Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας γράφει για το Πρώτο Θέμα
Σε αυτές τις τόσο κρίσιμες ώρες κατά την οποίες η χώρα, σχεδόν από τη μια άκρη ως την άλλη, δοκιμάζεται από τις καταστροφικές πυρκαγιές που πλήττουν την Αττική, την Εύβοια, την Αρχαία Ολυμπία, τη Μεσσηνία και άλλες περιοχές, είναι απορίας άξιο πόσο πολλοί συμπολίτες μας έχουν έτοιμες τις συνταγές για την πρόληψη και την καταστολή των φυσικών καταστροφών.
Από την ασφάλεια του καναπέ ή του κλιματισμένου γραφείου τους και έχοντας ως μοναδικό εργαλείο το θράσος και την ημιμάθεια, χρησιμοποιούν το πληκτρολόγιο του υπολογιστή ή του smartphone για να κάνουν υποδείξεις, να δώσουν συμβουλές, να απευθύνουν νουθεσίες, να ασκήσουν δηλητηριώδη κριτική, να δικάσουν και να καταδικάσουν όλους εκείνους που βρίσκονται στα καυτά μέτωπα και δίνουν μάχες με ολοφάνερα ασύμμετρες απειλές.
Διαδικτυακά τρολ, που βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία ή απλώς δυσκολεύονται να ελέγξουν την κομματική τους εμπάθεια, δημοσιολογούντες και «δημοσιογράφοι» της συμφοράς, οι οποίοι έχουν γνώμη χωρίς γνώση επί παντός του επιστητού, μεταμορφώθηκαν αίφνης σε ειδικούς που παίζουν στα δάχτυλα σύνθετα ζητήματα οργάνωσης των υπηρεσιών πυρόσβεσης που κανείς άλλος στον πλανήτη δεν διανοηθεί. Μετρούν από τις κάμερες των κινητών τους την ένταση των ανέμων και βγάζουν συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα όσων επιχειρούν στα πύρινα πεδία.
Κραυγάζουν και ολοφύρονται σχεδόν από τη στιγμή που ξέσπασαν οι πρώτες σπίθες φωτιάς. Ήταν σα να ήθελαν να πάρουν κάποια «ρεβάνς». Από ποιον άραγε; Εξαπολύθηκαν επιθέσεις ακόμη κατά των ρεπόρτερ των καναλιών που σε πολύ αντίξοες συνθήκες έδιναν τη μάχη της ενημέρωσης. «Επιστρατεύθηκαν» περιθωριακές καρικατούρες και πολιτικά απολειφάδια που επεχείρησαν να δώσουν πολιτικά χαρακτηριστικά στον πύρινο όλεθρο ο οποίος στο πέρασμα του σάρωνε τα πάντα ως συνέπεια και του παρατεταμένου καύσωνα.
Όσο δικαιολογημένος είναι ο θυμός και η οργή όλων όσοι βλέπουν τις περιουσίες τους, σε πολλές περιπτώσεις τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, να γίνονται παρανάλωμα του πυρός, άλλο τόσο αδικαιολόγητη είναι η φθηνή λαϊκίστικη προσπάθεια που καταβάλουν ορισμένοι για να δρέψουν οφέλη από τον όλεθρο ο οποίος αφανίζει τον συλλογικό πλούτο που είναι τα καιόμενα δάση μας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αντίστοιχες εικόνες έχουμε ζήσει και κατά το παρελθόν. Με περισσότερα ή με λιγότερα μποφόρ. Στην Πάρνηθα, στην Ηλεία, στο Μάτι, παλαιότερα στην Ικαρία. Από την άλλη, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι χρόνο με τον χρόνο τα πράγματα γίνονται όλο και δυσμενέστερα. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δημιουργούν όλο και χειρότερες συνθήκες για τις ζωές όλων μας. Και μπορεί η συγκεκριμένη παραδοχή να μην συνιστά άλλοθι για να πετάξουμε ως κοινωνία λευκή πετσέτα, πλην, όμως, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια σε αυτά τα δεδομένα.
Στην παρούσα φάση, ωστόσο, εκείνο που προέχει είναι η ψυχραιμία, η οποία αποτελεί την υπέρτατη αρετή στις ώρες της κρίσης. Ο κρατικός μηχανισμός ο οποίος εμπλέκεται στην υπόθεση της προστασίας των ζωών και των περιουσιών όλων μας είναι συγκεκριμένος. Καλώς ή κακώς –και προφανώς καλώς- οι ίδιοι άνθρωποι σβήνουν τις φωτιές όποιο κόμμα και αν είναι στην εξουσία. Αλλάζουν βεβαίως οι πολιτικοί προϊστάμενοι τους, οι οποίοι δεν είναι άμοιροι και θα κριθούν για τις αποφάσεις που λαμβάνουν. Μόνον, όμως, που αυτό είναι ζήτημα της επόμενης ημέρας.
Η ώρα του απολογισμού, της κριτικής, του καταλογισμού των ευθυνών ή της απόδοσης των ευσήμων θα έρθει όταν σβήσει και η τελευταία σπίθα φωτιάς. Τότε θα φανεί αν έγιναν όσα μπορούσαν να γίνουν. Τότε θα ξέρουμε αν υπήρξε σχέδιο και πολύ περισσότερο αν αυτό λειτούργησε αποδοτικά. Ή αν οι φωτιές έσβησαν όταν έφθασαν στη θάλασσα επειδή δεν είχαν τίποτε άλλο για να κάψουν.
Τι έγινε, για παράδειγμα, στην Αρχαία Ολυμπία και στο πρώην βασιλικό κτήμα του Τατοϊου, δύο κρίσιμα σημεία που ακούγαμε και διαβάζαμε το προηγούμενο διάστημα ότι υπήρχαν ειδικά αντιπυρικά σχέδια; Πόσο αποτελεσματικές αποδείχθηκαν οι αποφάσεις για εκκενώσεις κατοικημένων περιοχών; Τι έφταιξε και είχαμε τόσες πολλές πυρκαγιές;
Οι εύκολες εικασίες για δήθεν «ξένους πράκτορες» και υποτιθέμενους «εμπρηστές οικοπεδοφάγους» δεν πείθουν πλέον κανένα. Και είναι ευτύχημα που δεν τις επικαλέστηκε επισήμως η κυβέρνηση. Η οποία κυβέρνηση θα κληθεί λίαν συντόμως να δώσει πειστικές εξηγήσεις για το κατά πόσο τα δύο χρόνια που βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας πήρε μαθήματα από τα προηγούμενα παθήματα.
Η ιστορία, άλλωστε, έχει αποδείξει πως, ό,τι και αν πιστεύουν όσοι θεωρούν ανόητο ή ανώριμο τον ελληνικό λαό, στις ανοικτές δημοκρατικές κοινωνίες, στις οποίες, όσο κι αν το αρνούνται τα κάθε είδους φασιστοειδή, ανήκει η ελληνική, ο τελικός κριτής όλων είναι ο πολίτης. Ο οποίος με ψυχραιμία και στον κατάλληλο χρόνο αποδίδει «τα του Καίσαρα στον Καίσαρα και τα του Θεού στον Θεό». Το ίδιο θα γίνει και τώρα!