Γράφει ο Ceteris Paribus
Το «Μακεδονικό» εξέτρεψε την τροχιά των πολιτικών εξελίξεων, που ήταν αξονισμένη αποκλειστικά πάνω στο ζήτημα των μνημονίων, της εποπτείας κ.λπ. Ωστόσο, οι πολιτικές επιπτώσεις αυτής της «εκτροπής» έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί.
Για πολλούς λόγους, που θα αναφέρω στη συνέχεια, το θέμα δεν είναι ανοιχτό σε χαοτικές εξελίξεις που θα έφερναν μείζονες ανατροπές. Τέτοια πιθανότητα θα υπήρχε μόνο αν το παιχνίδι πολιτικής επιβίωσης του Πάνου Καμμένου έφτανε ως το σημείο να υπονομεύσει ανοιχτά την κυβέρνηση. Η πρόσφατη δήλωσή του ότι θα τιμήσει το «συμβόλαιο» με τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τέλους δεν αφήνει περιθώρια για τέτοια ενδεχόμενα – όπως είχαμε ήδη προβλέψει.
Ο «εκτροχιασμός» του «Μακεδονικού όμως μπορεί να «νομιμοποιήσει» τις κινήσεις και μετατοπίσεις που θα γεννήσουν μια νέα πολιτική πραγματικότητα, πριν επανέλθουμε στην «κανονικότητα» των μνημονίων και της εποπτείας…
Ο έως τώρα πολιτικός απολογισμός του «Μακεδονικού»
Σε κάθε πολιτικό παίγνιο υπάρχει μία θέση για τον Ηγεμόνα. Υπάρχει όμως θέση (ή θέσεις) και γι’ αυτόν (ή αυτούς) που επωφελείται (ή επωφελούνται) δευτερευόντως. Ένας πρώτος απολογισμός, λοιπόν, λέει τα εξής.
Πριν φτάσουμε στο «μακεδονικό» ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε τις προϋποθέσεις να είναι ο Ηγεμόνας, αλλά ταυτόχρονα δεν έχασε ποτέ την πρωτοβουλία των κινήσεων. Το τελευταίο διαβάζεται και ανάποδα: η αντιπολίτευση απέτυχε να πάρει αυτή την πρωτοβουλία των κινήσεων, αποτυγχάνοντας να επιβάλει το χρόνο (πρόωρες) και συνακόλουθα τους όρους (σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης και με «εικόνες» κατάρρευσης της κυβέρνησης) των εκλογών. Έτσι, διαμορφώθηκε η πολιτική «ισορροπία» του τελευταίου, πριν ξεσπάσει το «Μακεδονικό», διαστήματος: ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενέγραψε σαφή υποθήκη εκλογικής νίκης, ο δε Αλέξης Τσίπρας ενέγραψε σαφή υποθήκη παραμονής στο «παιχνίδι». Ύστερα από την πρόσφατη ανοιχτή εκδήλωση της «προτίμησης» των δανειστών στον Αλέξη Τσίπρα, η στρατηγική της ΝΔ να πιέζει για γρήγορη αποδρομή της κυβέρνησης σε κλίμα κατάρρευσης, ήταν σε προφανή κόπωση. Ωστόσο, η πολιτική «μηχανική» παρέμενε αναλλοίωτη, η δε πολιτική αντιπαράθεση έμοιαζε περισσότερο με «πόλεμο θέσεων» παρά με «πόλεμο κινήσεων».
Ας προσπαθήσουμε τώρα να κωδικοποιήσουμε τις αλλαγές που έφερε το «Μακεδονικό» σε αυτή την «ισορροπία»:
α. Η κυβέρνηση κερδίζει κάτι περισσότερο από την πρωτοβουλία των κινήσεων, διαμορφώνοντας για πρώτη φορά «εικόνες» πολιτικής ηγεμονίας. Έχοντας σαφή θέση για το θέμα (παρά τη διαφοροποίηση του Πάνου Καμμένου, για τους λόγους που έχουμε αναλύσει), είναι η μόνη που δεν πιέζεται ουσιαστικά. Αντίθετα, οι πιέσεις περνούν στους αντιπάλους της, όπου εμφανίζονται δύο ρήγματα που μέχρι σήμερα δεν είχαν εμφανιστεί.
Πρώτο, η αντίθεση μεταξύ της φιλελεύθερης κεντρώας θέσης για πολιτικό ρεαλισμό και λύση με βάση μια σύνθετη ονομασία που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία» (η πολιτική παρακαταθήκη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, της οποίας κληρονόμος εμφανίζεται η Ντόρα Μπακογιάννη) και της θέσης του κορμού της δεξιάς παράταξης περί μη χρήσης του όρου «Μακεδονία». Όποιος εσωτερικεύει πιέσεις, δεν έχει προϋποθέσεις για να αναδειχθεί σε Ηγεμόνα.
Δεύτερο, το «ρήγμα» δεν έχει σημασία τόσο αυτό καθαυτό όσο για τις συνέπειές του: μεταφράζεται στην πρώτη σοβαρή αποτυχία της ΝΔ στον «πόλεμο» για την κατάληψη του πολιτικού κέντρου.
Η ΝΔ για πρώτη φορά βλέπει τη Φώφη να βρίσκεται πολιτικά κοντύτερα στην κυβέρνηση απ’ ό,τι στον ίδιο, ενώ είναι περισσότερο από συμβολικής αξίας το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας και η Φώφη Γεννηματά ήταν οι μόνοι που επωφελήθηκαν από τη «συμπίεση» της Ένωσης Κεντρώων του κ. Λεβέντη και του χώρου των ανεξάρτητων βουλευτών, επιτυγχάνοντας από μία «μεταγραφή» βουλευτή. Έχοντας τα δικά της προβλήματα με τις δύσκολες ισορροπίες στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, η Φώφη Γεννηματά δεν έχει ωστόσο δυσκολίες να επιβάλει μια γραμμή ρεαλισμού στο «μακεδονικό», γραμμή που δεν μπορούν να αρνηθούν ούτε οι πλέον φιλικές προς μια συμμαχία με τη ΝΔ δυνάμεις όπως οι Καμίνης, Θεοδωράκης κ.λπ.
Τρίτο, είναι η πρώτη φορά που το σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα για μια μεγάλη κεντροαριστερά με συμπαράταξη ΣΥΡΙΖΑ – Δημοκρατικής Συμπαράταξης, που θα καταλάβει ηγεμονικά το πολιτικό κέντρο, φαίνεται να αποκτά πραγματικό έρεισμα. Στην πραγματικότητα βέβαια, άρχισε να έχει ουσιαστικές προϋποθέσεις ύστερα από τη νίκη της Φώφης Γεννηματά στις εσωκομματικές εκλογές σε βάρος των πλέον φίλιων στον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Κυριάκο Μητσοτάκη δυνάμεων – όποιος βλέπει βαθύτερα, δεν μπορεί παρά να σημείωσε το γεγονός όλος ο μηχανισμός του Κώστα Λαλιώτη είχε στρατευτεί γι’ αυτή τη νίκη και την πανηγύρισε…
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος για να μην παρερμηνευτούν όσα λέω. Ακόμη και αν το «Μακεδονικό» εξελιχθεί με τον καλύτερο τρόπο για τον Αλέξη Τσίπρα, ακόμη και να σε αυτό το ζήτημα συγκεντρώσει στοιχεία ηγεμονικού ρόλου, δεν θα τον κάνει Ηγεμόνα – ο μνημονιακός «βάλτος» δεν επιτρέπει σε κανένα να γίνει πραγματικός Ηγεμόνας.
Το «Μακεδονικό» όμως μπορεί να «ξεκλειδώσει» πολιτικές διεργασίες που φαίνονταν αμετακίνητες στις συνθήκες «πολέμου θέσεων» της προηγούμενης περιόδου. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι για τη λύση στο θέμα του ονόματος ενδιαφέρονται -ίσως και περισσότερο από τις ΗΠΑ- η Γερμανία και οι Βρυξέλλες. Και μην ξεχνάμε ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία επιδιώκει πάση δυνάμει το «γάμο» ΣΥΡΙΖΑ – Δημοκρατικής Συμπαράταξης και τη δημιουργία μιας μεγάλης κεντροαριστεράς στην Ελλάδα.
Τέταρτο, εμφανίζεται επίσης σαφώς η δυνατότητα για ένα νέο πολιτικό φορέα στα δεξιά της ΝΔ – μια μαζική, αλλά θεσμική και «σοβαρή» ακροδεξιά. Το «Μακεδονικό» εξασφαλίζει «λαϊκή βάση» για ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς η Χρυσή Αυγή φαίνεται μεν ικανή να επωφεληθεί από τα συλλαλητήρια και τη σχετική διεργασία αλλά όχι να ηγεμονεύσει πολιτικά σε αυτό το χώρο και πολύ περισσότερο να μονοπωλήσει την πολιτική του έκφραση. Για τον ΣΥΡΙΖΑ μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καλοδεχούμενη – υπό την προϋπόθεση ότι η δυναμική ενός τέτοιου μαζικού ακροδεξιού φορέα δεν θα «ξεχείλωνε» επικίνδυνα. Για την ΝΔ, αντίθετα, θα ήταν στρατηγικό πρόβλημα.
Η επάνοδος στην «κανονικότητα»
Πέρα από ρομαντισμούς για τη «λαϊκή ψυχή» που εκδηλώνεται μέσα από τα συλλαλητήρια, ποιος επωφελείται από τη μέχρι τώρα εξέλιξη στο «μακεδονικό»; Η απάντηση είναι σαφής: η κυβέρνηση και η ακροδεξιά. Με τη διαφορά ότι τα οφέλη για την ακροδεξιά είναι δυνητικά: πρέπει να δημιουργηθεί ο περιλάλητος «νέος φορέας» και να καταφέρει να εκφράσει προνομιακά αυτή τη δυναμική. Κάτι τέτοιο, μόνο αυτονόητο δεν είναι. Ας υποθέσουμε όμως ότι επιτυγχάνεται. Πρέπει στη συνέχεια να απαντηθεί ένα δεύτερο ερώτημα: είναι η δυναμική των συλλαλητηρίων τέτοια, ώστε να ανατρέψει εκ βάθρων τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων; Γνώμη μου είναι: σαφώς όχι! Το πολύ-πολύ να δημιουργήσει ένα νέο ΛΑΟΣ ή μια νέα Πολιτική Άνοιξη του 2018. Δηλαδή έναν συμπληρωματικό «παίκτη» στο παιχνίδι εξουσίας, ο οποίος μόλις περάσει η συγκυρία του «μακεδονικού» θα πρέπει να επιβιώσει σε ένα άλλο πολιτικό «έδαφος»… Με όλο το παγκόσμιο σύστημα -πλην Ρωσίας- αλλά και την πλειονότητα του εγχώριου συστήματος να θέλει το συμβιβασμό στο ζήτημα του ονόματος, δεν θα είναι κάποιος Φράγκος Φραγκούλης που θα ανατρέψει εκ βάθρων το πολιτικό σκηνικό…
Η προσωρινότητα του «Μακεδονικού» σημαίνει ότι μπορεί να «ξεκλειδώσει» πολιτικές εξελίξεις, αλλά δεν μπορεί να τις καθορίσει μεσοπρόθεσμα. Αυτό που πρέπει το επόμενο διάστημα να «μετρηθεί» καλά, είναι το υλικό ίχνος αυτής της υπόθεσης στο δημοσκοπικό» συσχετισμό δύναμης μεταξύ των κομμάτων. Από ένα τέτοιο «μέτρημα» θα βγουν χρήσιμα συμπεράσματα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επιστροφή -αργά ή γρήγορα- στην «κανονικότητα» των πολιτικών διεργασιών με βάση τον άξονα των μνημονίων και της εποπτείας δεν θα σημάνει επιστροφή στην πριν το «Μακεδονικό» κατάσταση. Θα υπάρξουν «τετελεσμένα» που δεν θα παραγράφονται εύκολα…