Γράφει ο Νίκος Νικολόπουλος,
Πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος – Ανεξάρτητος Βουλευτής
Ο προϋπολογισμός του 2017, αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι, αποτελεί ένα μέτρο της επιτυχίας αυτής της κυβέρνησης, αλλά παράλληλα και του αδιεξόδου στο οποίο βρισκόμαστε.
Που έγκειται η επιτυχία; Στα σημαντικά πλεονάσματα τόσο του 2016 (1,09% του ΑΕΠ, υπερδιπλάσιο του στόχου 0,59% που είχε τεθεί) όσο και του στόχου για το 2017 (2% έναντι 1,75% που δεσμευθήκαμε βάσει της συμφωνίας με τους δανειστές).
Πρόκειται αναμφισβήτητα για επιτυχία η οποία προφανώς τονώνει την εμπιστοσύνη προς τη χώρα μας τόσο των δανειστών όσο και των επενδυτών. Για πρώτη φορά η χώρα ξεπερνά τους στόχους αποστομώνοντας τις Κασσάνδρες.
Η επιτυχία όμως αυτή περιέχει και το σπέρμα του αδιεξόδου, διότι βασίζεται σε μέτρα αντιλαϊκά τα οποία προφανώς δεν μπορούν να συνεχισθούν επ’ άπειρον.
Πολύ περισσότερο, δεν μπορούμε για το 2017 να προσθέτουμε νέες επιβαρύνσεις στη λαϊκή οικογένεια.
Ποια ήταν η συνταγή που «υπεραπέδωσε» το 2016, την οποία επιχειρούμε να επαναλάβουμε και για το 2017;
Έμφαση στους έμμεσους φόρους και ιδιαίτερα στην αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ (437 εκατ. προσδοκώμενα έσοδα για το 2017) , ιδίως στα είδη πρώτης ανάγκης, αυτά που προμηθεύεται η ελληνίδα νοικοκυρά από το σούπερ μάρκετ όπου είναι δύσκολη η φοροδιαφυγή.
Και παράλληλα μια σειρά από – υποτίθεται μικρές – επιβαρύνσεις σε πολλά διαφορετικά είδη λαϊκής κατανάλωσης (καύσιμα 422 εκ, τσιγάρα 142 εκ, καφές 62 εκ, μπύρα 62 εκ, σταθερή τηλεφωνία 54 εκ κλπ) με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί κανείς να καπνίζει και να πίνει και μπύρα και καφέ. Συνολικά κατά 1,4 δις ευρώ προγραμματίζεται να αυξηθούν οι έμμεσοι φόροι.
Ξέρετε ποιο είναι το ποσοστό συμμετοχής των έμμεσων φόρων στο σύνολο της φορολογίας στη χώρας μας; Πλησιάζει το 38%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι κάτω από 35% και σε πολλές χώρες, όπως η Γερμανία κάτω από 30%.
Και εμείς πάμε να αυξήσουμε κι άλλο αυτό το ποσοστό. Κι εγώ σας λέω δεν πάει άλλο!
Αυξάνεται βέβαια την ίδια ώρα και η άμεση φορολογία.
Σχεδόν ένα δις προσδοκά η Κυβέρνηση από την αναμόρφωση του κώδικα φορολογίας εισοδήματος και 700 εκατ. από την αναμόρφωση των συντελεστών και την παράταση της εισφοράς αλληλεγγύης.
Και μας λένε ότι η αύξηση αυτή δεν θα επιβαρύνει τα λαϊκά εισοδήματα, αλλά μόνο τους ευπορότερους.
Κάποια στιγμή όμως, πρέπει να σταθούμε και να αναλογισθούμε ποιοι είναι αυτοί οι εύποροι στη χώρα μας;
Αυτό που κάποτε ονομάζαμε μεσαία τάξη έχει φτωχοποιηθεί προ πολλού. Την έχουμε ξεζουμίσει τη μεσαία τάξη επειδή δεν κατεβαίνει στους δρόμους.
Το αποτέλεσμα φαίνεται στα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών. Αυξάνονται μεν τα έσοδα, αλλά αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Μόνο το Σεπτέμβριο αυξήθηκαν κατά 10 εκατ. και το σύνολο πλησιάζει, αν δεν ξεπέρασε ήδη, τα 100 εκατ. Μπορεί κάποιος να εξηγήσει την οικονομική λογική να αυξάνεις τους συντελεστές της φορολογίας και να μην εισπράττονται οι φόροι;
Ο πρωθυπουργός έδωσε πράγματι τον Ιούλιο του 2015 μια σκληρή μάχη, με την πλάτη στο τοίχο, για να πετύχει τους καλύτερους δυνατούς όρους στη συμφωνία με τους πιστωτές μας. Κανείς δεν το αρνείται αυτό.
Όμως τα υπερβολικά πλεονάσματα του προϋπολογισμού τα οποία αποδέχθηκε και συνυπογράψαμε όλοι πέρσι το καλοκαίρι, δεν πρόκειται να αφήσουν τον ελληνικό λαό να ανασάνει και την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί.
Αν δεν πετύχουμε άμεσα τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, το υπογράφω ότι βιώσιμη ανάπτυξη δεν πρόκειται να δούμε.
Και πράγματι η κυβέρνηση επαναδιαπραγματεύεται το σημείο αυτό.
Μένω όμως με την απορία; Βοηθά τη διαπραγμάτευση αυτή η υπέρβαση των στόχων που εξαγγέλλουμε και διατυμπανίζουμε;
Την ώρα που προσπαθούμε να διεκδικήσουμε στόχο 1,5% (όσο δηλαδή προτείνει και το ΔΝΤ) τι εξυπηρετεί να ανακοινώνουμε ότι το 2017 θα πάμε για 2% αντί για το συμφωνημένο 1,75%;
Για να έρθει και να μας πει ο Σόιμπλε, «ωραία τα καταφέρατε, πάμε τώρα για 4% αντί για 3% το 2018»; Δηλαδή βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας;
Πραγματικά δεν το καταλαβαίνω, εκτός κι αν ο στόχος είναι από αυτό το πλεόνασμα να μοιράσουμε κάποια ψίχουλα κοινωνικού μερίσματος στους δικούς μας στην πλάτη όσων άντεξαν από τη μεσαία τάξη.
Δεν είναι καλύτερη η εικόνα σε ό,τι αφορά στις δαπάνες.
Προβλέπεται μείωση κατά 3,7%, ή 1,7 δις περίπου.
Η μεγαλύτερη μείωση θα προέλθει από το μαχαίρι στις συντάξεις κατά περίπου 600 εκατομμύρια, λίγο παραπάνω από την υπέρβαση του στόχου του πλεονάσματος. Και ρωτώ πάλι, γιατί; Κόβονται οι συντάξεις κατά 600 εκατ. ακόμη για να επιτευχθεί ένα πλεόνασμα κατά περίπου 600 εκατ. μεγαλύτερο από αυτό που συμφωνήσαμε.
Την ίδια ώρα οριακά μόνο μειωμένες κατά 100 εκατ. είναι οι δαπάνες για τόκους για το χρέος, ενώ καθηλωμένες στο 3,7% του ΑΕΠ είναι οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Ωστόσο, με αυτές τις προϋποθέσεις, και με τις καλύτερες των προθέσεων ανάκαμψη δεν θα έρθει.
Και όμως ο στόχος του προϋπολογισμού είναι ανάπτυξη 2,7% για το 2017. Θέλω πολύ να συμμερισθώ αυτή την αισιοδοξία αλλά δεν μπορώ.
Δεν βλέπω σε ποια οικονομικά δεδομένα βασίζεται η εκτίμηση για το 2,7% και από ποιους επιμέρους τομείς της οικονομίας θα προέλθει.
Και πολύ φοβούμαι ότι δεν έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη τον αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη των επιπτώσεων της φοροκαταιγίδας που σχεδιάζεται και – ακόμη – των επιπτώσεων της δραματικής αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επιχειρηματιών και των μικροιδιοκτητών.
Ξέρετε πόσοι ελεύθεροι επαγγελματίες κλείνουν τα βιβλία τους κάθε μέρα τους τελευταίους μήνες, πόσες μικρές επιχειρήσεις διακόπτουν τη λειτουργία τους ή αναζητούν διέξοδο στη Βουλγαρία και την Κύπρο για να γλιτώσουν τις ασφαλιστικές εισφορές που θα αντιμετωπίσουν από την 1η Ιανουαρίου; Λογαριάζετε πως θα καταγραφεί αυτό στο ΑΕΠ του χρόνου;
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να σκεφτούμε καν ότι αυτή η κυβέρνηση μπορεί να αποτύχει στο έργο της, γι αυτό και έχει τη στήριξή μου.
Ξέρω καλά ότι η ψήφιση του προϋπολογισμού αποτελεί κορυφαία στιγμή της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, κατά την οποία είθισται να θεωρείται δεδομένη η κομματική πειθαρχία.
Ωστόσο, για όλους τους λόγους που εξέθεσα νωρίτερα και ειδικότερα την υπέρμετρη επιβάρυνση των λαϊκών εισοδημάτων τόσο από τα εισπρακτικά μέτρα όσο και από τις μειώσεις των δαπανών του προϋπολογισμού, η συνείδησή μου με υποχρεώνει να καταψηφίσω τον προϋπολογισμό του 2017.