Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η φράση του τίτλου δεν είναι η αίσθηση του γραφοντος, αλλά κουβέντα που ανήκει σε κοινοτικό παράγοντα και απηχεί εν πολλοίς τις διαθέσεις ενός μεγάλου κομματιού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση.
Ομολογουμένως, η ελληνική κυβέρνηση έχει βρει όλο αυτό το διάστημα έναν σοβαρό σύμμαχο στο πρόσωπο του Ζαν-Κλωντ Γιουνκερ και στενών συνεργατών του, όπως ο επικεφαλής του cabinet του, ο Γερμανός Μάρτιν Σελμαϊρ. Και αυτή η στήριξη δεν είναι μόνο λεκτική, μιας και πολλες φορές ο Γιούνκερ χρησιμοποίησε το πολιτικό του κεφάλαιο για να αμβλύνει τις εντάσεις και να διαδραματίσει εξισορροπητικό ρόλο, κατά βάση υπερ της πιεζόμενης κυβέρνησης.
Βέβαια, τα πράγματα είναι πλέον λίγο διαφορετικά. Με δεδομένο ότι ο Γιούνκερ έχει ανακοινώσει την αποχώρησή του από την ηγεσία της Κομισιόν με τη λήξη της θητείας του, πολλοί είναι εκείνοι που στο παρασκήνιο θεωρούν ότι έχει ημερομηνία λήξης. Από την άλλη, υπάρχει και η αντίθετη οπτική, ότι είναι απελευθερωμένος από το άγχος της επανεκλογής και κάνει αυτό που πραγματικά επιθυμεί. Βέβαια, μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο παράλληλα, γιατί πολλοί εμπλεκόμενοι στην ελληνική υπόθεση, παρά τη διαθεσή του, δεν είναι υποχρεωμένοι να θεωρήσουν ως πρωτευούσης σημασίας τη γνώμη του Λουξεμβούργιου, από τη στιγμή που αυτοί βαλζουν λεφτά ενώ η Κομισιόν όχι.
Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει πως έχει στο πρόσωπο της Κομισιόν έναν σοβαρό σύμμαχο. Βέβαια, ένα σοβαρό ερώτημα είναι ποιος έχει πείσει το Μαξίμου να ακούει κατά βάση την Κομισιόν, όταν το leverage της σε θέματα που εμπλέκεται το Eurogroup είναι μειωμένο. Για να το πούμε σχηματικά, όπως μου το έλεγε έμπειρος λομπίστας, «μοιάζουν να δουλεύουν με γνώμονα το best case scenario, εμώ όλοι εμείς πάντα δουλεύουμε με το βασικό σενάριο, αν όχι με το κακό».
Ένα βασικό πρόβλημα αυτής της στρατηγικής είναι το εξής απλό: έχει ημερομηνία λήξης, η οποία μπορεί να είναι συντομότερα απ’ ότι φανταζόμαστε και πιο συγκεκριμένα μετά τις γερμανικές εκλογές. Ήδη, στο επιτελείο του Γιούνκερ, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, φοβούνται το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες που μιλούν υπέρ της ανάγκης ενός Grexit, εφόσον τα νούμερα βγαίνουν. Θα πρόκειται, πράγματι, για έναν πολύ κακό σενάριο, ακόμα και αν γλιτώσουμε από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας. Έτσι, μετά τις γερμανικές εκλογές, όλα θα είναι αλλιώς και δεν είμαι σίγουρος ότι η κυβέρνηση έχει εμπεδώσει την επερχόμενη αλλαγή συσχετισμών εις βάρος της.
Το βασικό διακύβευμα για την Ευρώπη είναι, όσο πλησιάζουμε στο τέκος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, να είναι σαφές πως η χώρα έχει αφήσει πίσω της το Grexit. Πλην όμως, αυτή τη στιγμή είναι εν ισχύι ένα ιδιότυπο κομπρεμί: εμείς εφαρμοζουμε το δημοσιονομικό σκέλος του προγράμματος και ορισμένα πράγματα που βαφτίζονται διαρθρωτικά, αλλά ενδιαφέρουν βασικά τουε δανειστές, όπως το Υπερταμείο και μένουμε μεταεξεταστέοι, ως συνήθως στις πραγματικές δισρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Και έτσι αγοράζουμε χρόνο: εμείς παρουσιαζόμαστε ως τα καλά παιδιά που κάνουν τα μαθήματά τους και οι Ευρωπαίοι προσποιούνται ότι πιστεύουν ότι τα κάναμε, ενώ ξέρουν την αλήθεια.
Όλα τα ωραία, όμως, κάποτε τελειώνουν. Και, μετά τις γερμανικές εκλογές, το παίγνιο αλλάζει εντελώς. Αν ο κ. Τσίπρας αισθάνεται άτρωτος, δεν χρειάζεται παρά να σηκώσει το τηλέφωνο και να ρωτήσει τον Αντώνη Σαμαρά για τη δική του εμπειρία.