεν δούλευε με το σενάριο που είχε κληρονομηθεί από την κυβέρνηση Τραμπ, που τον Φεβρουάριο του 2020 υπέγραψε συνθήκη με τους Ταλιμπάν (παρακάμπτοντας την αφγανική κυβέρνηση) που έθετε τον Μάιο του 2021 ως την προθεσμία για την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων. Η συμφωνία δεν υποχρέωνε τους Ταλιμπάν να αφοπλιστούν ή να δεσμευτούν για τη μη χρήση όπλων, παρά μόνο να μην «φιλοξενήσουν» άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις σε αφγανικό έδαφος. Δεν επρόκειτο για μια συμφωνία ειρήνης, αλλά μια συμφωνία που θα λειτουργούσε σα φύλλο συκής, και μάλιστα μικρό, για την αμερικανική απόσυρση.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν τίμησε αυτή την ατελή συμφωνία, εκτός από ένα πράγμα: η αποχώρηση των στρατευμάτων έγινε μετά από τρεις μήνες. Ο Μπάιντεν απέρριψε κάθε τρόπο διαχείρισης που θα έκανε την απόσυρση να εξαρτάται από τις συνθήκες στην περιοχή ή περαιτέρω δράσεις των Ταλιμπάν. Αντιθέτως, φοβούμενη το σενάριο στο οποίο οι συνθήκες ασφαλείας θα χειροτέρευαν και θα δημιουργούσαν τις συνθήκες για το όχι και τόσο δημοφιλές στάδιο του να σταλούν ξανά στρατεύματα, ο Μπάιντεν απλώς απομάκρυνε όλες τις δυνάμεις των ΗΠΑ.
Όπως πολλοί είχαν προβλέψει, η δράση γρήγορα στράφηκε προς τους Ταλιμπάν και μακριά από την αποδυναμωμένη κυβέρνηση μετά την ανακοίνωση (και τώρα γεγονός) της αποχώρησης. Με τους Ταλιμπάν να ελέγχουν όλο το Αφγανιστάν εκτεταμένα αντίποινα, σκληρή καταπίεση των γυναικών και μαζικά κύματα προσφύγων είναι πια βέβαια. Και η αποτροπή των τρομοκρατικών ομάδων από το να επιστρέψουν στη χώρα θα είναι ακόμα πιο δύσκολο, αφού δεν θα είναι παρούσες οι αμερικανικές δυνάμεις.
Με την πάροδο του χρόνου θα εμφανιστεί και ένας νέος κίνδυνος: οι Ταλιμπάν θα προσπαθήσουν να επεκτείνουν την επιρροή τους και στο Πακιστάν. Αν αυτό γίνει, τότε θα είναι μια ειρωνεία της τύχης, καθώς το Πακιστάν ήταν το καταφύγιό τους για πολλά χρόνια και τους επέτρεψε να κάνουν πόλεμο. Τώρα, σε μια μοντέρνα εκδοχή του Φρανκεστάιν, είναι πιθανό να γίνει το αντίθετο· ένα εφιαλτικό σενάριο, δεδομένης της εύθραυστης κατάστασης του Πακιστάν, του μεγάλου πληθυσμού, του πυρηνικού οπλοστασίου και της προϊστορίας του με πολέμους με την Ινδία.
Η βιαστική και κακοσχεδιασμένη απόσυρση των ΗΠΑ μπορεί να μη δώσει καν αρκετό χρόνο για να φύγουν οι -πια σε ευάλωτη θέση- Αφγανοί που εργάστηκαν μαζί με τις ΗΠΑ και την αφγανική κυβέρνηση. Πέρα από τις συνέπειες σε τοπικό επίπεδο, ο ζοφερός απολογισμός της αμερικανικής στρατηγικής και η ηθική αποτυχία στο Αφγανιστάν θα κάνει πιο ηχηρά τα ερωτήματα για την αμερικανική αξιοπιστία, στους συμμάχους και στους εχθρούς της χώρας σε όλα τα μήκη και πλάτη.
Πρόσφατα ο Μπάιντεν ερωτηθείς για το αν είχε μετανιώσει την απόφαση της απόσυρσης όλων των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, είπε πως «όχι». Μάλλον θα έπρεπε.