Του Βασίλη Κοψαχείλη*
Οι αμφιλεγόμενες στρατηγικά κινήσεις των Τριμερών Συνεννοήσεων και η φιλόδοξη εμπλοκή της Γαλλίας στα θέματα ασφαλείας της Ανατολικής Μεσογείου, έφεραν εσπευσμένα την ενεργώ εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο της Λιβύης.
Μην πιστέψει κανείς ότι πήγε μόνη της η Τουρκία στη Λιβύη. Πήγε με πλάτες…
Η Τουρκία πήγε στη Λιβύη, όχι μόνο για να διαδραματίσει ρόλο «μεσολαβητή της ειρήνης», αλλά για να λειτουργήσει και ως κομιστής μηνύματος τρίτων, που βρίσκονται πίσω από την Τουρκία, προς τη Γαλλία.
Το αποτέλεσμα είναι η Γαλλία να έχει αναδιπλωθεί από την Ανατολική Μεσόγειο για να κοιτάξει τα συμφέροντά της στη Δυτική Μεσόγειο και το Σαχέλ, ο αρχιστράτηγος του LNA να μην έχει καταφέρει κάποιο αποφασιστικό πλήγμα που θα ανέτρεπε στο πεδίο τις πολιτικές και διπλωματικές συμφωνίες για το μέλλον της Λιβύης, οι άμεσοι σύμμαχοί του να είναι αρκετά διστακτικοί στην ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου και τέλος, ο διεθνής παράγοντας να επικροτεί την τουρκική εμπλοκή στο Λιβυκό χάος, το οποίο δεν θα τελειώσει γρήγορα.
Οι εξελίξεις ενισχύουν την αυτοπεποίθηση της Τουρκίας και ενδεχομένως την ωθούν στην ανάληψη μεγαλύτερων ρίσκων.
Πολύ συνοπτικά η στρατηγική της Τουρκίας κωδικοποιείται στο δόγμα «επεκτείνομαι και χρηματοδοτούμαι από τα Ανατολικά για να κλείσω τις εκκρεμότητες που άφησε η Οθωμανική κατάρρευση στα Νότια και Δυτικά». Κρατήστε το όπως το γράφω, γιατί η εξήγηση αυτής της στρατηγικής, για να είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, θα χρειαζόταν τη συγγραφή ενός πολύτομου έργου.
Στα Νότια και Δυτικά, οι εκκρεμότητες που βλέπει η Άγκυρα αφορούν της Ελλάδα και την Αίγυπτο.
Το τι θα γίνει με την Αίγυπτο είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, πάντως από το 2016 υποστηρίζω πως θα έπρεπε να έχουμε διδαχθεί από τους Βυζαντινούς και από καιρό να δουλεύαμε πάνω σε ένα σχέδιο που θα έβαζε τους Αιγύπτιους ευθέως απέναντι στους Τούρκους, στρατήγημα που θα έβρισκε θερμούς υποστηρικτές στο Παρίσι και εμάς ουσιαστικούς στρατηγικούς εταίρους της Γαλλίας…
Μένει η Ελλάδα. Λόγω των δεσμεύσεων που έχουμε στο ΝΑΤΟ και των διεθνοπολιτικών συσχετισμών, επιλέξαμε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 να διαχειριστούμε την κρίση με την Τουρκία ως μια μακρά κρίση. Η κρίση δηλαδή συντηρείται «ελεγχόμενη», μέχρι οι συνθήκες να μας επιτρέψουν να την διαχειριστούμε προς όφελός μας.
Φαίνεται πως οι συνθήκες δεν μας ευνόησαν από το ’70 ως σήμερα, αντίθετα φαίνεται ότι η Τουρκία βιάζεται να κερδίσει το στοίχημα αυτής της κρίσης, σέρνοντάς μας ταπεινωμένους και ίσως πληγωμένους στο τραπέζι της δικής μας συνθηκολόγησης μαζί τους προς μεγάλη ικανοποίηση «συμμάχων» και «εχθρών».
Το ζήτημα είναι ότι έχει κουραστεί η Ελληνική κοινωνία από το συνεχές τουρκικό μπούλινγκ και το μήνυμα που στέλνει στην πολιτική ηγεσία είναι ότι αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, τότε είναι έτοιμος και ο Ελληνικός λαός να αναλάβει υψηλότερα ρίσκα.
Σε αυτό το σημείο είναι που κρύβονται πολλές λεπτομέρειες οι οποίες θα κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στην επιτυχία ή την αποτυχία για την ελληνική πλευρά.
Θα συμφωνήσω ότι εδώ που έχει φτάσει η κατάσταση με την Τουρκία δεν έχουμε και πολλές επιλογές από το να δώσουμε στην Τουρκία ένα γερό μάθημα, όπως το δώσαμε στους Πέρσες, τους Ιταλούς και άλλους φιλόδοξους και υπερφίαλους στο παρελθόν, αλλά θα πρέπει να προσέξουμε κιόλας μην παγιδευτούμε σε ένα νέο 1897.
Τα δεδομένα μας είναι ότι δεν έχουμε τις μεγάλες δυνάμεις υπέρ μας, στρατιωτικά είμαστε στα όρια, οικονομικά είμαστε ακόμη πολύ πίσω από τα όρια, η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της στην ουσία δεν ξέρει τι σημαίνει ολική σύγκρουση με την Τουρκία και άρα είναι απροετοίμαστη να δει φέρετρα, πολιτικά είμαστε τρομερά εκτεθειμένοι σε επικίνδυνους λαϊκισμούς, μηχανισμός καλυμμένων επιχειρήσεων και πληροφοριών δεν υπάρχει, και γενικά τα νούμερα και οι συσχετισμοί δεν μας ευνοούν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα και περιμένουμε το μοιραίο…
Για να κερδίσουμε το παιχνίδι της διεθνούς νομιμοποίησης στην απάντησή μας προς την Τουρκία (διότι εκεί κρίνεται η επιτυχία ή η αποτυχία), αναγκαστικά θα πρέπει να περιμένουμε την πρώτη κίνηση να την κάνει η Τουρκία.
Στην προσπάθεια της Τουρκίας να μας δημιουργήσει τετελεσμένα, εμείς θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε με τα δικά μας ισοδύναμα ή μεγαλύτερα τετελεσμένα. Ότι και αν γίνει μετά, αντί να διαχειριστούμε τα τετελεσμένα που θα μας έχει δημιουργήσει ο αντίπαλος, αντίθετα θα κληθούμε να διαχειριστούμε τα τετελεσμένα που θα έχουμε δημιουργήσει εμείς σε αυτόν.
Για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται φρόνημα, πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική δεινότητα. Και στρατηγική, που δυστυχώς μας λείπει…
* Διεθνολόγου – Γεωστρατηγικού Αναλυτή