Στα 6,8 δισ. ευρώ (3,7% του ΑΕΠ) ανέρχεται το κόστος των μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έχει λάβει μέχρι τώρα η ελληνική κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Bruegel τα οποία δημοσίευσε το Bloomberg, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση καθώς έχει διαθέσει το υψηλότερο (ως ποσοστό του ΑΕΠ) ποσό μέχρι τώρα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ιταλία να ακολουθεί με 2,8% ( 49,5 δισ. ευρώ) και τη Γερμανία με 1,7% του ΑΕΠ (60 δισ. ευρώ).
Συνολικά οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ρίξει μέχρι τώρα στη «μάχη» της ενεργειακής κρίσης 280 δισ. ευρώ για να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Οι τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, η έλλειψη συντονισμένης αντίδρασης από την πλευρά της Ε.Ε και η αδυναμία προβλέψεων για την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης, δείχνουν ότι τα μεγάλα προβλήματα είναι μπροστά και θα απαιτηθούν ακόμα εκατοντάδες δισ. ευρώ για να περιοριστούν στο μέτρο του δυνατού οι οικονομικές επιπτώσεις και οι κοινωνικές αντιδράσεις.
Υπό τις παρούσες συνθήκες θεωρείται ανέφικτη κάθε προσπάθεια κατάρτισης προϋπολογισμών στα κράτη- μέλη της Ε.Ε. και η συζήτηση για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας μετατίθενται τουλάχιστον για την άνοιξη του 2023 με την ελπίδα πως έως τότε θα έχει διαλυθεί η ομίχλη του πολέμου.
Οικονομικοί αναλυτές πάντως εκτιμούν πως οι πρωτοφανείς τιμές στην ενέργεια δεν θα υποχωρήσουν εύκολα όσο συνεχίζονται τα παιχνίδια της Μόσχας με τη ροή φυσικού αερίου ενώ ακόμα και να τελειώσει ο πόλεμος, μέχρι να απεξαρτηθεί πλήρως η γηραιά ήπειρος από τη ρωσική ενέργεια, οι τιμές δεν θα επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα. Εκτός και εάν, η Ε.Ε αποφασίσει να λάβει δραστικά μέτρα από κοινού ( ενιαίες προμήθειες, πλαφόν, αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης ηλεκτρικής ενέργειας κ. αλ.), τα οποία μέχρι τώρα απουσιάζουν.
Σε αυτό το σκηνικό οι κυβερνήσεις θα συνεχίζουν να εξαντλούν τα όποια δημοσιονομικά περιθώρια, ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να αυξάνεται ( διψήφιος προβλέπεται σύντομα στη Γερμανία για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια), η ΕΚΤ θα γίνει πιο επιθετική στην αύξηση των επιτοκίων και η ύφεση θα χτυπήσει την πόρτα της ευρωζώνης ( η UBS εκτιμά πως η ύφεση είναι ήδη γεγονός στην ευρωζώνη).
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, όχι μόνο δεν κινδυνεύει- τουλάχιστον φέτος- απ’ το «φάντασμα» της ύφεσης, αλλά τουναντίον, με αιχμή τον τουρισμό βάζει …πλώρη για ρυθμό μεγέθυνσης 5% εφέτος, από περίπου 3% που προβλέπει ο προϋπολογισμός.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την αυξημένη φορολογική συμμόρφωση των πολιτών, αλλά και τον πληθωρισμό που …βοηθάει στα έσοδα από ΦΠΑ, οδηγεί σε υπερβάσεις τις εισπράξεις του κρατικού προϋπολογισμού (4,8 δισ. ευρώ στο επτάμηνο τα καθαρά, μέρος των οποίων οφείλεται και σε αλλαγές στις δόσεις εξόφλησης φόρων) , δίνοντας τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε ένα τρίτο πακέτο στήριξης, επιστρέφοντας τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο στην κοινωνία.