Οι συνέπειες της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα, που είναι σε εξέλιξη εδώ και τέσσερις μήνες, αποτυπώνονται πλέον και στο λιμάνι του Πειραιά, το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της χώρας. Η πτώση της διακίνησης των εμπορευματοκιβωτίων είναι πλέον αισθητή τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, όπως και οι τεράστιες αυξήσεις στα ναύλα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της COSCO Shipping Ports, η διακίνηση containers στους προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ του Πειραιά κατέγραψε μείωση 12,7% τον Ιανουάριο. Κύκλοι της αγοράς αναφέρουν ότι η πτώση αυτή είναι συνέπεια της αλλαγής δρομολογίων που “επέβαλαν” οι αντάρτες Χούθι. Οι αλλαγές δρομολογίων από την Άπω Ανατολή προς την Ευρώπη, μέσω του διάπλου της Αφρικής, ευνοούν κυρίως τα λιμάνια της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, εις βάρος του Πειραιά, που παύει πλέον να είναι το πρώτο λιμάνι στην Ευρώπη που συναντούν τα πλοία διασχίζοντας το Σουέζ. Τον Ιανουάριο του 2024 διακινήθηκαν μέσω του Πειραιά 281,8 χιλιάδες εμπορευματοκιβώτια (TEU), έναντι 322,8 χιλιάδων τον ίδιο μήνα πέρυσι, ενώ η μείωση αναμένεται ακόμα μεγαλύτερη για τον Φεβρουάριο.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΒΕΠ, Βασίλη Κορκίδη, η κίνηση των εισαγωγών containers στο λιμάνι του Πειραιά από την αρχή του έτους μειώθηκε κατά 45%, ενώ των εξαγωγών κατά 14% και της μεταφόρτωσης κατά 20%. Με βάση τα τελευταία στοιχεία, για ένα container 40 ποδών που ερχόταν στον Πειραιά ένας εισαγωγέας πλήρωνε 1.850-1.900 δολάρια και τώρα καλείται να καταβάλει το ποσό των 6.000 δολαρίων. “Μιλάμε για αύξηση κατά 285%”.
Την αλλαγή πλεύσης για τουλάχιστον τον μισό στόλο που διέσχιζε το στενό του Σουέζ, με προορισμό και προς τα ευρωπαϊκά και μεσογειακά λιμάνια και προς Ανατολή, δείχνουν και τα τελευταία στοιχεία της Alphaliner, προοικονομώντας περαιτέρω πτώση της διακίνησης στον Πειραιά όσο η κρίση συνεχίζεται. Η κίνηση στη Διώρυγα του Σουέζ έχει μειωθεί κατά περίπου 55%, σύμφωνα με τα δεδομένα, με τη διέλευση να είναι χαμηλότερη κατά 300 πλοία ανά εβδομάδα και στις δύο κατευθύνσεις από τις αρχές Φεβρουαρίου. Και τα δεδομένα αυτά έχουν συμπαρασύρει τη μεγάλη αύξηση της κίνησης στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος κατά 98%. Σύμφωνα με τα δεδομένα της Alphaliner, τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων έχουν μέχρι στιγμής πληγεί περισσότερο από την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα, με την εβδομαδιαία κίνησή τους μέσω της Διώρυγας του Σουέζ να μειώνεται σχεδόν κατά 80% τις τελευταίες δεκατρείς εβδομάδες.
Αυξήσεις στα ναύλα
Η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα έχει οδηγήσει σε τεράστιες αυξήσεις στα ναύλα των εμπορευματοκιβωτίων. Είναι χαρακτηριστικό πως για ένα container με προορισμό τον Πειραιά η τιμή του κυμαίνεται στα 6.000 ευρώ, από τα 2.000 ευρώ στις αρχές του Νοεμβρίου. Σε πρόσφατη παρουσίαση των οικονομικών αποτελεσμάτων της Danaos, από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες με containerships, o Δρ Ιωάννης Κούστας ανέφερε ότι οι αυξήσεις στα ναύλα ξεπερνούν το 300%.
“Οι περισσότερες μεγάλες εταιρείες αποφάσισαν να δρομολογήσουν τα πλοία τους μακριά από τη Διώρυγα του Σουέζ, διανύοντας μεγαλύτερες αποστάσεις γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας για να φτάσουν στην Ευρώπη. Αυτό με τη σειρά του αύξησε τη ζήτηση σε τονομίλια, οδηγώντας σε έλλειψη χωρητικότητας, που οδήγησε τις τιμές των containers σε σημαντική αύξηση έως και 300%, ενώ αναμένεται ότι οι τιμές θα παραμείνουν αυξημένες όσο συνεχίζεται η διαταραχή. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε εξασφαλίσει κάποιες πρόσθετες ναυλώσεις για τα πλοία μας σε πολύ υγιή επίπεδα”, σημείωσε ο κ. Κούστας.
Αυξήσεις και στα ράφια;
Νέες αυξήσεις στις τιμές καταναλωτικών προϊόντων και καθυστερήσεις της άφιξής τους στα ράφια των καταστημάτων δημιουργεί η αναγκαστική παράκαμψη της Ερυθράς Θάλασσας. Η κρίση, εφόσον συνεχιστεί, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για τις ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς, με βάση ανάλυση του ΣΕΒ, αυξάνει το κόστος (ένα εμπορευματοκιβώτιο από την Ασία στην Ευρώπη αγγίζει τα 7.000 ευρώ) και τον χρόνο μεταφοράς (2 έως 4 εβδομάδες μεγαλύτερη διάρκεια), καθυστερεί τον χρόνο παράδοσης (τουλάχιστον 20 ημέρες, ειδικά για τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου), ανεβάζει τα ασφάλιστρα και το κόστος των πρώτων υλών, ενώ έχει αρνητικές συνέπειες και στην απασχόληση.
“Το παγκόσμιο εμπόριο δοκιμάζεται από “έμφραγμα” στις θαλάσσιες αρτηρίες”
Σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά, πρέπει να ληφθούν μέτρα άμεσα σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε, με τις κατάλληλες οδηγίες, να επιτραπεί στα εμπορεύματα που μεταφέρονται με πλοία από την Ασία προς την Ευρώπη που κάνουν τον περίπλου της Αφρικής να μην επιβάλλονται δασμολογικές και φορολογικές επιβαρύνσεις στο 100% των σημερινών και συνεχώς αυξανόμενων ναύλων, αλλά να μειωθεί σε ποσοστό που θα αντιστοιχεί στα μέσα επίπεδα των ναύλων που θα καταβάλλονταν αν τα πλοία διέρχονταν κανονικά από τη Διώρυγα του Σουέζ, εφαρμόζοντας ένα “είδος πλαφόν” στις επιβαρύνσεις επί των ναύλων με βάση τις τιμές της 12ης Δεκεμβρίου 2023, για όσο διαρκεί η εμπόλεμη κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, “ελπίζω πως οι διαφορετικές συνθήκες και οι κανόνες αγοράς δεν θα επιτρέψουν στους ναύλους των κοντέινερ να ξαναφτάσουν στα 11.000 ευρώ, όπου ήταν και την περίοδο της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, καθώς οι ναυτιλιακές εταιρείες φαίνεται να ακολουθούν διαφορετική “συνταγή” για να περιφρουρήσουν τα έσοδα, άρα και την κερδοφορία τους, γεγονός όμως που αναπόφευκτα θα οδηγήσει τις επιχειρήσεις σε αύξηση των τιμών. Θυμίζω ότι η οικονομία είναι κυκλική. Άρα και οι συνέπειες των όποιων αυξήσεων θα επηρεάσουν την αγοραστική δυνατότητα πρωτίστως των ευάλωτων οικονομικά συμπολιτών μας και θα ροκανίσουν την ικμάδα των επιχειρήσεων σε μια χρονική συγκυρία όπου η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση δυναμικής ανάκαμψης”.
Τόνισε πως, “αν το πρόβλημα με τους αντάρτες της Υεμένης λυθεί έστω μέσα στον Φεβρουάριο, το πρόβλημα με τη διανομή και −μάλλον− και τις τιμές θα συνεχίσει τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη Μαρτίου και πέραν. Και τούτο διότι η μεταφορική δυνατότητα των εμπορικών πλοίων είναι πεπερασμένη. Θυμίζω την “κρίση” των κενών εμπορευματοκιβωτίων εκείνη την περίοδο. Με τη λήξη της κρίσης θα πρέπει να εξυπηρετήσουν μια σωρευτική ζήτηση μηνών άμεσα. Όπως συνέβη στα μέσα του 2021, μετά το άνοιγμα των οικονομιών από την πανδημία του κορονοϊού, όταν το πρόβλημα ήταν μόνο η περιορισμένη μεταφορική ικανότητα χωρίς να υπάρχει και ένας πόλεμος σε εξέλιξη, οδήγησε σε άνοδο των τιμών. Μόλις στην εξίσωση προστέθηκε και ο πόλεμος στην Ουκρανία, είχαμε την ενεργειακή κρίση του 2022”.
Πηγή capital.gr