Περισσότερους συντελεστές ΦΠΑ, περιορισμό των φοροαπαλλαγών και μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος συστήνει στην έκθεση του ο ΟΟΣΑ για την Ελλάδα. Ο Οργανισμός προτείνει στην έκθεση του, την κατάργηση φοροαπαλλαγών για συνταξιούχους αλλά και αύξηση των φόρων σε προϊόντα όπως στον καπνό, λιπαρά και αλάτι.
Σύμφωνα με την Έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για το 2024, κρίνεται αναγκαία η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Συστήνει αναθεώρηση των ειδικών διατάξεων ή εξαιρέσεων στο φορολογικό σύστημα και περιορισμό των φοροαπαλλαγών ή μειωμένων συντελεστών φόρου.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, ο στόχος των μειωμένων συντελεστών, ιδίως για τα βασικά αγαθά, είναι να καταστεί ο ΦΠΑ πιο προοδευτικός και να μειώσει την εισοδηματική ανισότητα, προσφέροντας μεγαλύτερο όφελος στις ομάδες με χαμηλό εισόδημα σε σχέση με το εισόδημά τους. Ωστόσο, πολλά αγαθά και υπηρεσίες που φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή δεν φαίνεται να συμβάλλουν σημαντικά σε αυτόν τον στόχο, καθώς τα περισσότερα από τα διαφυγόντα έσοδα καταλήγουν στα πλουσιότερα νοικοκυριά λόγω του υψηλότερου επιπέδου κατανάλωσής τους. Για παράδειγμα, οι μειωμένοι συντελεστές στον τουρισμό και φιλοξενία έχουν αποφέρει μεγάλα οφέλη κυρίως στα πλουσιότερα νοικοκυριά και στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων.
Ειδικά για το κομμάτι των έμμεσων φόρων, προτείνει την αύξηση κάποιων από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης με αντάλλαγμα “προοδευτικότερο” ΦΠΑ για αγαθά και υπηρεσίες καθημερινής κατανάλωσης, ώστε να ελαφρυνθούν περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Η έκθεση τονίζει ότι για να υπάρξουν πιο προοδευτικοί συντελεστές ΦΠΑ η Ελλάδα έχει περιθώριο να αυξήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε επιβλαβή αγαθά. Συγκεκριμένα, τονίζει ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στον καπνό θα μπορούσε να αυξηθεί, ενώ σημειώνει ότι –όπως πολλές άλλες χώρες της ΕΕ– η Ελλάδα δεν έχει ακόμη θεσπίσει ειδικούς φόρους στα τρόφιμα που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι. Το κόστος από το κάπνισμα και οι διατροφικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα είναι ορατοί, αφού το κάπνισμα συνέβαλε στο 22% των θανάτων το 2019, σε σύγκριση με 17% κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Επίσης, τονίζει ότι το ποσοστό των καπνιστών είναι υψηλό ανάμεσα στους ενήλικες στη χώρα μας. Στην ίδια κατεύθυνση, οι διατροφικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα συμβάλλουν λιγότερο στους θανάτους από ό,τι σε άλλους χώρες της ΕΕ, αλλά η παχυσαρκία μεταξύ των νέων έχει αυξηθεί από 22% το 2018 σε 28% το 2022 και έχει γίνει ιδιαίτερη ανησυχία για την υγεία. Συνεπώς, η φορολόγηση του καπνού και των ανθυγιεινών τροφίμων θα οδηγούσε τους ανθρώπους σε πιο υγιεινή συμπεριφορά και αύξηση εσόδων για την αντιμετώπιση του κόστους υγείας.
Στο στόχαστρο του ΟΟΣΑ έχουν μπει και οι φοροαπαλλαγές για συνταξιούχους, οι προσωπικές και οικογενειακές εκπτώσεις στον φόρο εισοδήματος πχ για ιατρική περίθαλψη ή δαπάνες σε επαγγελματίες και οι φορολογικές απαλλαγές για εισοδήματα από ενοίκιο. Παράλληλα επισημαίνει ότι οι έως τώρα μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών δεν ήταν αποτελεσματικές, καθώς θα έπρεπε να ήταν στοχευμένες στους χαμηλόμισθους.
Για το αφορολόγητο, συστήνει μια προοδευτικότερη φορολόγηση του εισοδήματος από εργασία που θα μπορούσε να ενισχύσει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση δεξιοτήτων. Μια πιθανή επιλογή μεταρρύθμισης θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη μείωση του υψηλού βασικού επιδόματος (αφορολόγητο) στο ατομικό εισόδημα στους φόρους εισοδήματος, το οποίο είναι το εισοδηματικό όριο από το οποίο οφείλονται φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων, με ταυτόχρονη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τα χαμηλά εισοδήματα.
Το βασικό επίδομα (αφορολόγητο) των 10.000 ευρώ αντιστοιχούσε στο 61% των μέσων ετήσιων μισθολογικών αποδοχών το 2022, απαλλάσσοντας ουσιαστικά τα μισά ελληνικά νοικοκυριά από φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων. Κατά τον ΟΟΣΑ, αυτή η “στενή” βάση είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα συγκεντρώνει λιγότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων σε σχέση με άλλες χώρες, παρά τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές πάνω από το αφορολόγητο.
Σε ό,τι αφορά τις φοροαπαλλαγές αυτές είναι σχετικά υψηλές σε διεθνή σύγκριση, αντιπροσωπεύοντας το 6,6% του ΑΕΠ το 2021. Αυτό περιλαμβάνει ιδίως τις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, φορολογικές ελαφρύνσεις για συνταξιούχους, προσωπικές και οικογενειακές ελαφρύνσεις για τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων που καλύπτουν για παράδειγμα ιατρικές και επαγγελματικές δαπάνες, φορολογικές απαλλαγές για εισοδήματα από κεφάλαιο, όπως καθώς και ειδικές διατάξεις για τον ΦΠΑ.
Η έκθεση αναγνωρίζει ότι η φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ έχει περιοριστεί, αλλά παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ. Ωστόσο στηρίζεται σε στοιχεία των ετών 2021-2022, καθώς δεν έχουν ανακοινωθεί επισήμως νέα στοιχεία της Κομισιόν που αναμένονται τις επόμενες μέρες και εκτιμάται ότι θα δείξουν δραστική μείωση του “κενού” ΦΠΑ το 2022-2023, λόγω εφαρμογής των νέων μέτρων κατά της φοροδιαφυγής (POS, myDATA κλπ).
Στη βάση αυτή πάντως, υποστηρίζει ότι “το βελτιούμενο αλλά ακόμη χαμηλό επίπεδο συμμόρφωσης συνεχίζει να περιορίζει τα έσοδα, παρά τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στην κατανάλωση. Το 2022, η Ελλάδα επέβαλε τον 7ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στον ΟΟΣΑ, αλλά η συνεισφορά του ΦΠΑ στα δημόσια έσοδα ήταν στο επίπεδο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ”.
Περιγράφοντας το πρόβλημα, στις συστάσεις του προς την Ελλάδα ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι οι πολυάριθμες φορολογικές δαπάνες (δηλαδή μειώσεις ή απαλλαγές φόρου) ιδίως από την ευρεία χρήση μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, μειώνουν τα δημόσια έσοδα. Η αποδοτικότητά τους είναι χαμηλή και, όπως υπογραμμίζει, “οι μειώσεις ΦΠΑ ευνοούν τα πλουσιότερα νοικοκυριά”. Για αυτό προτείνεται “η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών και των απαλλαγών ΦΠΑ”, αλλά και η συνολική και τακτική επαναξιολόγηση του οφέλους και του κόστους όλων των υφιστάμενων φορολογικών εκπτώσεων ή απαλλαγών.
capital.gr