Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Προτού, αγαπητέ αναγνώστη, αναφερθώ στης «νύχτας τα καμώματα» και στους «τύπους της νύχτας», που με τις πλάτες της ολιγαρχίας των ΜΜΕ και φορείς τους κυρίαρχους της διαπλοκής, φιλοδοξούν να ορίσουν πλέον μονοπωλιακά την αισθητική, το μοντέλο αξιών, τον κώδικα συμπεριφοράς, το ύφος και την ίδια τη καθημερινότητα στην φρικαρισμένη από το οικονομικό και προσφυγικό αδιέξοδο Ελλάδα, θα μεταφέρω μια πληροφορία από έναν φίλο μου που έχει το προνόμιο γνωρίζει τις σκέψεις του κυβερνητικού κύκλου.
Παρότι η πληροφορία έχει κρίσιμη πολιτική σημασία, δεν πρόκειται να παρασυρθώ και να ασχοληθώ με αυτήν, ετούτη την ώρα. Πιστεύω πως το θέμα μου είναι σημαντικότερο. Σημειώνω απλώς – όπως μου μεταφέρεται – πως η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει σε διάλυση της βουλής και προκήρυξη εκλογών στο τέλος Απριλίου!
Έχουν σχέση αυτές οι εκλογές με το θέμα μου; Μόνον στο βαθμό που θα περιόριζαν το μοναδικό φαινόμενο στον σύγχρονο, πραγματικά πολιτισμένο κόσμο, η παραισθητική νύχτα να εισβάλει από το πρωί μέχρι το βράδυ στα σπίτια των ελλήνων, ορίζοντας τον πολιτισμό και καθορίζοντας τις κατηγορίες με τις οποίες εννοείται η πολιτική, ο νόμος και η ηθική. Υπάρχει τέτοια πιθανότητα; Δεν το βλέπω, αλλά… και η τελευταία ελπίδα είναι μια ελπίδα, α λα Κάφκα τουλάχιστον!
Πατριώτης στη σημερινή Ελλάδα μας είναι αυτός που μέσα στην αγνή ψυχή του με τα απλά ελληνικά της έχει αποτυπωμένο το σύνθημα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» το οποίο αντιλαμβάνεται υπό το πρίσμα κάποιας καψούρας, μαστούρας, παράπονου, παραζάλης, απόρριψης, προδοσίας, αγανάκτησης, εκδικητικότητας, παρανοϊκής φαντασίωσης, διάθεσης αυτο-εξευτελισμού, έντονης θυματοποιητικής παράστασης, επίκλησης του θεού, μισογυνισμού, πουτανιάς, επεμβάσεων αισθητικής χειρουργικής κάθε είδους, μαμακισμού, απειλής, ρατσισμού και ασφαλώς δια του… «μπούτσου του Καραϊσκάκη. Νυχτόβιες, θεοσεβούμενες πατριώτισσες, όπως ακριβώς οι νυχτόβιοι, θεοσεβούμενοι πατριώτες, αν δεν επικοινωνήσουν με τον «μπούτσο του Καραϊσκάκη», δεν είναι δυνατόν να μιλήσουν απλά ελληνικά για να εκφράσουν τον απλό και τίμιο χαρακτήρα μιας άδολης ελληνικής ψυχής που αγαπά, αγαπά, για αυτό οι άλλοι τη μισούν, τη μισούν, μια και αυτοί δεν ξέρουν να αγαπούν και να αγαπιούνται, πάσχουν από έλλειψη πατριωτικού δόγματος και καψουροσυνείδησης, πράγματα που μόνον πεσμένος ή πεσμένη σχεδόν αναίσθητος/η στην αγκαλιά ενός πορτιέρη, μπορείς να νοιώσεις αυθεντικά!
Αν δεν βρίσκεται πρόχειρη μια τέτοια φιλόξενη αγκαλιά, είναι πολύ πιθανόν να βρεθείς εσύ και οι γύρω σου αγκαλιά με τον χάρο. Αν, μάλιστα, ο πορτιέρης δεν φροντίσει για ταξί και καβαλήσεις το αμάξι, ο χάρος είναι βέβαιον πως θα έχει βγει παγανιά σε κάθε γειτονιά που θα στρίβει η ρόδα σου! Η πλέον πατριωτική σχέση στην Ελλάδα είναι εκείνη με τον χάρο, σου μαθαίνει η νύχτα και εσύ έρχεσαι να διηγηθείς το παραμύθι σου στο κανάλι το πρωί, για να εμπνεύσεις προφανώς τη νέα γενιά με τα ιδανικά του πατριωτισμού και τις αξίες της πίστης μας της αγίας! Θεέ μου βαλε το χέρι σου, γιατί αν το βάλει ο πατριώτης ή η πατριώτισσα θα έχουμε ατύχημα, μπορεί και πολύνεκρο δυστύχημα! Και αν το βάλει το κανάλι, έγκλημα πάθους ή διαστροφής, μπορεί και ελληνοτουρκική κρίση!
Η πλέον παραγωγική «βιομηχανία» της Ελλάδας δεν είναι ο τουρισμός, αλλά αυτή της καψούρας, που επεκτάθηκε πλέον πολύ πέρα από τα μπανάλ και κυριλέ σκυλάδικα, για να καλύψει αποπνιχτικά για την σύγχρονη ελληνική κουλτούρα τον κοινωνικοπολιτικό χώρο σχηματισμού των ταυτοτήτων της νέας γενιάς. Ο έρωτας αντικαταστάθηκε ως παράσταση και αφήγημα από την παθολογία της καψούρας και η αγάπη από τον αγαπισμό: μια ηθικιστική φόρμα χωρίς ηθική φιλοσοφία που αποτελεί μορφή αφηρημένου νεορομαντισμού σε αντικατάσταση του αυθεντικού ρομαντισμού της μοντέρνας-νεωτερικής περιόδου, ο οποίος είχε βαθιές ρίζες στις Καλές Τέχνες και στην καλλιέργεια της γνώσης.
Ο αγαπισμός, αντίθετα, θεωρεί τον μόχθο και το πάθος για συστηματική γνώση, καλλιέργεια και ποιότητα, την ίδια την μεθοδολογικά καλοδομημένη κριτική στην παραγωγή έργου, αποπροσανατολισμό της προσωπικότητας από την αυθεντική έκφραση, τον απλό λόγο, τις απλές σχέσεις, το «ανθρώπινο». Έτσι, για παράδειγμα, όσοι αντιδρούμε στην χυδαιότητα/απύθμενη βαρβαρότητα που παράγει «η βιομηχανία της νύχτας» στην Ελλάδα, για να αναπαραχθεί αυτή ως μύθος αγαπισμού πλέον από τη τηλεόραση και μια σειρά άλλα παλαιά και νέα ΜΜΕ, είμαστε ασφαλώς ανέραστοι, ανίκανοι να αγαπήσουμε ή να αγαπηθούμε, συναισθηματικώς ανάπηροι δηλαδή! Είμαστε άκαρδοι, σκληροί, ζηλιάρηδες, ασεξουαλικοί! Και ποιοι τα λένε αυτά; Τα ζόμπι της ελληνικής κοινωνίας με τη συνείδηση πράγματος που αποκτά υποκειμενικότητα μέσα από την αγορά της επιτήδευσης και της καψούρας, το χολυγουντιανίστικο ρολάκι και τη μαστούρα κάθε μορφής, πασπαλισμένη με μπόλικη πατριδοκαπηλική παραίσθηση και θρησκευτισμό! Δηλαδή, μέσω ενός μεταμοντέρνου φονταμενταλισμού που επιθυμεί να αποκλείσει οτιδήποτε κοινωνικό, προοδευτικό, στοχαστικό, ποιοτικώς καλλιτεχνικό, μεθοδολογικώς ερευνητικό, ηθικώς, υφολογικώς και κριτικώς «ψαγμένο» και εν τέλει δημοκρατικό και φιλελεύθερο!
Σύμφωνα με τα ζόμπι της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία καλλιεργούνται συστηματικά από τη βιομηχανία τηλεθεάματος στην Ελλάδα – η οποία είναι το πλέον εμφατικό παράδειγμα σύγχρονης πατρωνίας και διαπλοκής – οι κατηγορίες για τον σχηματισμό ταυτοτήτων είναι απλοϊκές και ολοκληρωτικές, δηλαδή μαύρο-άσπρο με ό, τι δεν είναι μαύρο κατά την προσωπική μας αντίληψη, να είναι άσπρο. Όποιος δεν αγαπά κάτι, ασφαλώς το μισεί, ή όποιος μισεί κάτι, το κάνει επειδή το ζηλεύει, κρυφά το ποθεί ή θα ήθελε να είναι στη θέση του! Είναι παρανοϊκή αυτή η αντίληψη της ζωής και ασφαλώς δεν έχει σχέση με τη δομή των συναισθημάτων του ανθρώπου και τις αισθήσεις του. Πρόκειται απλώς για μια παράσταση της παραίσθησης των νυχτόβιων που επιχειρούν να κάνουν πολιτική το πρωί, χωρίς ασφαλώς να το δηλώνουν ή να το γνωρίζουν οι ίδιοι: Αυτοί κάνουν αγαπισμό και όχι πόλεμο, αν και η συνολική τους ιδιοσυγκρασία είναι κτισμένη πάνω σε ένα οιδιπόδειο σύμπλεγμα, έτοιμο να «εκραγεί» για να καταστρέψει ή να αυτοκαταστραφεί, ή, σε όχι σπάνιες περιπτώσεις, να αυτοκαταστραφεί για να καταστρέψει!
Αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, είναι το ιδεολογικό και κοσμο-αντιληπτικό πρόπλασμα του ολοκληρωτισμού. Από αυτό παράγεται πολύ φυσιολογικά η σύγχρονη φάρσα του φασισμού και του σταλινισμού. Αυτός είναι ο λόγος που (σου) γράφω σήμερα. Η «βιομηχανία της νύχτας» που κάνει καριέρα την ημέρα στην Ελλάδα, παράγει έναν ύπουλο, τον πλέον ύπουλο κοινωνικώς ολοκληρωτισμό, αποκλείοντας όλα αυτά τα στοιχεία/αισθήσεις που κάνουν μια κοινωνία, κοινωνία και μια πολιτική κοινότητα, έθνος και πατρίδα. Όπου κυριαρχεί η παραίσθηση, όλα τα άλλα είναι περιττά και ο κόσμος είναι επίπεδος, κινούμενος από ολοκληρωτικά διλήμματα του τύπου αν δεν είναι έτσι, είναι αλλιώς, αν δεν είναι φίλος, είναι εχθρός, αν δεν με αγαπά, με μισεί και …ο θεός ας τον συγχωρέσει! Αυτοί οι επιτήδειοι έμποροι της νύχτας και τα δυστυχισμένα ζόμπι που τους ακολουθούν, κατάντησαν μετά την πολιτική και τη θρησκεία, ακόμη και τον ιερό έρωτα παραίσθηση και ποδοσφαιρικό αφήγημα με οπαδούς και χούλιγκαν! Αν υπάρχει θεός που ευλογεί τους ερωτευμένους ανθρώπους, είναι βέβαιο πως αυτό δεν θα μπορέσει να τους το συγχωρήσει!
Το χειρότερο, ωστόσο, είναι πως η «βιομηχανία της κλαψουριάρικης νύχτας» έρχεται με θράσος το πρωί για να ορίσει δια των ΜΜΕ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ελέγχει, τι σημαίνει δημιουργικότητα και πώς αυτή εκφράζεται παράλληλα με όλες τις άλλες κατηγορίες που ορίζουν τις τάξεις πραγμάτων (: τις κρίσιμες έννοιες) από τις οποίες δομείται η αντίληψη της καθημερινότητάς μας, της πατρίδας, της διεθνούς πραγματικότητας και των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα. Στο πεδίο αυτό κατασκευάζονται τα ζόμπι της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία συνθέτουν την απόλυτη παρεξήγηση του πραγματικού. Εδώ είναι που ο κόσμος των παραισθήσεων έρχεται να κυριαρχήσει πολιτικώς επί του κόσμου των αισθήσεων. Και μάλιστα με έναν ολοκληρωτικό τρόπο. Έτσι, ως αυτοδίδαχτος ορίζεται όχι ο άνθρωπος που έχει καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να κάνει κτήμα του τα εργαλεία που έχει αναπτύξει ιστορικώς η ανθρωπότητα για να δημιουργήσει κοινωνικώς επωφελές έργο, αλλά εκείνος που έχει «αστέρι», κάποιου είδους θεία φώτιση, κάποια υπερφυσική ικανότητα!
Αυτοδίδαχτος δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι ένας επιστήμονας, ένας καινοτόμος τεχνίτης ή αγρότης, ή κάποιος καλλιτέχνης ο οποίος διαρκώς αναπτύσσει τα εργαλεία του και τη μέθοδο κατά την καθημερινή του άσκηση, αλλά ο κάθε μαγκίτης της αγοράς που εφευρίσκει κόλπα για να προκαλεί παραισθήσεις τις οποίες εκμεταλλεύεται εμπορικά, ή ο τραγουδιστής ή ηθοποιός τον οποίο προβάλει και εμπορεύεται ένα σύστημα που συνειδητά παράγει υποκουλτούρα για να ευνοηθεί έτσι το μονοπώλιο και να ενισχυθεί δι’ αυτού ο ολοκληρωτισμός. Αυτοδημιούργητος, από την άλλη, δεν θα μπορούσε να είναι ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο μηχανικός, ο ποιοτικός καλλιτέχνης οποιασδήποτε μορφής, αλλά ο μπίζνεσμαν ή ο άξεστος καλλιτεχνικώς ηθοποιός ή τραγουδιστής. Αυτοί οι τελευταίοι εκφράζουν δήθεν αυθεντικώς κάθε λαϊκή ψυχή, αν και στην πραγματικότητα το μόνο που εκφράζουν είναι το απατηλό «αμερικανικό όνειρο» ανθρώπων που για διάφορους και διαφορετικούς λόγους δεν έμαθαν να δουλεύουν συστηματικά με ευθύνη και πάθος για ολοένα και βαθύτερη καλλιέργεια.
Η διαπαιδαγώγηση από τα σημερινά ΜΜΕ στην Ελλάδα γίνεται στη βάση αυτών των παραισθητικών μορφών και πάνω σε αυτούς χτίζονται τα «ινδάλματα» και η αγορά ινδαλμάτων. Τους χρησιμοποιούν ως το παράδοξο που αποτελεί είδηση και κανόνα μιμητισμού, διαστρέφοντας απολύτως την πραγματικότητα και τις σχέσεις που παράγουν αυτά τα «ταλαντούχα παράδοξα», τα οποία ούτε ταλαντούχα είναι, ούτε παράδοξα, αν τα τοποθετήσει κανείς στο χώρο παραγωγής τους: στο μάρκετινγκ της παραγωγικότερης ελληνικής βιομηχανίας, της εκφυλιστικής για την κοινωνία νύχτας, που για να αισθανθεί θα πρέπει πρώτα να εισέλθει στον κόσμο της καψουριάρικης και αγαπησιάρικης παραίσθησης. Αν τους τοποθετήσεις, λοιπόν, στο φυσικό χώρο παραγωγής τους, θα διαπιστώσεις πως δεν είναι τόσο το θείο που διαμορφώνει το άστρο τους, αλλά μάλλον… κάποιος θείος στην Κορώνη, απόλυτα συνδεδεμένος με το καθεστώς που ελέγχει σήμερα την παραγωγή της μαζικής διασκέδασης και ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Ποτέ και πουθενά στον κόσμο δεν αναδείχθηκαν άνθρωποι ως αυτοδημιούργητοι – τουλάχιστον όσο ζούσαν – χωρίς πάτρωνα. Η ποιότητα, εν γένει προσωπικότητα και οι συγκυριακοί πολιτικοί στόχοι του πάτρωνα είναι αυτοί που καθορίζουν και την πορεία του κάθε «αυτοδίδαχτου-αυτοδημιούργητου» που έχει υιοθετήσει η «αυλή» του, το δίκτυο, δηλαδή, που υποστηρίζει τις επιχειρήσεις του. Ο μάγος στην περίπτωσή μας δεν είναι το αυτοδημιούργητο ταλέντο, αλλά ο πάτρωνάς του. Αν το «αυτόφωτο αστέρι» δεν παραμείνει πιστό στον πάτρωνά του, σύντομα θα αποτελέσει ένα πεφταστέρι που θα εξαφανιστεί από τα μάτια μας …εκτός αν βρει κάποιον άλλο, ισχυρότερο πάτρωνα.
Αν, αγαπητέ αναγνώστη, θέλουμε να παραμείνουμε σοβαροί και πραγματικά ευαίσθητοι σε αυτή την κρίσιμη για την Ελλάδα, την Ευρώπη και τον ελληνισμό περίοδο, πιστεύω πως θα πρέπει να διαχωρίσουμε ουσιωδώς τον κόσμο των παραισθήσεων από τον κόσμο των αισθήσεων. Δεν μισώ, ούτε καν καταφέρομαι εναντίον της «κλαψουριάρικης νύχτας», πάντα υπήρχε στον τόπο μας και ίσως πάντα να υπάρχει. Ούτε, ασφαλώς, φιλοδοξώ να συντάξω την λαογραφία των «αυτοδημιούργητων αστεριών» της. Αυτό που θεωρώ σύγχρονη επιτακτική ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας για να διατηρήσει μία στοιχειώδη ψυχική και πνευματική ισορροπία, είναι να εμποδιστεί η κλιμακούμενη επιχείρηση των ανθρώπων της νύχτας να ορίσουν την καθημερινότητα του έλληνα. Αν αυτό το περιθώριο πετύχει να καταστεί πολιτικώς ορθή και συναισθηματικώς ανώτερη στάση και συμπεριφορά ζωής στα μάτια του ελληνικού λαού, τότε κάθε ελπίδα για προοδευτική και ποιοτική ανάπτυξη στην πατρίδα μας θα έχει χαθεί. Ο ρόλος των ΜΜΕ στην Ελλάδα στο ζήτημα δεν είναι απλώς κρίσιμος, αλλά καθοριστικός κατ’ αυτήν την απολύτως ιδιόμορφη και ανασφαλή ιστορική στιγμή, όπου όλα είναι ανοιχτά και διαπραγματεύσιμα.