«Project Syndicate»: Τι σκότωσε τη μακροοικονομία;
Απόδοση από άρθρο του Robert Skidelsky
Αν εξαιρέσουμε την εκλέπτυνση των μαθηματικών, η επιστήμη των οικονομικών είναι ακριβώς εκεί που βρισκόταν και πριν από έναν αιώνα: η επιστήμη του καταμερισμού των δεδομένων πόρων, συν την ποσοτική θεωρία του χρήματος. Η μακροοικονομία -η θεωρία για την παραγωγική διαδικασία συνολικά, η οποία συντάχθηκε από τον Τζων Μέιναρντ Κέινς- έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί, παρόλο που όταν προκύπτουν κρίσεις, χρησιμοποιούνται εκ νέου τα βασικά της εργαλεία.
Το ζήτημα με την ποσοτική χαλάρωση (QE), όπως είπε χαριτολογώντας το 2014 ο πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας, Μπεν Μπερνάνκι, σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς για ομόλογα «είναι ότι πρακτικά δουλεύει, ενώ στη θεωρία όχι». Κάποιος θα μπορούσε να πει το ίδιο για τη μακροοικονομική πολιτική γενικά, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποια στέρεα θεωρία που να τη στηρίζει. Συνήθως οι κυβερνήσεις «τονώνουν» την οικονομία για να «καταπολεμήσουν» την ανεργία, αλλά με βάση μια θεωρία η οποία αρνείται ότι υπάρχει ανεργία για να καταπολεμηθεί.
Για παράδειγμα, τι είναι αυτό που προκαλεί την ανεργία; Η επίσημη απάντηση είναι «η αδυναμία μείωσης των μισθών». Ένας υπάλληλος σε κομμωτήριο που ζητά αμοιβή 14 δολάρια την ώρα, αλλά που για να υπάρχει κέρδος μπορεί να προσληφθεί μόνο με 13 δολάρια την ώρα, επιλέγει να μην εργαστεί. Αυτή η επιλογή λοιπόν γίνεται με τη θέλησή του, αντιπροσωπεύοντας μια διάθεση για ελεύθερο χρόνο ή την απόφαση να μην δουλεύει σε κομμωτήριο. Το ίδιο ισχύει για όλους τους εργάτες μέσα σε μια οικονομία. Από αυτή την οπτική γωνία, αυτό που λέγεται ανεργία είναι η επιλογή της μη εργασίας.
Η υπόθεση κλειδί εδώ είναι ότι όλοι αναζητούν το βέλτιστο: επιλέγουν την καλύτερη δυνατή επιλογή για αυτούς. Διαθέσιμη εργασία υπάρχει πάντα σε κάποια τιμή. Έτσι, η ανεργία είναι η βέλτιστη λύση για έναν άνεργο. Υπό αυτή την υπόθεση, η λογική είναι απρόσβλητη.
Οπότε, αν η κυβέρνηση επεκτείνει την προσφορά χρήματος, σε μια προσπάθεια να αυξήσει την απασχόληση, το μόνο αποτέλεσμα θα είναι ο πληθωρισμός, αφού η διόγκωση της προσφοράς χρήματος δεν βοηθά καθόλου στο να αυξηθεί η προσφορά προσωπικού, πρόθυμου να εργαστεί. Η νομισματική πολιτική θα πρέπει κατά συνέπεια να ασχολείται μόνο με τον στόχο της σταθεροποίησης των τιμών, ο οποίος είναι καλύτερο να επιφορτίζεται σε μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, ελεύθερη από πολιτικούς πειρασμούς.
Οι περισσότεροι -συνετοί- οικονομολόγοι έχουν τρομάξει από τη λογική των ίδιων τους των υποθέσεων. Εξού και σε πρόσφατο εγχειρίδιο με τίτλο Μακροοικονομική, ο Ντάρον Ατζέμογλου του MIT, ο Ντέιβιντ Λέιμπσον του Χάρβαρντ και ο Τζον Λιστ από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο αναγνωρίζουν τρεις κατηγορίες «ακούσιας» ανεργίας: την ανεργία τριβής, τη δομική ανεργία και την κυκλική ανεργία. Η ανεργία τριβής προκύπτει επειδή η αναζητήσεις εργασίας απαιτούν χρόνο. Η δομική ανεργία προκύπτει επειδή οι μειώσεις των μισθών λειτουργούν αποτρεπτικά πάνω στην απαιτούμενη ποσότητα εργασίας από το να αντιστοιχιστεί με την ποσότητα που παράγεται. Η κυκλική -ή κεϋνσιανή- ανεργία προκύπτει από «τα τεχνολογικά σοκ, τις αλλαγές στην αντίληψη και νομισματικούς/οικονομικούς παράγοντες» και «εντείνεται από την αδυναμία μείωσης των μισθών και τους πολλαπλασιαστές».
Ο πολλαπλασιαστής είναι ένα εργαλείο της μακροοικονομίας που είχε πάψει να χρησιμοποιείται, μέχρι που η κρίση του 2008-2009 το έφερε ξανά στην επιφάνεια.
Η μοντέρνα οικονομική θεωρία λέει πως τα εμπόδια για την πλήρη εργασία δεν είναι έμφυτα, αλλά συμπτωματικά. Για αυτό μπορούν να ελαχιστοποιηθούν με μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, σχεδιασμένες για να ξεκολλήσουν τους κολλημένους μισθούς και με καλύτερο έλεγχο των τραπεζών. Σε μια κυκλική οικονομική ύφεση -μια ανισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών- πλέον οι περισσότεροι οικονομολόγοι θα έλεγαν απρόθυμα πως η επεκτατική πολιτική θα μπορούσε να αυξήσει την άμεση ζήτηση για εργασία, ακόμα και με τα υπάρχοντα επίπεδα μισθών. Αυτή ήταν η συνεισφορά του Κέινς. Όπως είπε ο νομπελίστας οικονομολόγος, Ρόμπερτ Λούκας, το 2009, «Υποθέτω πως όλοι είναι κεϋνσιανοί όταν τα βρουν δύσκολα».
Όπως λέει ο Λούκας, η μακροοικονομική πολιτική σήμερα αφορά τις καταστάσεις κρίσης. Αλλά, επειδή οι κρίσεις -εξ ορισμού- είναι απρόβλεπτες, οι πολιτικές τόνωσης συμβαίνουν χωρίς κάποια θεωρία.
Τέτοιες πολιτικές μπορεί να είναι νομισματικές ή δημοσιονομικές. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να αυξάνουν την παροχή χρήματος σε ιδιωτικές εταιρείες για να τους δώσουν μεγαλύτερα κίνητρα πρόσληψης προσωπικού είτε οι κυβερνήσεις να μπορούν να διαχειρίζονται ελλείμματα στον προϋπολογισμό. Το QE ήταν η κύρια απάντηση στην μεγάλη ύφεση του 2008-09. Αυτό είναι που ο Μπερνάνκι υποστήριξε πως δουλεύει στην πράξη και όχι τη θεωρία. Στην πραγματικότητα δεν δούλεψε ούτε στην πράξη.
Οι πρωταθλητές στο QE υποστηρίζουν πως χωρίς αυτό, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Αυτό είναι αδύνατο να το αποδείξει ή να το διαψεύσει κάποιος. Γεγονός είναι πως η ανάκαμψη από εκείνη την οικονομική κρίση του 2008-09 δεν είχε ολοκληρωθεί, όταν το 2020 εμφανίστηκε η COVID-19· και αυτό γιατί τα χρήματα που είχαν διατεθεί παρέμειναν ακίνητα και δεν ξοδεύτηκαν.
Η πανδημία της COVID-19 επέβαλε στις κυβερνήσεις να στηριχτούν στη δημοσιονομική θεωρία του Κέινς και αυτό σήμαινε ότι στο λοκντάουν οι κρατικές πληρωμές θα απέτρεπαν τον κόσμο από το να εργαστεί.
Αλλά, τώρα που η οικονομία άνοιξε και πάλι, το πρακτικό σκεπτικό πίσω από τη νομισματική και δημοσιονομική επέκταση έχει εξαφανιστεί. Η γενική τάση για τους οικονομικούς σχολιαστές είναι πως η οικονομία θα ορθοποδήσει, σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα. Εξάλλου, οι οικονομίες πέφτουν στα δύσκολα, σχεδόν όσο συχνά και οι ιδιώτες. Έτσι, έφτασε η ώρα για αυστηρότερες νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές, αφού η συνεχής επέκταση μίας ή και των δύο θα οδηγήσει σίγουρα σε «έκρηξη του πληθωρισμού». Μπορούμε όλοι να ανασάνουμε ελεύθερα· τέλος στις τραυματικές εμπειρίες, μια κανονική ζωή χωρίς ανεργία μπορεί να συνεχιστεί.
Η σχέση θεωρίας και πράξης δεν είναι δηλαδή όπως την περιέγραψε ο Μπερνάνκι. Η νομισματική πολιτική λειτουργεί στη θεωρία, αλλά όχι στην πράξη· Η δημοσιονομική πολιτική λειτουργεί στην πράξη, αλλά όχι στη θεωρία. Ο δημοσιονομικός Κεϋνσιανισμός είναι -ακόμα- μια πολιτική που ψάχνει τη θεωρία της. Οι Ατζέμογλου, Λέιμπσον και Λιστ δίνουν ένα κομμάτι της θεωρίας που λείπει, τονίζοντας πως οι κρίσεις «είναι δύσκολο να προβλεφθούν». Ο Κέινς θα έλεγε πως είναι αδύνατο να προβλεφθούν και για αυτό απέρριψε τη συνηθισμένη άποψη πως οι οικονομίες διατηρούν κύκλους σταθερότητας, αν δεν προκύψουν κρίσεις (το οποίο είναι το ίδιο χρήσιμο με το να πει κανείς πως τα φύλλα δεν κουνιούνται αν δεν φυσάει αέρας).
Τα μοντέλα προσφοράς και ζήτησης που διδάσκονται οι πρωτοετείς φοιτητές οικονομικών μπορούν να ρίξουν φως στα ισοζύγια που παρατηρούνται στον κλάδο της κομμωτικής, αλλά όχι και σε ολόκληρη την οικονομία. Η μακροοικονομία είναι το τέκνο της αβεβαιότητας. Αν οι οικονομολόγοι δεν αναγνωρίσουν την ύπαρξη αυτής της αναπόφευκτης αβεβαιότητας, δεν θα μπορέσει να υπάρξει μακροοικονομική θεωρία, παρά μόνο μεθοδικές αντιδράσεις σε επείγουσες καταστάσεις.