Ολοκληρώνεται το βράδυ της Τρίτης στη Βουλή η συζήτηση και ψήφιση των συμφωνιών της Ελλάδας με την Ιταλία και την Αίγυπτο για την οριοθέτηση των ΑΟΖ.
Το ενδιαφέρον στρέφεται στην αίθουσα της Ολομέλειας για τις τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών, καθώς πρωθυπουργός και επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης τοποθετούνται επί των εθνικών θεμάτων. Όπως κατεγράφη επίσημα στη συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας του Κοινοβουλίου, υπέρ της συμφωνίας με την Αίγυπτο για μερική οριοθέτηση ΑΟΖ τάσσονται ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, «παρών» είναι η στάση που επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά ψηφίζουν ΚΚΕ και ΜέΡΑ25, ενώ δήλωσε «επιφύλαξη» για να αποσαφηνίσει την ψήφο του σήμερα το κόμμα του κ. Κυρ.Βελόπουλου, οι βουλευτές του οποίου πάντως μίλησαν εντόνως επικριτικά για το περιεχόμενο της.
Ενδεικτική του «ειδικού χαρακτήρα» που έχουν αυτές οι συζητήσεις στη Βουλή, ήταν η τοποθέτηση του επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας Ν. Δένδια στην προχθεσινή συνεδρίαση της αρμόδιας κοινοβουλευτικής Επιτροπής, μετά από τις κριτικές προς την κυβέρνηση τοποθετήσεις των εκπροσώπων της αντιπολίτευσης:
«Θα είμαι εξαιρετικά ολιγόλογος και προσεκτικός στην τοποθέτησή μου. Και αυτό, γιατί, ό,τι πω συνιστά αυθεντική δήλωση του νομοθέτη και θα συνεκτιμηθεί στο μέλλον μαζί με το κείμενο της Συμφωνίας και της μίας και της άλλης, για την προάσπιση των συμφερόντων της χώρας, όποτε και αν αυτά τεθούν υπό οιαδήποτε κρίση. Κατά συνέπεια, δεν θα παρασυρθώ σε ευρύτερες τοποθετήσεις. Δεν θα απαντήσω σε πολλά όποια ελέχθησαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης» είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών. Και αφύ σημείωσε ότι «είμαι πάντοτε, διαχρονικά κατ’ εντολήν του πρωθυπουργού στη διάθεση των κομμάτων και των συναδέλφων για εξηγήσεις σε θέματα τα οποία δεν μπορούν να αναλύονται σε δημόσιες συνεδριάσεις, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ενδεχομένως βλαπτικό στα εθνικά συμφέροντα», υπογράμμισε κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης, εμμένοντας στην ανάγκη να μην διαταραχθεί το κλίμα από συγκρούσεις:
«Οφείλω να πω ότι το πνεύμα το οποίο πρυτάνευσε, είναι πνεύμα αντίληψης της τεράστιας κρισιμότητας των στιγμών. Της τεράστιας κρισιμότητας των στιγμών. Αν δείτε τις ανακοινώσεις, που κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, προέβη ο εξ ανατολών γείτονας, νομίζω, θα καταλάβετε απολύτως τι λέω και γιατί τοποθετούμαι έτσι». Λίγο νωρίτερα, η κυρία Θεοδώρα Μπακογιάννη σημείωνε μεταξύ άλλων: «Τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Και δεν νομίζω ότι κανένας μέσα σε αυτή την αίθουσα, έχει άγνοια του κινδύνου τον οποίον αντιμετωπίζουμε. Μέσα σε αυτές τις δυσκολίες ναι, η Ελλάδα έχει βγει ενδυναμωμένη. Διπλωματικά είναι πολύ πιο ισχυρή από ότι ήταν πριν από έξι μήνες. Επίσης, είναι και αμυντικά πιο ισχυρή, διότι απέδειξε στην πράξη, ότι είναι σε θέση να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα σύνορά της. Αυτοί οι δύο παράγοντες, καθιστούν την Ελλάδα σήμερα μία χώρα που μπορεί με αυτοπεποίθηση, με σιγουριά και με τους συμμάχους της, να προχωρήσει στην επόμενη δύσκολη περίοδο που μας περιμένει». Στην αρχή της συνεδρίασης δε, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας Κ. Γκιουλέκας τόνιζε: «Τώρα, που μιλάμε, δυστυχώς, ακόμη ένα μέρος του τουρκικού στόλου πλέει κάτω στην περιοχή του Νοτιοανατολικού Αιγαίου και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η τουρκική επιθετικότητα κορυφώνεται».
Στο ίδιο πλαίσιο, εκ μέρους του ΚΙΝΑΛ ο κ. Α. Λοβέρδος σημείωνε: «Mε συναίσθηση ευθύνης, γνωρίζοντας ακριβώς ότι η χώρα μας χρειάζεται όλους, ξέροντας πάρα πολύ καλά όσα συμβαίνουν στην περιοχή μας, γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά το διεθνές δίκαιο, έχοντας πρώτο πράγμα στο μυαλό μας ότι πάνω απ’ όλα η Ελλάδα, εμείς θα ψηφίσουμε και τις δύο συμφωνίες, με την κριτική όμως που συνοδεύουμε τη στάση μας».
Από το χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η κυρία Αθανασία Αναγνωστόπουλου εστίασε την κριτική στο ότι, όπως είπε, «δεν βλέπουμε (να υπάρχει) εθνική στρατηγική».
Ο ΣΥΡΙΖΑ
Επί του θέματος, ο κ. Γ. Κατρούγκαλος ανέφερε: «O ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πατριωτική δύναμη ευθύνης, θα στηρίξει μία εθνική στρατηγική. Βλέπω δύο προϋποθέσεις για αυτό. Η μία είναι όλες οι πολιτικές δυνάμεις να λέμε την αλήθεια στον ελληνικό λαό ως προς τις παραμέτρους του προβλήματος, να το διαπαιδαγώγηση και να μην είμαστε εύκολοι στη διολίσθηση σε εθνικιστικές και σε ακραίες θέσεις. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι να υπάρχει ένα σχέδιο στρατηγικής. Στα δύο θέματα, θεωρώ ότι η σημερινή πολιτική της ΝΔ περνάει κάτω από τον πήχυ». Λίγο αργότερα, ο βουλευτής Ν. Ηγουμενίδης έλεγε: «Σαφώς, είμαστε υπέρ του διαλόγου. Σαφώς πρέπει να είμαστε υπέρ των ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας, πολύ περισσότερο ανάμεσα σε χώρες που έχουν να λύσουν διαφορές. Δεν μπορεί να μην τις συζητήσουν μεταξύ τους. Ωστόσο το ερώτημα χρειάζεται ένα καθαρό πεδίο συζήτησης, έξω από προηγούμενα που θίγουν τα ελληνικά συμφέροντα. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα κάνουμε διάλογο, που πρέπει πράγματι να κάνουμε. Το ερώτημα είναι με ποιους όρους; Με ποια ατζέντα δέχεται η Αθήνα να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου»;
Σε ότι αφορά το Κομμουνιστικό Κόμμα, τα πράγματα ήταν αναμενόμενα και ξεκάθαρα εξ αρχής: «Η Ανατολική Μεσόγειος έχει αναβαθμιστεί στον στρατηγικό σχεδιασμό των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και πρώτα απ’ όλα των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, στον ανταγωνισμό με τη Ρωσία και την Κίνα που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα και προσβλέπουν σε επέκταση της δράσης τους στην περιοχή», είπε ο εισηγητής του ΚΚΕ Γ. Μαρίνος για να προσθέσει ότι «με πρωτοβουλία των Αμερικανών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ προωθείται γενικότερη διευθέτηση, ιμπεριαλιστικό παζάρι στην περιοχή, που μέρος της είναι η συνεκμετάλλευση θαλάσσιων ζωνών της ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου και η επιβολή διχοτομικής λύσης στην Κύπρο, γιατί αυτό έχουν ανάγκη τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά μονοπώλια».
Σε γνωστούς υψηλούς τόνους, ο κ. Αντ. Μυλωνάκης της «Ελλ. Λύσης» χαρακτήρισε «κατάπτυστη» τη συμφωνία με την Αίγυπτο και πρόσθεσε απευθυνόμενος στον κ. Δένδια: «Eχετε μπλέξει σε μία περιπέτεια, κύριε υπουργέ, που εσείς και ο κ . Πρωθυπουργός, κυρίως, πρωτίστως, θα καταγραφείτε στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως άνθρωποι οι οποίοι δεν επιτελέσατε το καθήκον σας».
Εκ μέρους του ΜέΡΑ25, τέλος, η κυρία Σοφία Σακοράφα μεταξύ άλλων υπογράμμισε: «Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι η Ελλάδα σύρεται σε βεβιασμένες συμφωνίες που ενέχουν υποχωρήσεις από τις αρχές του Δικαίου της Θάλασσας αλλά και διάβρωση των ελληνικών θέσεων και των συμφερόντων. Εκτός από αυτά, προδιαγράφουν αναπόφευκτες μελλοντικές εντάσεις τις οποίες είναι βέβαιο ότι δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να διαχειριστούμε».