Σε όλη την Ευρώπη τα προβλήματα του υπέρογκου χρέους έχουν τροφοδοτήσει τα 6 τελευταία χρόνια με νέα επιχειρήματα την συζήτηση για αλλαγές στη φορολογία για την κατοχή ακινήτων αλλά και την ανάγκη να συνυπολογίζεται σε έναν φόρο επί της περιουσίας. Η «Κ» μίλησε με ειδικούς και κατέγραψε τα σημεία αιχμής αυτής της συζήτησης σε 4 χώρες της Ε.Ε. Τη Γερμανία και την Αυστρία στο Βορρά, την Κύπρο και την Ισπανία στον Νότο.
Όπως αναφέρει η “Καθημερινή” πριν από μερικές μέρες ένας αναγνώστης της εφημερίδας Sueddeutsche Zeitung έγραψε στην συντάκτρια ενός ρεπορτάζ για τις υπερβολές του ΕΝΦΙΑ στην Ελλάδα, ότι δεν θα πρέπει οι Ελληνες να διαμαρτύρονται για τον φόρο αλλά να τον πληρώσουν «όπως εγώ πληρώνω τον δικό του φόρο κατοχής ακινήτων». Ομως ο πρόεδρος του γερμανικού συνδικάτου εφοριακών Τόμας Αϊγκεντάλερ είπε μιλώντας στην «Κ» ότι οι «συγκρίσεις χωρών με διαφορετική φορολογική παράδοση είναι εντελώς λανθασμένη πρακτική». O γερμανικός ΕΝΦΙΑ ισχύει από το 1938. Ομως όπως μας θύμισε ο κ. Αϊγκεντάλερ υπολογίζεται σε αξίες τις οποίες είχε καθορίσει το γερμανικό κράτος το 1964 στη δυτική και το 1935 στα κρατίδια της πρώην ανατολικής Γερμανίας!
«Βεβαίως» πρόσθεσε «οι πολύ παλιές αυτές και ξεπερασμένες αξίες εξισορροπούνται από τους συντελεστές που καθορίζουν οι ΟΤΑ και με τους οποίους πολλαπλασιάζεται η αξία του τετραγωνικού όπως είχε καθορισθεί πριν από 50 στη δυτική και πριν από 80 χρόνια στην πρώην ανατολική Γερμανία». Τα ακίνητα για γεωργική εκμετάλλευση φορολογούνται λιγότερο από τα ακίνητα όπου επιτρέπονται οι κατασκευές. Το πλήθος των ακινήτων, η συνολική τους αξία αθροιστικά δεν έχει επίδραση στο ύψος του φόρου. Το 2010 εισπράχθηκαν 11,3 δισ. ευρώ από τον φόρο ακινήτων και λιγότερο από το 10% αφορούσε αγροτικές εκτάσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γκερτ Λάντσμπεργκ εκπρόσωπος της αντίστοιχης ΚΕΔΚΕ της Γερμανίας κάλεσε την κεντρική κυβέρνηση να αναπροσαρμόσει τις τιμές βάσης για τον υπολογισμό του φόρου κατοχής ακινήτων. Το γερμανικό σύνταγμα προέβλεπε στο άρθρο 106 φόρο περιουσίας που εισέπραττε μέχρι το 1997 (σ.σ. ο φόρος είναι διαφορετικός από τον φόρο ακινήτων αλλά περιλαμβάνει την αξία των ακινήτων). Τότε το συνταγματικό δικαστήριο απεφάνθη ότι χωρίς τη συνεχή αναπροσαρμογή των τιμών, ο φόρος περιουσίας είναι αντισυνταγματικός, καθώς αντίκειται στην αρχή της ισότητας των πολιτών.
Ετσι χωρίς να καταργηθεί ο νόμος, σταμάτησε να εισπράττεται. Πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2013 οι σοσιαλδημοκράτες επανέφεραν το θέμα ενός νέου φόρου περιουσίας αλλά στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης η κ. Μέρκελ και το κόμμα της το «έπνιξαν».
– Αυστρία: Αξίες του 1973. Και στη γειτονική Αυστρία η κρίση του 2007-2008 οδήγησε σε έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Πέρυσι, Λαϊκό Κόμμα (κεντροδεξιά) και σοσιαλδημοκράτες, που συγκυβερνούν, συμφώνησαν ότι δεν είναι δυνατή η πρόσθετη άντληση φόρων από το εισόδημα ή από την κατανάλωση. Ο αντικαγκελάριος Μίχαελ Σπιντελμπέργκερ του Λαϊκού Κόμματος διαφωνούσε με την επιβολή νέων φόρων στα ακίνητα και εξαναγκάσθηκε από το κόμμα του σε παραίτηση μόλις την περασμένη Τρίτη. Ο φόρος κατοχής ακινήτων στην Αυστρία κυμαίνεται από 0,1-0,2% της αξίας των ακινήτων (690 εκατ. ευρώ τον χρόνο συνολικά), ενώ η κυβέρνηση στοχεύει να πάρει άλλα 500 εκατ. είτε με την αύξηση των συντελεστών φορολόγησης του τετραγωνικού είτε με την αναπροσαρμογή των τιμών υπολογισμού του τετραγωνικού που για τα αστικά ακίνητα έχουν καθορισθεί το 1973. Ενα άλλο «μοντέλο» που προτείνουν οι σοσιαλδημοκράτες είναι να επιβληθεί φόρος περιουσίας 1% για όσους έχουν περιουσία (τίτλους, μετρητά, ακίνητα) αξίας άνω του 1 εκατ. ευρώ. Ο Βέρνερ Ντόραλτ από το ινστιτούτο φορολογικού δικαίου του Πανεπιστημίου της Βιέννης θεωρεί την ιδέα πολύπλοκη και ελάχιστα αποτελεσματική. «Θα συνυπολογισθεί η αξία κοσμημάτων και ενός αυτοκινήτου 5 ετών και ποιος θα το κάνει αυτό; Με τι κριτήρια;» Γι’ αυτό η πρότασή του είναι να αναπροσαρμοσθούν οι αξίες της γης του 1973 στα σημερινά δεδομένα. Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι αντιδρούν σε αντίθεση με τους βιομηχάνους της χώρας που συμφωνούν. Ο Ντόραλτ υπογραμμίζει ότι μία τέτοια λύση έχει και τις περισσότερες πιθανότητες να γίνει «πολιτικά αποδεκτή», καθώς θα εφαρμοσθεί από τους δήμους και τις κοινότητες που εισπράττουν τώρα τον φόρο.
– Κύπρος: 54% δεν πληρώνει. Οι τιμές για τη φορολόγηση της κατοχής ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο βασίζονταν μέχρι εφέτος σε αξίες του κτηματολογίου του νησιού του 1980. Αλλά η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι μετά το 2014 θα τις αναθεωρεί κάθε χρόνο κατά το βρετανικό πρότυπο. Οι νέες αξίες που ισχύουν εφέτος αφορούν τιμές 1η Ιανουαρίου του 2013, αλλά επικριτές της ρύθμισης λένε ότι μετά τις αποφάσεις για τη διάσωση της Κύπρου οι τιμές αυτές «δεν υπάρχουν πλέον». Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση εξαίρεσε με τη ρύθμιση τις ιδιοκτησίες αξίας κάτω των 200.000 ευρώ της επιβολής του φόρου, με αποτέλεσμα να εξαιρείται το 54% των υπόχρεων έναντι 40% πέρυσι. Για όσους πληρώνουν ο φόρος είναι το 0,1% της αξίας των ακινήτων, συνολικά θα συγκεντρωθούν 140 εκατ. ευρώ σε ακίνητα αξίας 155 δισ. ευρώ. Οπως και στην Ελλάδα ο φόρος συλλέγεται από την κεντρική κυβέρνηση, αφορά το σύνολο των ακινήτων ενός φυσικού προσώπου (αντίθετα από το αυστριακό και το γερμανικό μοντέλο που φορολογείται κάθε ακίνητο χωριστά) και περιλαμβάνει και υπό ανέγερση ακίνητα που έχουν χωρισθεί π.χ. σε διαμερίσματα. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα στους επενδυτές, καθώς πληρώνουν «ολόκληρο» τον φόρο ενός μεγάλου ακινήτου χωρίς να είναι σε θέση να τον επιμερίσουν με ακρίβεια στη συνέχεια σε κάθε αγοραστή. Ο αγοραστής του ακινήτου ωστόσο μπορεί στη συνέχεια να συμψηφίσει τον επιπλέον φόρο από την εφορία που του/της τον επιστρέφει.
20 φορές κάτω από την αξία
Η Ισπανία είναι η μόνη από τις υπό εξέταση χώρες που έχει φόρο περιουσίας και συγκεντρώνει 1 δισ. τον χρόνο από 160.000 φορολογούμενους -με τις πρώτες 700.000 ευρώ της περιουσίας να είναι αφορολόγητες και άλλες 300.000 να προστίθενται στο αφορολόγητο οικογενειών. Ο φόρος κατοχής ακινήτων είναι ξεχωριστός φόρος και εισπράττεται από τους ΟΤΑ προσεγγίζοντας το 0,5-1% της τιμής που έχει διοικητικά καθορισθεί για το κτηματολόγιο της χώρας. Οι τιμές αυτές βρίσκονται για τα παλαιότερα ακίνητα και είναι 20 φορές κάτω από τη σημερινή αγοραία αξία των ακινήτων παρά τη δραματική πτώση των τιμών μετά την εκδήλωση της κρίσης. Αυτές οι τιμές του κτηματολογίου εξηγούν ακόμα και τον εξαιρετικά χαμηλό αριθμό Ισπανών φορολογουμένων που πληρώνουν φόρο περιουσίας. O φόρος αυτός είχε καταργηθεί το 2008 απο τους σοσιαλιστές αλλά τον επανέφερε η συντηρητική κυβέρνηση Ραχόι το 2011.