Παρουσιάζοντας τις επιλογές του για τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τα καίρια πόστα της κυβέρνησής του στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας (με εξαίρεση το υπουργείο Αμυνας), ο Τζο Μπάιντεν κατέστησε σαφές ότι εννοεί να αποδομήσει κεντρικά στοιχεία της κληρονομιάς Τραμπ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η απόφαση του Ρεπουμπλικανού προέδρου να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Σε συνέντευξή του στο CNN, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Μπάιντεν είχε πει: «Θα προσφέρω στην Τεχεράνη μια αξιόπιστη, διπλωματική οδό. Αν το Ιράν επιστρέψει στον αυστηρό σεβασμό της διεθνούς συμφωνίας (η οποία υπογράφτηκε επί προεδρίας Ομπάμα, με αντιπρόεδρο τον Μπάιντεν), οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επανέλθουν στη συμφωνία, η οποία θα αποτελέσει το σημείο εκκίνησης των διαπραγματεύσεων». Η λογική της διαπραγμάτευσης που εννοεί να προτείνει ο εκλεγμένος πρόεδρος στο ισλαμικό καθεστώς είναι απλή: το Ιράν επανέρχεται στα όρια του πυρηνικού προγράμματος που του είχε θέσει η διεθνής κοινότητα (και τα οποία άρχισε να παραβιάζει μετά την αποχώρηση της κυβέρνησης Τραμπ από τη συμφωνία) και, σε αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ ακυρώνουν τις κυρώσεις που είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στην ιρανική οικονομία.
Η πρόθεση αυτή του Μπάιντεν κάθε άλλο παρά χαροποίησε τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου. «Δεν πρέπει να υπάρξει επιστροφή στην προηγούμενη πυρηνική συμφωνία», διακήρυξε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός αμέσως μόλις κατέστη σαφές ότι ο σταθερός σύμμαχός του Ντόναλντ Τραμπ είχε χάσει τις εκλογές. Η δολοφονία του Μοχσέν Φαχριζαντέχ, για την οποία ουδείς αμφιβάλλει ότι είχε ισραηλινή σφραγίδα (παρότι η κυβέρνηση Νετανιάχου δεν έχει αναλάβει την ευθύνη), οπωσδήποτε δυσχεραίνει την προσπάθεια του Μπάιντεν για κάποιου είδους εξομάλυνση με το Ιράν.
Σύμφωνα με ανάλυση του Ντέιβιντ Σάνγκερ στους New York Times, αυτός ακριβώς ήταν και ο βασικός στόχος της δολοφονίας. Την ίδια άποψη έχει και ο Μαρκ Φιτζέραλντ, πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ειδικευμένος στη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. «Το κίνητρο για τη δολοφονία του Φαχριζαντέχ δεν ήταν η παρεμπόδιση της ενίσχυσης του ιρανικού, στρατιωτικού οπλοστασίου, αλλά η παρεμπόδιση της διπλωματίας», εκτιμά ο πρώην αξιωματούχος.
«Είτε το Ιράν δελεαστεί να πάρει εκδίκηση είτε δείξει αυτοσυγκράτηση, θα είναι πιο δύσκολο για τον Μπάιντεν να επιστρέψει στη διεθνή συμφωνία», υποστήριξε από την πλευρά του ο Αμος Γιαντλίν, πρώην διοικητής της μυστικής υπηρεσίας του ισραηλινού στρατού. Ενδεχόμενη σκληρή απάντηση του Ιράν εναντίον ισραηλινών ή και αμερικανικών στόχων στην περιοχή θα μπορούσε να ενθαρρύνει τον Τραμπ να προχωρήσει σε στρατιωτικό πλήγμα, δημιουργώντας εκρηκτική ατμόσφαιρα, η οποία θα εξοστράκιζε πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα την επαναπροσέγγιση Ουάσιγκτον – Τεχεράνης. Πρόσφατα, στις 17 Νοεμβρίου, οι New York Times είχαν αποκαλύψει ότι ο Τραμπ, λίγο μετά τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, είχε ζητήσει από κορυφαίους αξιωματούχους προτάσεις για ενδεχόμενο στρατιωτικό πλήγμα κατά του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, αλλά αποθαρρύνθηκε από στενούς συνεργάτες του, όπως ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς και ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.
Παράθυρο ευκαιρίας
Αλλά και στην περίπτωση που η ιρανική ηγεσία θα επιλέξει την αυτοσυγκράτηση, ο δρόμος για τον Μπάιντεν δεν θα είναι εύκολος. Ο νέος πρόεδρος θα διαθέτει παράθυρο ευκαιρίας για προσέγγιση με την Τεχεράνη μόλις επτά εβδομάδων μετά την ανάληψη της εξουσίας, στις 20 Ιανουαρίου του ερχόμενου έτους. Και αυτό γιατί στις 18 Ιουνίου του 2021 θα διεξαχθούν στο Ιράν προεδρικές εκλογές, όπου οι σκληροπυρηνικοί εμφανίζονται ως φαβορί έπειτα από τη συντριπτική τους νίκη στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Φεβρουαρίου εις βάρος των μετριοπαθών και των μεταρρυθμιστών. Εχοντας αποδυναμωθεί από την κατάσταση της οικονομίας και την αδυναμία του να εξασφαλίσει άρση των κυρώσεων, ο μετριοπαθής πρόεδρος Χασάν Ροχανί θα βρεθεί σε ακόμη δυσχερέστερη θέση αν εμφανιστεί αδύναμος ύστερα από τη δολοφονία του Φαχριζαντέχ – ο οποίος, σε αντίθεση με τον υποστράτηγο Κασέμ Σουλεϊμανί που δολοφονήθηκε από τους Αμερικανούς στη Βαγδάτη, τον περασμένο Ιανουάριο, δεν ήταν στρατιωτικός, αλλά πολίτης και διακεκριμένος επιστήμονας.
Πηγή: Kathimerini.gr – Reuters