Ένα κρίσιμο ποσοστό των ψηφοφόρων στην Ελλάδα αποφασίζουν μόλις την τελευταία εβδομάδα, “κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή”, πριν από τις εκλογές, καθορίζοντας έτσι τοννικητή των εκλογών, επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας της Θεσσαλονίκης, Νίκος Μαραντζίδης, σε σημερινή συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα “Βίνερ Τσάιτουνγκ“, στην οποία χαρακτηρίζει ως “απίθανο“, στη βάση των σημερινών δεδομένων, να επιτευχθεί απόλυτη πλειοψηφία εδρών από κάποιο κόμμα.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η εξέλιξη με τις πρόωρες εκλογές, έχει προκαλέσει στους Έλληνες προπαντός ανησυχία και ανασφάλεια καθώς, όπως αναφέρει, προς στιγμήν έχουν παγώσει οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Αθήνα και την τρόικα για την αναγκαιότητα και το μέγεθος ενός νέου πακέτου λιτότητας, οι δόσεις δεν μπορούν να εκταμιευτούν, η έξοδος από το τρέχον πρόγραμμα βοήθειας δεν έχει ρυθμιστεί, ενώ δεν έχουν συμφωνηθεί οι λεπτομέρειες για την “επόμενη ημέρα”, και οι εκλογές ενισχύουν αυτό το κλίμα, δημιουργώντας νέες αβεβαιότητες.
Ως προς τις ομοιότητες ή τις διαφορές των επερχόμενων εκλογών με τη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2012, ο κ. Μαραντζίδης θεωρεί πως υπάρχουν τρεις ομοιότητες δηλαδή: η συζήτηση για ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, η έντονη πόλωση ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, και ο επικείμενος σκληρός προεκλογικός αγώνας.
Οι διαφορές έγκεινται στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 ήταν ένα μικρό κόμμα, πετυχαίνοντας την έκπληξη του 17% στις εκλογές του Μαίου και του 27% σε εκείνες του Ιουνίου, χωρίς ωστόσο να είναι στα μάτια των Ελλήνων το κόμμα που θα μπορούσε να αναλάβει κυβερνητική ευθύνη, ενώ τώρα είναι τελείως διαφορετικά καθώς στα δυόμισι χρόνια ενίσχυσε σημαντικά το προφίλ του ως εν δυνάμει κυβερνητικό κόμμα.
Ο Νίκος Μαραντζίδης – ο οποίος, όπως αναφέρει η εφημερίδα, είναι ένας από τους πλέοναναγνωρισμένους ερευνητές δημοσκοπήσεων και εκλογικούς αναλυτές στη χώρα, επικεφαλής των τακτικών αντιπροσωπευτικών δημοσκοπήσεων που διενεργεί το Πανεπιστήμιο Μακεδονία – αναλύει στη συνέντευξή του τους λόγους της μείωσης της διαφοράς ποσοστών ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Όπως αναφέρει σχετικά, ψηφοφόροι κυρίως από τον κεντροδεξιό χώρο επιστρέφουν στη Νέα Δημοκρατία επειδή αισθάνονται μια αυξανόμενη ανασφάλεια η οποία αρχίζει ναυπερκαλύπτει την έως τώρα κυριαρχούσα δυσαρέσκεια, οργή ή και αγανάκτηση για την κυβέρνηση του κ. Αντώνη Σαμαρά και την πολιτική λιτότητας και αυτοί είναι οι απαισιόδοξοι που φοβούνται μια έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και μια ως εκ τούτου χειροτέρευση της κατάστασης.
Από την άλλη πάλι, διαπιστώνεται μια αύξηση του ποσοστού, έστω και περιορισμένη, για τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου οι νέοι ψηφοφόροι θέλουν οπωσδήποτε μια αλλαγή πορείας στην Ελλάδα, βλέποντας μια οικονομική κατάρρευση έως και μια ανθρωπιστική κρίση στη χώρα, που προκάλεσε η διαχείριση της κρίσης, και αυτοί είναι οι αισιόδοξοι και πιστεύουν σθεναρά ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα θα είναι καλύτερα και δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα.
Ο Έλληνας καθηγητής παρατηρεί στη συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα πως,στατιστικά είναι πολύ δύσκολο για κυβερνητικά κόμματα στην Ελλάδα να κερδίσουν εκλογές, εάν στην αρχή του προεκλογικού αγώνα βρίσκονται πίσω, και αυτό συμβαίνει από την πτώση της δικτατορίας το 1974 με μια μοναδική εξαίρεση το 2000 όταν το ΠΑΣΟΚ με τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη προσπέρασε τη Νέα Δημοκρατία στην τελική ευθεία, ενώ ακόμη δυσκολότερο γίνεται κάτι τέτοιο εξαιτίας του σύντομου χρόνου μέχρι τις εκλογές.
Ωστόσο επειδή, όπως σημειώνει, οι εποχές που ζει σήμερα η Ελλάδα δεν είναι κανονικές, την έκβαση των εκλογών θα μπορούσε να επηρεάσει για παράδειγμα μια κατάρρευση του Χρηματιστηρίου Αθηνών λίγο πριν από τις εκλογές ή μια μαζική φυγή κεφαλαίων.